Η Άνοδος και η Πτώση του Έβο Μοράλες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Άνοδος και η Πτώση του Έβο Μοράλες

Πώς ο πρώτος ιθαγενής πρόεδρος της Λατινικής Αμερικής έχασε το δρόμο του

Το Δεκέμβριο του 2009, ο Μοράλες αναχώρησε για την Κοπεγχάγη, σφύζοντας από αυτοπεποίθηση, για να παρευρεθεί στο Συνέδριο για την Κλιματική Αλλαγή. Αφού επέρριψε τις ευθύνες για τη κλιματική αλλαγή στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες και στο καπιταλιστικό μοντέλο, επέμεινε στη θέση του να πληρώνουν οι πλουσιότερες χώρες δισεκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις στα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη. Ο –τότε- εκπρόσωπος των ΗΠΑ απεκάλεσε το αίτημα «άγριο και μη ρεαλιστικό» και , όπως ήταν αναμενόμενο, η Ουάσιγκτον σταμάτησε τη παροχή βοήθειας στη Βολιβία σε ζητήματα κλιματικής αλλαγής. Αμέσως μετά, ο Μοράλες κάλεσε διεθνείς ηγέτες και ακτιβιστές στη Κοτσαμπάμπα για να συμμετάσχουν σ’ ένα –οργανωμένο από τον ίδιο- περιβαλλοντικό συνέδριο. Τη πρωτοβουλία του αγκάλιασαν περίπου 30.000 άτομα από περισσότερες από 100 χώρες. Αργότερα, η Βολιβία ψήφισε ένα νόμο που αναγνώρισε τη Μητέρα Γη ως ζωντανή οντότητα και, τουλάχιστον στα χαρτιά, η φύση απέκτησε τα δικά της δικαιώματα (σε αντίθεση με τα δικαιώματα τα οποία αφορούν τη φύση υπό τη διαχείριση του ανθρώπου).

Έτσι, ήταν φυσιολογική η σύγχυση που δημιουργήθηκε όταν ο Μοράλες αποφάσισε να κατασκευάσει έναν αυτοκινητόδρομο που θα περνάει μέσα από την καρδιά ενός εθνικού πάρκου και που αποτελεί και έδαφος ιθαγενών, γνωστό και ως «TIPNIS», (συντομογραφία του «Territorio Indígena y Parque Nacional Isiboro Secure»). Το σχέδιο προέβλεπε μία συντομότερη διαδρομή μεταξύ των πόλεων Κοτσαμπάμπα και Μπένι, προωθώντας τη περιφερειακή ολοκλήρωση και την οικονομική ανάπτυξη. Ο νέος δρόμος δεν ήταν μία ιδέα του Μοράλες, είχε προταθεί πρώτα από τον πρώην πρόεδρο Γκονσάλο Σάντσες ντε Λοσάδα, κάτι που οι επικριτές του σημερινού προέδρου τού υπενθυμίζουν κατ 'επανάληψη. Σαν για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, επειδή ο δρόμος χρηματοδοτήθηκε από τη Βραζιλία έδωσε την ευκαιρία στους αντιπάλους του να υποστηρίξουν ότι θα εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα της χώρας αυτής. Η εντύπωση που σχηματίσθηκε είναι ότι ο ηγέτης που κήρυττε από-αποικιοποίηση απλά άλλαξε τον έναν αφέντη με κάποιον άλλον.

