Η Ελλάδα, το Ευρώ και ο Τρίτος Δρόμος για την Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα, το Ευρώ και ο Τρίτος Δρόμος για την Ευρώπη

Διαχωρίζοντας τη Δημοσιονομική από τη Νομισματική Ένωση

Η ευρωζώνη δεν τα καταφέρνει καλά από οποιοδήποτε από τους παράγοντες αυτούς, ειδικά σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι οικονομίες της Ευρώπης παρουσιάζουν διαφορές, οι αγορές εργασίας της μαστίζονται από περίτεχνους περιορισμούς, και η Ευρώπη έχει μόνο ένα μικρό κεντρικό προϋπολογισμό, με τον οποίο μπορεί να βοηθήσει τις προβληματικές περιοχές. Αυτός είναι ο λόγος που ευρω-λάτρεις και ευρωσκεπτικιστές - από τον Ζακ Ντελόρ, πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες του ενιαίου νομίσματος, ως τον Boris Johnson, τον δήμαρχο του Λονδίνου - υποστηρίζουν από κοινού ότι μια δημοσιονομική ένωση είναι αναγκαία για λιπάνει τους τροχούς της νομισματικής ένωσης.

ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Αλλά υπάρχει ένας άλλος τρόπος να επιζήσει κανείς μέσα στα όρια μιας νομισματικής πολιτικής: με την ενίσχυση των ασθενέστερων μελών της Ευρώπης, ιδίως με το να γίνουν οι οικονομίες τους πιο ευέλικτες. Πριν τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος το 1999, οι κυβερνήσεις δεν είχαν ένα κίνητρο για να προχωρήσουν στις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται . Κάθε φορά που οι αντίστοιχοι με την Ελλάδα ή την Ιταλία βρέθηκαν σε μη ανταγωνιστική θέση, οι κυβερνήσεις τους υποτίμησαν τα νομίσματά τους. Μετά τη νομισματική ένωση, οι ασθενείς οικονομίες της ευρωζώνης βρήκαν άλλη οδό διαφυγής: δανείστηκαν χρήματα. Τούτο επέτρεψε στις συγκεκριμένες κυβερνήσεις τη χρηματοδότηση υψηλών δαπανών, χωρίς αντίστοιχη αύξηση φόρων. Αλλά καθώς οι οικονομίες αυτές έγιναν πιο αδύναμες, η ανταγωνιστικότητά τους υπέφερε.

Πολλά κράτη επίσης συσσώρευσαν βουνά χρέους, σπέρνοντας τους σπόρους της τρέχουσας κρίσης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία ξεκίνησε τη διαδικασία διαμόρφωσης της νομισματικής ένωσης, οι κυβερνήσεις υποτίθεται ότι δεν έχουν το δικαίωμα να δημιουργούν χρέη πάνω από 60% του ΑΕΠ, αλλά ακόμα και μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης έχουν υπερβεί αυτό το όριο κατά πολύ. Μετά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας στις αρχές αυτού του αιώνα, δήθεν ενάρετα κράτη, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, άρχισαν να περιφρονούν τους κανόνες που είχαν στόχο να περιορίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Δεν υπήρχε τότε καμία πιθανότητα να πειθαρχήσουν τους άλλους. Πέρυσι, ο δείκτης του χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας και της Γερμανίας ξεπέρασε το 80%. Της Ιταλίας έφτασε το 119% και της Ελλάδας το 143%.

