Οι εκλογές στην Ταϊβάν και η Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι εκλογές στην Ταϊβάν και η Κίνα

Το ζητούμενο δεν ήταν απλώς η οικονομική ανάπτυξη

Οι περισσότερες προσωπικότητες του KMT αναγνωρίζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις τον παραλογισμό της απαιτήσεως ότι ο όρος «Κίνα» θα μπορούσε να σημαίνει την ΔτΚ. Εξηγούν ότι το Σύμφωνο του 1992 θα πρέπει να νοείται όχι με κυριολεκτικούς όρους αλλά μάλλον ως ένα είδος συνθήματος που η κυβέρνηση της Ταϊβάν πρέπει να επαναλαμβάνει ώστε να έχει καλές σχέσεις με την Κίνα - μια ακίνδυνη τελετουργία που επιτρέπει την Ταϊβάν να προχωρήσει με ρεαλιστικό τρόπο στην πολύ σημαντική δουλειά της διευκόλυνσης των οικονομικών και κοινωνικο-πολιτιστικών δεσμών εκατέρωθεν των Στενών. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι δέχονται προφανώς την ερμηνεία του KMT.

Οι ηγέτες του DPP, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι μακράν του να είναι αθώο, το Σύμφωνο είναι ένα επικίνδυνο κατασκεύασμα που απειλεί να ωθήσει την Ταϊβάν στην κατεύθυνση του να μετατραπεί σε μια κινεζική «ειδική διοικητική περιφέρεια», όπως το Χονγκ Κονγκ. Σε εγχώριες δημοσκοπήσεις, περί το 75% με 80% των ερωτηθέντων απορρίπτει σταθερά την αντίληψη ότι η Ταϊβάν πρέπει να δεχτεί ποτέ μια κατάσταση που να μοιάζει με αυτή του Χονγκ Κονγκ. Αλλά το DPP δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει αυτό το λαϊκό αίσθημα, γιατί δεν έχει ακόμη παραγάγει μια λειτουργική πολιτική που θα αντικαταστήσει το Σύμφωνο: ένα μεστό σύνολο που να χαρακτηρίζει τις εκατέρωθεν των Στενών σχέσεις και που θα ήταν αποδεκτό τόσο από το Πεκίνο όσο και τους Ταϊβανέζους που ανησυχούν για την εξασφάλιση της de facto , ή ακόμη και de jure, ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.

Υπό την ηγεσία της Tsai, το DPP προώθησε δύο δυνητικές εναλλακτικές έννοιες: «ειρηνική ανάπτυξη» και «αρμονικά αλλά διακριτά». Και οι δύο αυτοί όροι είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί κατ' επανάληψη τα τελευταία χρόνια από τους Κινέζους αξιωματούχους και τους πολιτικούς σχολιαστές για να απεικονίσουν την ιδανική μορφή των διεθνών σχέσεων του Πεκίνου. Για τους Κινέζους, «ειρηνική ανάπτυξη» (μερικές φορές «ειρήνη και ανάπτυξη») σημαίνει ότι η Κίνα δεν θα ξεκίναγε ποτέ έναν πόλεμο με άλλο κράτος, διότι αυτό που χρειάζεται περισσότερο είναι ένα ειρηνικό διεθνές περιβάλλον που ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη.

«Αρμονικά αλλά διακριτά» είναι ένας όρος λίγο πιο περίπλοκος. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν τον όρο για να υποδηλώσουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου μπορούν να αλληλεπιδρούν αρμονικά, αλλά δεν χρειάζεται - και δεν πρέπει -να έρθουν τόσο κοντά ώστε οι εγχώριοι θεσμοί να αρχίσουν να μοιάζουν μεταξύ τους. Η έννοια έχει αναπτυχθεί ως άμεση απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι η Κίνα καθώς αναπτύσσεται πρέπει να μεταρρυθμιστεί πολιτικά για να μοιάσει με τις βιομηχανικές δημοκρατίες. «Αρμονικά αλλά διακριτά» σημαίνει ότι δεν θα κάνει μεταρρύθμιση, αλλά και ότι δεν βλέπει την πολιτική της θέση ως αιτία για οξυμένες σχέσεις με άλλα κράτη.

Η δυσκολία του DPP να τοποθετήσει τις έννοιες «ειρηνική ανάπτυξη» και «αρμονικά αλλά διακριτά» ως εναλλακτικές για το Σύμφωνο του 1992 είναι ότι το Πεκίνο σαφέστατα έχει την άποψη ότι έχουν εφαρμογή μόνο στις διεθνείς σχέσεις και όχι στις σχέσεις εκατέρωθεν των Στενών. Από την πλευρά του Πεκίνου, ο σκοπός του Συμφώνου του 1992 είναι να υποχρεώσει την Ταϊβάν να αναγνωρίσει ότι αποτελεί μέρος ενός ενιαίου κινεζικού έθνους, ίσως ακόμη και ενός κινεζικού έθνους-κράτους. Η χρήση από το DPP των όρων «ειρηνική ανάπτυξη» και «αρμονικά αλλά διακριτά» πρέπει, επομένως, να φαίνεται εξωφρενική στους Κινέζους ηγέτες, επειδή υπονοεί ότι η Ταϊβάν είναι ανάλογη με την Ιαπωνία, το Βιετνάμ ή κάποιο άλλο κυρίαρχο κράτος.

Το εάν οι περισσότεροι ψηφοφόροι στην Ταϊβάν έκριναν ποιόν υποψήφιο θα υποστηρίξουν από τις αποχρώσεις του θέματος αυτού είναι αβέβαιο. Αλλά σαφώς κατάλαβαν ότι αν εκλέξουν πρόεδρο από το DPP – όσο ταλαντούχα και εντυπωσιακή θα μπορούσε να είναι σε άλλη περίσταση η Tsai– θα ρισκάριζαν μια άμεση επιδείνωση των σχέσεων εκατέρωθεν των Στενών και θα έκαναν σοβαρή ζημιά στην οικονομία της Ταϊβάν.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές του Ma για τις δύο πλευρές των Στενών είναι ακίνδυνες. Το Πεκίνο είναι απίθανο να ανεχθεί την ντε φάκτο ανεξαρτησία της Ταϊβάν επ' αόριστον. Ωστόσο, ο Ma προφανώς δεν ανησυχεί με την προοπτική να γίνει η Κίνα ανυπόμονη και πιο απαιτητική. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δήλωσε ως και την προθυμία του να εξετάσει την έναρξη πολιτικών διαπραγματεύσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του. Πρότενε μάλιστα ότι η Κίνα θα μπορούσε να υπογράψει ένα Σύμφωνο Ειρήνης με την Ταϊβάν, «παγώνοντας» το πολιτικό status quo. Αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της Ταϊβάν, οι ηγέτες του DPP αποκάλεσαν τον Ma αφελή. Οποιεσδήποτε τέτοιες συνομιλίες, είπαν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διάβρωση της αμερικανικής στρατιωτικής και διπλωματικής υποστήριξης, κάτι που θα αφήσει την Ταϊβάν ουσιαστικά ανυπεράσπιστη. Εν μέσω αυτής της θύελλας κριτικής, ο Ma υποστήριξε την πρότασή του και πρόσθεσε σκληρές προϋποθέσεις για να εξεταστούν σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις.