Το λάθος των «αγανακτισμένων» σχετικά με την ανισότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το λάθος των «αγανακτισμένων» σχετικά με την ανισότητα

Ένας καλύτερος τρόπος σκέψης για τις οικονομικές διασώσεις, τις θέσεις εργασίας και τους φόρους
Περίληψη: 

Οι «αγανακτισμένοι» διαδηλωτές διαμαρτύρονται για την αδικία που εμπεριέχεται στα σχέδια διάσωσης της οικονομίας, την ανεργία και τη φορολόγηση. Αλλά για εξασφαλιστεί ότι η αμερικανική οικονομία θα γίνει πιο δίκαιη, η Ουάσινγκτον πρέπει να χρησιμοποιήσει το καπιταλιστικό σύστημα και όχι να το καταστρέψει.

Ο DOUGLAS HOLTZ-EAKIN είναι Πρόεδρος του American Action Forum και πρώην Διευθυντής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.

Οι «αγανακτισμένοι» που κινητοποιούνται σε όλη τη χώρα, παρά το διαφορετικό μεταξύ τους υπόβαθρο, φαίνεται πως έχουν κατασταλάξει σ’ ένα επαναλαμβανόμενο αίτημα: τη δικαιοσύνη. Θεωρούν πως είναι άδικο όσοι εργάζονται στη Wall Street να διατηρούν τις θέσεις εργασίας τους εξαιτίας του πακέτου διάσωσης που τους προσφέρθηκε την ίδια στιγμή που αναρίθμητοι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ δεν έχουν ούτε δουλειά ούτε κάποιον να τους διασώσει. Είναι άδικο ότι οι πλούσιοι δεν φορολογούνται περισσότερο και είναι άδικο ότι μερικοί άνθρωποι είναι κατά πολύ πλουσιότεροι από τους υπόλοιπους.

Τα παράπονα σχετικά με το πακέτο διάσωσης και τις θέσεις εργασίας αποτελούν ειρωνεία, καθώς τα πράγματα δεν χρειαζόταν να πάρουν αυτή τη τροπή. Πράγματι, η ίδια η ύπαρξη του κινήματος των «αγανακτισμένων» οφείλεται στην κακή εκτέλεση μίας πολιτικής που είχε καλές προθέσεις.

Το 2008, όταν διαμορφώθηκε ως ιδέα το πρόγραμμα «Toxic Asset Relief Program» (TARP, που τώρα πια αναφέρεται απλά ως "το πακέτο διάσωσης») υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε θέσεις εργασίας σ’ ολόκληρη την οικονομία - όχι διασώζοντας τις τράπεζες, αλλά με την επίλυση του προβλήματος των τοξικών περιουσιακών στοιχείων, των ενυπόθηκων τίτλων, που βρίσκονταν στην καρδιά της οικονομικής κρίσης. Αυτό δεν σήμαινε τη παροχή χρημάτων των φορολογουμένων στις τράπεζες. Εκείνη την εποχή, ο γερουσιαστής Christopher Dodd (D-Conn.), τότε πρόεδρος της Επιτροπής της Γερουσίας για τις Τράπεζες, ονόμασε τη πρόταση «εκπληκτική και άνευ προηγουμένου από πλευράς εφαρμογής και έλλειψης λεπτομέρειας» σημειώνοντας επίσης ότι, «κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στον Υπουργό Οικονομικών να παρέμβει στην οικονομία με την αγορά τοξικών περιουσιακών στοιχείων ύψους τουλάχιστον 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό θα έδινε στον Υπουργό τη δυνατότητα να διατηρήσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για χρόνια και να πληρώσει εκατομμύρια δολάρια για να διαλέξει ποιες επιχειρήσεις θα διαχειρίζονται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία». Σημειώστε ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά σε ένα σχέδιο διάσωσης: η προσοχή δεν έχει δοθεί στις τράπεζες αλλά στα τοξικά περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να βρίσκονται σε οποιοδήποτε σημείο του συστήματος.

