Άλλαξε η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Άλλαξε η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν;

Η Ουάσιγκτον βλέπει προς την αλλαγή καθεστώτος
Περίληψη: 

Οι νέες κυρώσεις θέτουν σε σύγκρουση τις τακτικές και τους στόχους των Ηνωμένων Πολιτειών – που είναι να λήξουν οι πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν μέσω διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Ομπάμα ενεπλάκη σε μια πολιτική αλλαγής καθεστώτος, ένα εξαγόμενο που οι ΗΠΑ έχουν ελάχιστη δυνατότητα να επηρεάσουν.

Η SUZANNE MALONEY είναι ανώτερη συνεργάτις στο Κέντρο Saban για την πολιτική στη Μέση Ανατολή [1]του Ιδρύματος Brookings.

Οι εντάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν έχουν κορυφωθεί για άλλη μια φορά. Την περασμένη εβδομάδα, απαντώντας στις σχεδιαζόμενες κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της κεντρικής τράπεζας του Ιράν, η Τεχεράνη απείλησε να κλείσει τα στενά του Ορμούζ, την πύλη μεταφοράς του ενός πέμπτου του πετρελαίου στον κόσμο. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος πιέζεται από την σχεδόν καθολική υποστήριξη του Κογκρέσου για σκληρά νέα μέτρα ώστε να αναγκάσει το Ιράν να εγκαταλείψει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του, αποφάσισε να προχωρήσει με τις κυρώσεις και υπέγραψε τον σχετικό νόμο το Σάββατο. Εφαρμοζόμενος πλήρως, ο νόμος θα μειώσει ένα από τα κύρια έσοδα του Ιράν και σχεδόν θα βγάλει από την αγορά έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου στον κόσμο.

Η αλληλουχία των γεγονότων δημιούργησε ανησυχίες ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να εμπλακεί σε έναν τρίτο πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Όμως, ένα πιο θεμελιώδες πρόβλημα κρύβεται πίσω από αυτές τις εξελίξεις. Οι νέες κυρώσεις της κυβέρνησης Ομπάμα σηματοδοτούν την εξαφάνιση του προτύπου που οδήγησε τη χάραξη πολιτικής των ΗΠΑ στο Ιράν από την επανάσταση του 1979: ο συνδυασμός της πίεσης και της πειθούς. Επιπλέον, η απόφαση να θέσει εκτός νόμου κάθε επαφή με την κεντρική τράπεζα του Ιράν, θέτει την τακτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τους μακροπρόθεσμους στόχους της – δηλαδή την λήξη των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν μέσω διαπραγματεύσεων - εξ ορισμού σε αντίθετη κατεύθυνση. Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ελπίζουν σε συμφωνία με μια χώρα της οποίας την οικονομία προσπαθούν να διαταράξουν και να καταστρέψουν. Καθώς οι αυστηρές κυρώσεις διαλύουν την οικονομία του Ιράν, η Τεχεράνη σίγουρα θα διπλασιάσει τις προσπάθειές της στην αναζήτηση της απόλυτης αποτρεπτικής λύσης. Έτσι, η υιοθέτηση από πλευράς Λευκού Οίκου της χωρίς ορατό τέλος πίεσης, σημαίνει ότι υποστηρίζει πλέον μια πολιτική αλλαγής του καθεστώτος, κάτι που όμως η Ουάσιγκτον δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει.

Προς το παρόν τουλάχιστον, οι κυρώσεις σχετικά με την κεντρική τράπεζα του Ιράν παραμένουν μια υπόθεση σε εξέλιξη. Το κείμενο του νόμου αυτού προσφέρει στην εκτελεστική εξουσία αρκετή ευελιξία, συμπεριλαμβανομένης της επίκλησης λόγων εθνικής ασφάλειας. Φαίνεται, επίσης, ότι περιέχει προβλέψεις σχετικά με την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου και προσφέρει στις ξένες κυβερνήσεις μια εξάμηνη περίοδο κατά την οποία μπορούν να βρουν πού αλλού να προμηθευτούν αργό, ή, πιθανώς, να αναπτύξουν λύσεις για να συνεχίσουν να αγοράζουν από την Τεχεράνη. Ο Ομπάμα αντιστάθμισε, επίσης, την ισχύ του νόμου αυτού με την παράθεση μιας υπογεγραμμένης δήλωσης στο νομοσχέδιο, με την οποία διεκδικεί το δικαίωμά του να μην λάβει υπόψη του μέτρα που μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην εξουσία του να ρυθμίζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Βεβαίως, η πλήρης εφαρμογή αυτού του καθεστώτος κυρώσεων θα ανέβαζε την τιμή του πετρελαίου. Και οι ανησυχίες για την οικονομία σε προεκλογικό έτος θα μπορούσαν τελικά να αποτελέσουν το «κλειδί» για την αποφασιστικότητα του Ομπάμα να επιβάλει κυρώσεις για το Ιράν. Παρόλα αυτά, το Κογκρέσο μπορεί να έχει άλλες ιδέες.

Ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι θετικοί σχετικά με τον μελλοντικό αντίκτυπο των κυρώσεων εναντίον της κεντρικής τράπεζας της Τεχεράνης. Σύμμαχοι, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, που από κοινού αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο των εξαγωγών αργού πετρελαίου του Ιράν, θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ουάσιγκτον. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι υπογραμμίζουν επίσης την ανακοίνωση της Τεχεράνης ότι είναι και πάλι έτοιμη να συναντηθεί με το «P5 συν 1» (την πολυμερή ομάδα που πίεζε στις συνομιλίες για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αν και με μικρή επιτυχία) ως απόδειξη ότι η αυξανόμενη πίεση λογικεύει τα μυαλά των Ιρανών ηγετών.

Μια τέτοια αισιοδοξία, όμως, είναι πρόωρη. Η Τεχεράνη έχει μια τάση να δείχνει ακριβώς τόσο ενδιαφέρον για διαπραγματεύσεις όσο για να διατηρεί ένα μέτρο καλής θέλησης ανάμεσα σε ορισμένα τμήματα της διεθνούς κοινότητας –κυρίως τις χώρες της Ασίας που είναι όλο και περισσότερο ζωτικής σημασίας για την οικονομική σταθερότητα του Ιράν. Η Τεχεράνη, επίσης, θα μπορούσε να υπολογίζει ότι μια επίδειξη δεκτικότητας θα μπορούσε να υπονομεύσει την εύθραυστη συναίνεση μεταξύ των σκληροπυρηνικών Αμερικανών και Ευρωπαίων που προχωρούν σε δική τους απαγόρευση για το ιρανικό πετρέλαιο, και των πιο εχθρικών στις κυρώσεις εταίρων τους στη Μόσχα και το Πεκίνο. Υπάρχει, επίσης, φυσικά, και η αξιόλογη δυνατότητα του Ιράν να «σπάσει» τις κυρώσεις και να ξεφύγει, κάτι που θα αμβλύνει την επίδραση αυτών των νέων κυρώσεων.

Ίσως η Ουάσιγκτον ξεχνά ότι η Ισλαμική Δημοκρατία έχει αντέξει σκληρότερες οικονομικές πιέσεις κατά το παρελθόν. Παρά τους τεράστιους πετρελαϊκούς πόρους, σπάνια στα 32 χρόνια της ιστορίας της η Ισλαμική Δημοκρατία είχε ρευστότητα. Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του πολέμου με το Ιράκ, τα ετήσια έσοδα από το πετρέλαιο του Ιράν έπεσαν κάτω από τα 6 δισ. δολάρια - λιγότερα από 10% των εσόδων του 2010. Η εκτόξευση των εσόδων από τις πωλήσεις πετρελαίου κατά την τελευταία δεκαετία υπήρξε ένα ευπρόσδεκτο ξάφνιασμα για τους επαναστάτες του Ιράν, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν κλείσει η στρόφιγγα το καθεστώς θα είναι καταδικασμένο, πόσω μάλλον να αναγκαστεί να συνθηκολογήσει στο θέμα των πυρηνικών. Η Τεχεράνη παραμένει πεπεισμένη για την ικανότητά της να εφαρμόζει μέτρα λιτότητας, όπως θα χρειαστεί. Στην πραγματικότητα, το να κατηγορήσει έναν διεθνή μπαμπούλα θα της προσφέρει βολική κάλυψη για την δική της οικονομική κακοδιαχείριση.