Οι εκλογές στην Ταϊβάν και η Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι εκλογές στην Ταϊβάν και η Κίνα

Το ζητούμενο δεν ήταν απλώς η οικονομική ανάπτυξη

Στις προεδρικές εκλογές το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο Ma Ying-jeou, σημερινός Πρόεδρος της Ταϊβάν από το κυβερνών Κουόμινταγκ (KMT) ή Εθνικό Κόμμα, νίκησε αποφασιστικά την Tsai Ing-wen του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP). Με περίπου 52% των ψήφων (σε σύγκριση με 45,6% της Tsai και 2,8% του τρίτου υποψήφιου James Soong), ο Ma θα είναι σε θέση να κυβερνήσει με μια σαφή πλειοψηφία λαϊκής υποστήριξης. Το μέγεθος της νίκης του ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο οι περισσότερες δημοσκοπήσεις είχαν προβλέψει. Πολλοί υποστηρικτές του Soong φαίνεται να αποφάσισαν τις τελευταίες ημέρες ότι με το να ψηφίσουν υπέρ του δικού τους υποψήφιου, ο οποίος είναι σχεδόν ταυτόσημος πολιτικά με τον Ma, κινδύνευαν να παραδώσουν την νίκη στην Tsai.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, οι περισσότεροι παρατηρητές επέμεναν ότι οι εκλογές δεν αφορούσαν στις σχέσεις εκατέρωθεν των Στενών, αλλά τα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης εν μέσω της επιδείνωσης των ανισοτήτων, των μειωμένων ευκαιριών σταδιοδρομίας για τους νέους πτυχιούχους και των δυσβάσταχτων δαπανών στέγασης. Στην πραγματικότητα, τα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τα ζητήματα σχετικά με τα Στενά. Ο Ma έδωσε έμφαση στις προσπάθειές του για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, υποστηρίζοντας ότι η φιλία σημαίνει σταθερότητα και ευημερία και ότι η επάνοδος του DPP στην εξουσία θα ρίξει την Ταϊβάν πίσω τις σκοτεινές ημέρες στο μέσο της δεκαετίας του 2000, όταν οι ξεκάθαρα Ταϊβανοκεντρικές πολιτικές του προέδρου του DPP, Τσεν Σούι-μπιάν, είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή των όποιων διαπραγματεύσεων, ακόμη και για τις πτήσεις των αεροσκαφών της πολιτικής αεροπορίας πάνω από τα Στενά της Ταϊβάν. Η Tsai, δεν είναι υπέρ του προστατευτισμού ή του απομονωτισμού και γι’ αυτό υποσχέθηκε να μην εμποδίσει τη συνεργασία με την Κίνα. Οι κύριες επικρίσεις της για τον Ma ήταν ότι είναι αφελής σχετικά με την Κίνα. Σύμφωνα με την άποψή της, τα θέματα της περαιτέρω προσέγγισης -όπως το να επιτρέψουν σε κινέζους επαγγελματίες και σε στελέχη να εργαστούν στην Ταϊβάν - θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη προσοχή.

Από την πλευρά τους, οι ψηφοφόροι φαίνεται να έχουν αποδεχθεί τον ισχυρισμό του Ma ότι η μείωση των εντάσεων εκατέρωθεν των Στενών βελτιώνει την οικονομική ευημερία της χώρας. Πράγματι, η οικονομία της Ταϊβάν εξαρτάται σήμερα από την Κίνα περισσότερο από ποτέ. Αυτό είναι εν μέρει αποτέλεσμα της δυναμικής της αγοράς (Ταϊβανέζικα κεφάλαια περνούν τα Στενά σε αναζήτηση χαμηλότερου κόστους παραγωγής) και εν μέρει αποτέλεσμα των προσπαθειών του κυβερνώντος KMT και του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος να διευκολύνουν την εναρμόνιση. Μέχρι το τέλος του 2011, περίπου 80.000 Ταϊβανέζικες επιχειρήσεις είχαν επενδύσει πάνω από 200 δισ. δολάρια σε εργοστάσια στην Κίνα, σε ερευνητικά και αναπτυξιακά κέντρα, σε καταστήματα και εστιατόρια. Και ετήσιες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών υπερέβησαν τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια. Εν τω μεταξύ, από ένα συνολικό πληθυσμό 23 εκατομμυρίων, ένα εκατομμύριο ή και περισσότεροι Ταϊβανέζοι ζουν στην Κίνα. Άμεσα ή έμμεσα, η πλειοψηφία των νοικοκυριών στην Ταϊβάν εξαρτάται από τον κινεζικό οικονομικό δυναμισμό για τον βιοπορισμό τους.