Μία σύγκρουση που ξεκίνησε ως μία σχετικά μικρή διαμάχη τοπικών διαφορών, κλιμακώθηκε δραματικά. Η κυβέρνηση Μοράλες αρνήθηκε ακόμη και να αναγνωρίσει τις ανησυχίες των αντιπάλων της , αγνοώντας την ομόφωνη ψήφο της κοινότητας της TIPNIS με την οποία απέρριψε τη πρόταση για τη κατασκευή του δρόμου. Στη συνέχεια, ο Μοράλες ακολούθησε μία συγκρουσιακή πολιτική με δηλώσεις όπως «είτε τους αρέσει είτε όχι, θα κτίσουμε αυτό το δρόμο." [http://bit.ly/ojHWJw]. Οι επικριτές του προέδρου, αποκάλεσαν τη συμπεριφορά του «δικτατορική». Όταν περίπου 1.500 κάτοικοι και υποστηρικτές της TIPNIS βάδισαν από το Μπένι στη Λα Παζ, έπρεπε να περάσουν μέσα από μια επαρχία που κυριαρχείτο από «αποίκους»- «cocaleros (καλλιεργητές κόκας), όπου η υποστήριξη για την TIPNIS ήταν διάσπαρτη. Οι ντόπιοι ορκίστηκαν να σταματήσουν τη διαδρομή των διαδηλωτών. Η κυβέρνηση Μοράλες έστειλε την εθνική αστυνομία όχι για να συγκρατήσει τους cocaleros, αλλά για να μπλοκάρει για αρκετές μέρες τους διαμαρτυρόμενους. Εξαγριωμένοι, οι διαδηλωτές απήγαγαν προσωρινά έναν κυβερνητικό αξιωματούχο ο οποίος είχε σταλεί στη περιοχή για να διαπραγματευτεί, και, με τον αξιωματούχο να βρίσκεται υπό κράτηση , κατάφεραν να σπάσουν τον αποκλεισμό. Την επόμενη μέρα, στις 25 Σεπτεμβρίου, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.

Ήταν Κυριακή, και οι διαδηλωτές είχαν σταματήσει τις κινητοποιήσεις για την ημέρα αυτή. Βρίσκονταν στο μέρος όπου είχαν κατασκηνώσει, μαγειρεύοντας, καθαρίζοντας και φροντίζοντας για τα παιδιά τους. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, περισσότεροι από 450 αστυνομικοί, μαζί με δύο στρατιωτικά αεροπλάνα, κατηφόρισαν για τη κατασκήνωση των διαδηλωτών. Οι αξιωματικοί της αστυνομίας έκαναν χρήση δακρυγόνων για να διαλύσουν το πλήθος, στο οποίο βρίσκονταν βρέφη και μικρά παιδιά. Χτύπησαν με τα κλομπ τους διαδηλωτές, οι οποίοι και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η αστυνομία κέρδισε, συλλαμβάνοντας και φιμώνοντας με πλαστική ταινία 200 πολίτες. Οι τραυματίες, σύμφωνα με πληροφορίες ήταν περισσότεροι από 100. [http://bit.ly/oK5zJW]

Τα νέα εξαπλώθηκαν γρήγορα, πρώτα από στόμα σε στόμα και στα μέσα του διαδικτύου, και στη συνέχεια με τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης. Μια συζήτηση που άνοιξε αναφορικά με τις δυνάμεις συντήρησης σε αντιδιαστολή με την οικονομική ανάπτυξη, ξαφνικά μετατράπηκε σε μια σειρά καταγγελιών που έφτασαν μέχρι το προεδρικό μέγαρο. Κατά τις ημέρες που ακολούθησαν, οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους κατά χιλιάδες, στήθηκαν οδοφράγματα και πολλές πόλεις παρέλυσαν, συμπεριλαμβανομένων της Λα Παζ, της Κοτσαμπάμπα και της Σάντα Κρουζ. Δεν υπάρχουν ακριβείς αριθμοί αλλά η κοινωνική αναταραχή που συντάραξε τη Βολιβία διαταράξει την οικονομία της χώρας.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι σε ποιο ακριβώς σημείο ξεστράτισε ο Μοράλες, ο πρώην υπερασπιστής των δικαιωμάτων των ιθαγενών, των συνταγματικών αλλαγών που θα κατοχύρωναν κοινωνική δικαιοσύνη, εκείνος που θα αντιστεκόταν στην κοινωνική αδικία. Η απάντηση είναι ότι αυτός ο Μοράλες έχει εξαφανιστεί. Αντ ' αυτού, ένας νέος, απεγνωσμένος Μοράλες εμφανίστηκε, με τον ίδιο και τους αξιωματούχους του να προστρέχουν στα ραδιόφωνα. Το επίσημο κυβερνητικό κανάλι παρουσίασε τη σύγκρουση με τους διαδηλωτές υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, δείχνοντας εικόνες ενός αστυνομικού που υπέστη τραύματα από τη συμπλοκή, αντί να δείξει τις άφθονες εικόνες ξυλοδαρμού των διαδηλωτών. Τρεις κορυφαίοι αξιωματούχοι – ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Sacha Llorenti,ο υφυπουργός Προεδρίας Marcos Farfán, και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Cecilia Chacón –τελικώς οδηγήθηκαν στη παραίτηση.