Το Κογκρέσο διεξήγαγε ακροάσεις για να εξετάσει τη πρόταση περί TARP, κατά την οποία ο Χανκ Πόλσον, τότε υπουργός Οικονομικών, κατέθεσε ότι «το πρόγραμμα 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχουμε προτείνει δεν είναι ένα πρόγραμμα δαπανών. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, που αγοράζονται και κρατούνται μέχρι τελικώς να μεταπωληθούν, με τα έσοδα να επιστρέφουν στην κυβέρνηση". Ο Μπεν Μπερνάνκι, πρόεδρος της Federal Reserve (σ.σ.: Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ), συμφώνησε, λέγοντας ότι «η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υποστηρίζει την πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών για την αγορά μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».

Εκείνη την εποχή, ήμουν διευθυντής για την εγχώρια και οικονομική πολιτική στη προεκλογική καμπάνια του Τζον Μακέιν. Θυμάμαι τα λόγια, τις προθέσεις, τις διαβεβαιώσεις, τις νομοθετικής επεξηγήσεις, τα δελτία τύπου, και τις υποσχέσεις που μας έδιναν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους ως προς τα μέτρα που αναγκαζόταν να πάρει το Υπουργείο Οικονομικών για να αντιμετωπίσει το οικονομικό σοκ. Εν ολίγοις, είπαν ότι το Υπουργείο Οικονομικών έπρεπε να αγοράσει τοξικά περιουσιακά στοιχεία για να σταματήσει την ελεύθερη πτώση και όχι να προχωρήσει σε άμεσες ενέσεις ρευστού με χρήματα των φορολογουμένων προς τις τράπεζες που ετοιμάζονταν να καταρρεύσουν.

Αλλά, δυστυχώς, αυτό ακριβώς συνέβη. Λίγο μετά τη ψήφιση του TARP, ο Paulson εγκατέλειψε τις αγορές περιουσιακών στοιχείων και εκλέχθηκε για να προχωρήσει σε απευθείας ενέσεις μετοχικού κεφαλαίου σε τράπεζες. Η διάσωση ξεκίνησε. Και μόλις η κυβέρνηση Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά της και ο Timothy Geithner έγινε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε τα σχέδιά της για την αντιμετώπιση των τοξικών περιουσιακών στοιχείων, αλλά στη συνέχεια τα εγκατέλειψε. Εν ολίγοις, το TARP υφαρπάχθηκε από τους Paulson και Geithner για να μετατραπεί σε ένα σχέδιο διάσωσης για τους τραπεζίτες χωρίς κανένα πειθαρχικό μέτρο είτε για τις τράπεζες ή για τους τραπεζίτες. Αυτή η άδικη κατεύθυνση των διασώσεων δεν ήταν η αρχική πρόθεση του σχεδίου.

Ομοίως, η ανεργία – άλλο ένα βασικό παράπονο που εκφράζει το κίνημα των «αγανακτισμένων»- δεν χρειαζόταν να είναι τόσο ζοφερή. Τα κίνητρα που θεσμοθετήθηκαν το 2009 ήταν κακώς σχεδιασμένα, με λίγες άμεσα διαθέσιμες θέσεις εργασίας στο τομέα των υποδομών, πολύ χαμένο χρόνο και σπατάλες, και μια υποομάδα αναποτελεσματικών συναφών προγραμμάτων. Στον απόηχο των κινήτρων αυτών, η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε λιγότερη προσοχή σ τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αντ' αυτού έδωσε προτεραιότητα στην κοινωνική ατζέντα (μεταρρυθμίσεις στο τομέα της Υγείας), τους πράσινους στόχους (οι ρυθμίσεις EPA και Waxman-Markey,) τις σχέσεις εργασίας (η ατζέντα του Εθνικού Συμβουλίου Εργασιακών Σχέσεων), και άλλες νομοθετικές και κανονιστικές πρωτοβουλίες που ήταν επιζήμιες για την οικονομική ανάπτυξη. Και η χαριστική βολή, η διοίκηση έβαλε την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε μια επικίνδυνη, εκρηκτική πορεία σχετικά με το χρέος, γεγονός που συνιστά μία επιστροφή στις χειρότερες ημέρες της οικονομικής κρίσης.