Αυτές είναι οι τάσεις που είχαν βοηθήσει τον Ma να κερδίσει μια συντριπτική νίκη στις εκλογές του 2008. Είχε δώσει την προεκλογική υπόσχεση να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει κάτι σαν μια κοινή αγορά Ταϊβάν-Κίνας. Φάνηκε συνεπής σε αυτή τη δέσμευση το 2010, υπογράφοντας με το Πεκίνο το Πλαίσιο Οικονομικής Συμφωνίας Συνεργασίας (ECFA), σύμφωνα με το οποίο οι δύο πλευρές συμφώνησαν να μειώσουν τους δασμούς σε μια ευρεία ποικιλία προϊόντων και υπηρεσιών. Μέχρι το Δεκέμβριο του 2011, το 16,1% των εμπορευμάτων της Ταϊβάν που εξάγονται προς την Κίνα και το 10,5% των κινεζικών προϊόντων που εξάγονται στην Ταϊβάν ήδη τιμολογείται σε προνομιακές τιμές. Σημαντικές υπηρεσίες καλύπτονται επίσης από τις αρχικές διατάξεις του ECFA.

Ο Μα μπόρεσε να επιτύχει το ECFA επειδή ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει το λεγόμενο Σύμφωνο του 1992. Αυτό είναι το όνομα που δόθηκε αργότερα σε μια συμφωνία μεταξύ του κόμματός του και του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος με την οποία οι δύο πλευρές αναγνώρισαν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα. Η Ταϊβάν ανήκει σε αυτήν, αλλά κάθε πλευρά μπορούσε να ορίσει την «Κίνα», όπως επιθυμούσε. Το Πεκίνο μπορούσε έτσι να ισχυριστεί ότι η Κίνα είναι η Λαϊκή Δημοκρατία (ΛΔΚ), ενώ η Ταϊπέι θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι η Δημοκρατία της Κίνας (ΔτΚ), το επίσημο όνομα της Ταϊβάν. Το Πεκίνο έχει θέσει από παλιά ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για τη σταθερότητα των σχέσεων εκατέρωθεν των Στενών την αναγνώριση του Συμφώνου του 1992.

Το DPP, ωστόσο, απορρίπτει συνεχώς το Σύμφωνο του 1992, ακόμα και υπό την διακυβέρνηση του Τσεν την περίοδο 2000-8. Το DPP πιστεύει ότι η αναγνώριση του Συμφώνου είναι απαράδεκτη για δύο λόγους: Πρώτον, αν ο κόσμος έχει μόνο μία την Κίνα, αυτή η Κίνα αναπόφευκτα θα είναι η ΛΔΚ, και ως εκ τούτου, με το να αναγνωρίσει το Σύμφωνο σημαίνει ότι αρνείται την ύπαρξη της Δημοκρατίας της Κίνας. Και το δεύτερο, η Ταϊβάν ήταν ακόμα ένα αυταρχικό κράτος το 1992, όταν το KMT διαπραγματεύθηκε το Σύμφωνο. Κάθε συμφωνία με τέτοιες βαθιές επιπτώσεις για το μέλλον της Ταϊβάν θα πρέπει να έχει εγκριθεί από τους ψηφοφόρους σε δημοψήφισμα ή μέσω άλλων δημοκρατικών διαδικασιών.

Οι περισσότερες προσωπικότητες του KMT αναγνωρίζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις τον παραλογισμό της απαιτήσεως ότι ο όρος «Κίνα» θα μπορούσε να σημαίνει την ΔτΚ. Εξηγούν ότι το Σύμφωνο του 1992 θα πρέπει να νοείται όχι με κυριολεκτικούς όρους αλλά μάλλον ως ένα είδος συνθήματος που η κυβέρνηση της Ταϊβάν πρέπει να επαναλαμβάνει ώστε να έχει καλές σχέσεις με την Κίνα - μια ακίνδυνη τελετουργία που επιτρέπει την Ταϊβάν να προχωρήσει με ρεαλιστικό τρόπο στην πολύ σημαντική δουλειά της διευκόλυνσης των οικονομικών και κοινωνικο-πολιτιστικών δεσμών εκατέρωθεν των Στενών. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι δέχονται προφανώς την ερμηνεία του KMT.

Οι ηγέτες του DPP, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι μακράν του να είναι αθώο, το Σύμφωνο είναι ένα επικίνδυνο κατασκεύασμα που απειλεί να ωθήσει την Ταϊβάν στην κατεύθυνση του να μετατραπεί σε μια κινεζική «ειδική διοικητική περιφέρεια», όπως το Χονγκ Κονγκ. Σε εγχώριες δημοσκοπήσεις, περί το 75% με 80% των ερωτηθέντων απορρίπτει σταθερά την αντίληψη ότι η Ταϊβάν πρέπει να δεχτεί ποτέ μια κατάσταση που να μοιάζει με αυτή του Χονγκ Κονγκ. Αλλά το DPP δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει αυτό το λαϊκό αίσθημα, γιατί δεν έχει ακόμη παραγάγει μια λειτουργική πολιτική που θα αντικαταστήσει το Σύμφωνο: ένα μεστό σύνολο που να χαρακτηρίζει τις εκατέρωθεν των Στενών σχέσεις και που θα ήταν αποδεκτό τόσο από το Πεκίνο όσο και τους Ταϊβανέζους που ανησυχούν για την εξασφάλιση της de facto , ή ακόμη και de jure, ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.

Υπό την ηγεσία της Tsai, το DPP προώθησε δύο δυνητικές εναλλακτικές έννοιες: «ειρηνική ανάπτυξη» και «αρμονικά αλλά διακριτά». Και οι δύο αυτοί όροι είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί κατ' επανάληψη τα τελευταία χρόνια από τους Κινέζους αξιωματούχους και τους πολιτικούς σχολιαστές για να απεικονίσουν την ιδανική μορφή των διεθνών σχέσεων του Πεκίνου. Για τους Κινέζους, «ειρηνική ανάπτυξη» (μερικές φορές «ειρήνη και ανάπτυξη») σημαίνει ότι η Κίνα δεν θα ξεκίναγε ποτέ έναν πόλεμο με άλλο κράτος, διότι αυτό που χρειάζεται περισσότερο είναι ένα ειρηνικό διεθνές περιβάλλον που ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη.

«Αρμονικά αλλά διακριτά» είναι ένας όρος λίγο πιο περίπλοκος. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν τον όρο για να υποδηλώσουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου μπορούν να αλληλεπιδρούν αρμονικά, αλλά δεν χρειάζεται - και δεν πρέπει -να έρθουν τόσο κοντά ώστε οι εγχώριοι θεσμοί να αρχίσουν να μοιάζουν μεταξύ τους. Η έννοια έχει αναπτυχθεί ως άμεση απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι η Κίνα καθώς αναπτύσσεται πρέπει να μεταρρυθμιστεί πολιτικά για να μοιάσει με τις βιομηχανικές δημοκρατίες. «Αρμονικά αλλά διακριτά» σημαίνει ότι δεν θα κάνει μεταρρύθμιση, αλλά και ότι δεν βλέπει την πολιτική της θέση ως αιτία για οξυμένες σχέσεις με άλλα κράτη.