Το χρέος αυξήθηκε, όχι μόνο επειδή οι κυβερνήσεις παραβίαζαν τους κανόνες. Αυξήθηκε και επειδή οι κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να πείσου ντους επενδυτές, ιδίως τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, να δανείσουν τα χρήματά τους. Ξεκινώντας από τις αρχές του 2010, οι επενδυτές σταμάτησαν τελικά να χρηματοδοτούν την Ελλάδα. Μετά, σταμάτησαν τη χρηματοδότηση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Αλλά αυτή η «απεργία» στην αγορά ομολόγων έκανε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να εμφανιστεί. Η αποτυχία της αγοράς να επιβάλει πειθαρχία στις κυβερνήσεις νωρίτερα, ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των προσπαθειών των ίδιων των κυβερνήσεων. Πήραν θάρρος από τη διαδεδομένη άποψη ότι τα ευρωπαϊκά έθνη δεν θα μπορούσαν να αποτύχουν, να πτωχεύσουν. Αυτό ενισχύθηκε από τον τρόπο που οι τράπεζες ήταν (και είναι ακόμα) οργανωμένες. Οι λεγόμενοι «κανόνες της Βασιλείας», δηλαδή οι συστάσεις σχετικά με τραπεζικούς κανονισμούς που επινοήθηκαν από κεντρικούς τραπεζίτες των χωρών του G-20 αλλά και άλλων, λένε ότι τα κρατικά ομόλογα είναι περιουσιακά στοιχεία ελεύθερα κινδύνου και έτσι οι τράπεζες δεν χρειάζεται να κατέχουν αντίστοιχο κεφάλαιο όταν επενδύουν σε αυτά. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τράπεζες συσσώρευσαν ομόλογα, με συνέπεια το πρόβλημα των εθνικών χρεών να τις μολύνει, επίσης. Επιπλέον, τόσο πριν όσο και μετά την χρεοκοπία Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008, οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού πλημμύρισαν τον κόσμο με φθηνό χρήμα, στρεβλώνοντας τις αγορές χρήματος και καθιστώντας εύκολο για τις κυβερνήσεις να τακτοποιήσουν το χρέος τους. Ήταν το σκόπιμο σπάσιμο των κανόνων από τις κυβερνήσεις και η νόθευση της αγοράς προς όφελος των κρατικών ομολόγων, και όχι η έλλειψη μιας δημοσιονομικής ένωσης, που οδήγησαν στην τρέχουσα κρίση.

ΕΥΡΩ-ΔΕΣΜΑ

Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν σταμάτησε τις αδύναμες οικονομίες της Ευρώπης από να ζητούν μια δημοσιονομική ένωση. Ακριβώς το αντίθετο: εξακολουθούν να ψάχνουν για ακόμη ένα τρόπο ώστε να συνεχίσουν να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους. Ο ΓιώργοςΠαπανδρέου, ο Έλληνας πρωθυπουργός, και ο GiulioTremonti, ο Ιταλός Υπουργός Οικονομικών, θέλουν οι χώρες τους να είναι σε θέση να εκδώσουν ευρωομόλογα. Μπορεί κανείς να δει γιατί: τα ευρωομόλογα θα προστατέψουν τα αδύναμα κράτη από την πειθαρχία της αγοράς, δίνοντας σήμα στους επενδυτές ότι η Γερμανία και άλλες ισχυρές χώρες θα πληρώσουν τελικά το λογαριασμό αν η Ελλάδα ή η Ιταλία δεν μπορέσουν να το κάνουν. Αλλά, από τη σκοπιά των ισχυρών χωρών, με το να επιτρέψουν την έκδοση ευρωομολόγων θα δώσουν στις αδύναμες οικονομίες την άδεια να είναι σπάταλες, εκτός αν αυτό γίνει με έναν εξαιρετικά ελεγχόμενο τρόπο. Επιπλέον, η ανάγκη να αναλάβουν το συνολικό χρέος της ευρωζώνης θα μπορούσε να γονατίσει και τις ισχυρές χώρες.

Κάποια υποθετικά πιο εύπεπτες εκδοχές αυτής της ιδέας έχουν ήδη πέσει στο τραπέζι. Ένα έγγραφο που δημοσιεύθηκε πέρυσι από το Bruegel, μια δεξαμενή σκέψης που εδρεύει στις Βρυξέλλες, προτείνει τον περιορισμό των ευρωομολόγων στο 60% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Το πρόβλημα είναι ότι οι αδύναμες χώρες ήδη έχουν χρέος πολύ πάνω από το επίπεδο αυτό, γεγονός που θέτει το ερώτημα πώς θα χρηματοδοτήσουν τον εαυτό τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τζορτζ Σόρος και άλλοι γκουρού της αγοράς υποστήριξαν ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό.