Η αφορμή του οικονομικού πολέμου στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αφορμή του οικονομικού πολέμου στην Ευρώπη

Οι γερμανικές επιδιώξεις και ο ρόλος των μελών της Ε.Ε
Περίληψη: 

Όπως το η συμφωνία του Μονάχου το 1938 αποδυνάμωσε όλους τους περιορισμούς στην γερμανική ορμητικότητα, έτσι και η συμφωνία των Βρυξελλών του 2011 ανοίγει νέους δρόμους για τις γερμανικές επιδιώξεις. Πρέπει να βρεθεί μια νέα ισορροπία.

Ο Γιάννης Σιώτος είναι οικονομολόγος και δημοσιογράφος.

Πριν λίγες μέρες μερικοί κορυφαίοι ευρωπαίοι αναλυτές έκαναν έναν τολμηρό παραλληλισμό που αγγίζει τα όρια της υπερβολής. Προσπάθησαν, δηλαδή, να αντιπαραβάλλουν δύο κορυφαίες στιγμές της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας: Την συνθήκη του Μονάχου του 1938 με την συμφωνία των Βρυξελλών του Οκτωβρίου 2011. Η απόπειρα αυτή ήδη δέχθηκε έντονη κριτική.

Η σημερινή Ευρώπη έχει πλέον ένα στέρεο δημοκρατικό πολίτευμα, σε αντίθεση με την Δυτική Ευρώπη του 1938, που κυριαρχούσαν δύο δικτάτορες (Χίτλερ και Μουσολίνι), και την Ανατολική Ευρώπη, όπου η σταλινική καταπίεση είχε ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους διωγμούς και
τη βιολογική εξόντωση εκατομμύριων σοβιετικών - αντιφρονούντων, διαφωνούντων και μη. Η ουσιαστική αυτή διαφοροποίηση αποτέλεσε τον κορμό της κριτικής που διατυπώθηκε στην προσπάθεια εντοπισμού των συγκριτικών στοιχείων των δύο Συμφωνιών. Άλλοι, στα πλαίσια της κριτικής, επισήμαιναν ότι σήμερα όλες οι σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ευρώπη εγκρίνονται από δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια, κάτι που σαφώς δεν ίσχυε πριν 73 χρόνια, όταν η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει «οξυγόνο» για να ανασάνει από τον ασφυκτικό κλοιό του φασισμού των ευρωπαϊκών ολοκληρωτικών καθεστώτων (σε Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Ισπανία, Ελλάδα).

Και όμως, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ των δύο συμφωνιών, αντιτείνουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η συμφωνία των Βρυξελλών μπορεί να σημάνει την αλλαγή του «ευρωπαϊκού χάρτη»: « Η Συνθήκη του Μονάχου, ήταν η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Η συμφωνία των Βρυξελλών μπορεί να έχει ανάλογα αποτελέσματα για την Συνθήκη της Ρώμης με την οποία τέθηκαν οι βάσεις της ενιαίας Ευρώπης. Σε αυτό που διαφέρουν είναι ότι στην μία περίπτωση υπήρχε η απειλή μίας στρατοκρατικής βίας, ενώ στην άλλη η οικονομική απειλή. Επίσης, και στις δύο περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο μία μικρή χώρα, δηλαδή η Τσεχοσλοβακία το 1938 και η Ελλάδα το 2011», υποστηρίζουν, επισημαίνοντας ότι ο οικονομικός πόλεμος που μπορεί να πυροδοτήσει η πρόσφατη συμφωνία μπορεί να έχει «ολέθριες απώλειες στην βασανισμένη γηραιά ήπειρο».

Επίσης, αναφέρονται και σε μία επιπλέον σύμπτωση: Ακόμα και αν ο χρόνος έχει επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων εντούτοις οι πρωταγωνιστές εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι, απλώς η θέση τους στο τραπέζι των συνομιλιών έχει αλλάξει. Τότε, όπως και σήμερα, οι πρωταγωνιστές ήταν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία. Η τελευταία, το 1938, ήταν το πλέον ισχυρό αντίβαρο στην προσπάθεια της Γερμανίας να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, ενώ σήμερα, η πρόσδεση της με τις ΗΠΑ, μπορεί να φαίνεται ότι αποδυναμώνει το ρόλο της στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ωστόσο, όσα έχουν διαρρεύσει από την σύγκρουση Σαρκοζί - Κάμερον δείχνουν ότι οι «νησιώτες» εξακολουθούν να τρέμουν στην προοπτική μίας οικονομικής αποσταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Από εκεί και πέρα, οι ρόλοι της Ιταλίας και της Γαλλίας έχουν αντιστραφεί αφού ο χθεσινός «κακός» μετατράπηκε σε θύμα και το αντίστροφο.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ (1938)

Η ιστορία διαδραματίστηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1939 με πρωταγωνιστές τον άγγλο πρωθυπουργό Τσάμπερλεν, τον γάλλο Νταλαντιέ και τους δικτάτορες Χίτλερ και Μουσολίνι . Στο επίκεντρό της, η Τσεχοσλοβακία, ένα πολυεθνικό κράτος 15.000.000 κατοίκων που προέκυψε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο διέθετε ισχυρή γερμανική μειονότητα (περίπου 3.500.000 άτομα) που ήταν συγκεντρωμένη στο Sudetenland. Η κρίση είχε ξεκινήσει από το 1937 με την παρέμβαση του Χίτλερ για πρόσθετα δικαιώματα της γερμανικής μειονότητας και κορυφώθηκε ένα χρόνο αργότερα με την απειλή της προσάρτησης αυτής της υποτιθέμενης «γερμανικής ζώνης» στην Γερμανία. Αν και πολλοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη κρίση της Τσεχοσλοβακίας ως μία μεμονωμένη περίπτωση, εντούτοις σύγχρονοι διπλωμάτες την αντιμετωπίζουν ως την ολοκλήρωση της προσπάθειας της Γερμανίας να επανακτήσει την θέση του «οδηγού της Ευρώπης» την οποία είχε στερηθεί μετά την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους εξοντωτικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσινγκερ, θεωρεί ότι μετά την ανατροπή των δυσμενών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τις πολεμικές αποζημιώσεις, τον επανεξοπλισμό του γερμανικού στρατού και την επανάκτηση της Ρηνανίας, η επέκταση των γερμανικών συνόρων προς τις τέσσερεις κατευθύνσεις του ορίζοντα και, κυρίως, προς ανατολάς ήταν μια πολιτική επιλογή που έστελνε τόσο στους ευρωπαίους όσο και στους αμερικανούς το μήνυμα της απόφασης των γερμανικών ηγεσιών να κυριαρχήσουν στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Το πρώτο σινιάλο δόθηκε με την προσάρτηση της Αυστρίας, η οποία, σύμφωνα με την συνθήκη των Βερσαλλιών δεν είχε δικαίωμα να ενωθεί με την Γερμανία. Το δεύτερο «κτύπημα» αφορούσε ένα κράτος- δημιούργημα της ίδιας συνθήκης. Στην πραγματικότητα, με τον τρόπο αυτό, ο Χίτλερ
έδινε στους Γάλλους και στους Βρετανούς το μήνυμα ότι πλέον η «εποχή των ηττημένων» τελείωσε και ότι η Γερμανία είναι πάλι ο πρωταγωνιστής. Η πρόκληση γίνονταν ακόμα μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί ότι η Τσεχοσλοβακία είχε εξασφαλίσει εγγυήσεις επί των συνόρων της από την Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση, ενώ στη Συνθήκη του Λοκάρνο τα γαλλικά σύνορα προς την Γερμανία είχαν τεθεί υπό την εγγύηση της Μ. Βρετανίας. Η Τσεχοσλοβακία επομένως, αποτέλεσε το πεδίο για ένα πολλαπλό κτύπημα, αφού ακόμα και ο Ρούζβελτ, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, τήρησε την πολιτική των αποστάσεων ζητώντας... διαπραγματεύσεις.