Η δυσκολία του DPP να τοποθετήσει τις έννοιες «ειρηνική ανάπτυξη» και «αρμονικά αλλά διακριτά» ως εναλλακτικές για το Σύμφωνο του 1992 είναι ότι το Πεκίνο σαφέστατα έχει την άποψη ότι έχουν εφαρμογή μόνο στις διεθνείς σχέσεις και όχι στις σχέσεις εκατέρωθεν των Στενών. Από την πλευρά του Πεκίνου, ο σκοπός του Συμφώνου του 1992 είναι να υποχρεώσει την Ταϊβάν να αναγνωρίσει ότι αποτελεί μέρος ενός ενιαίου κινεζικού έθνους, ίσως ακόμη και ενός κινεζικού έθνους-κράτους. Η χρήση από το DPP των όρων «ειρηνική ανάπτυξη» και «αρμονικά αλλά διακριτά» πρέπει, επομένως, να φαίνεται εξωφρενική στους Κινέζους ηγέτες, επειδή υπονοεί ότι η Ταϊβάν είναι ανάλογη με την Ιαπωνία, το Βιετνάμ ή κάποιο άλλο κυρίαρχο κράτος.

Το εάν οι περισσότεροι ψηφοφόροι στην Ταϊβάν έκριναν ποιόν υποψήφιο θα υποστηρίξουν από τις αποχρώσεις του θέματος αυτού είναι αβέβαιο. Αλλά σαφώς κατάλαβαν ότι αν εκλέξουν πρόεδρο από το DPP – όσο ταλαντούχα και εντυπωσιακή θα μπορούσε να είναι σε άλλη περίσταση η Tsai– θα ρισκάριζαν μια άμεση επιδείνωση των σχέσεων εκατέρωθεν των Στενών και θα έκαναν σοβαρή ζημιά στην οικονομία της Ταϊβάν.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές του Ma για τις δύο πλευρές των Στενών είναι ακίνδυνες. Το Πεκίνο είναι απίθανο να ανεχθεί την ντε φάκτο ανεξαρτησία της Ταϊβάν επ' αόριστον. Ωστόσο, ο Ma προφανώς δεν ανησυχεί με την προοπτική να γίνει η Κίνα ανυπόμονη και πιο απαιτητική. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δήλωσε ως και την προθυμία του να εξετάσει την έναρξη πολιτικών διαπραγματεύσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του. Πρότενε μάλιστα ότι η Κίνα θα μπορούσε να υπογράψει ένα Σύμφωνο Ειρήνης με την Ταϊβάν, «παγώνοντας» το πολιτικό status quo. Αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της Ταϊβάν, οι ηγέτες του DPP αποκάλεσαν τον Ma αφελή. Οποιεσδήποτε τέτοιες συνομιλίες, είπαν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διάβρωση της αμερικανικής στρατιωτικής και διπλωματικής υποστήριξης, κάτι που θα αφήσει την Ταϊβάν ουσιαστικά ανυπεράσπιστη. Εν μέσω αυτής της θύελλας κριτικής, ο Ma υποστήριξε την πρότασή του και πρόσθεσε σκληρές προϋποθέσεις για να εξεταστούν σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Ακόμα κι έτσι, η νίκη του Ma είναι σχεδόν βέβαιο ότι αύξησε τις προσδοκίες του Πεκίνου. Οι ηγέτες της Κίνας μπορεί να πιέσουν τον Ma να ξεκινήσει επίσημες συζητήσεις για το πολιτικό μέλλον της Ταϊβάν. Έτσι, αντί για τη σταθεροποίηση του status quo εκατέρωθεν των Στενών, όπως ο Αυστραλός Υπουργός Εξωτερικών και ο πρώην εκπρόσωπος των ΗΠΑ στην Ταϊβάν υποστήριξαν σε ξεχωριστές συνεντεύξεις τους την περασμένη εβδομάδα, η εκλογή του Ma θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο αστάθειας όπου οι κινεζικές απαιτήσεις σχετικά με την Ταϊβάν θα αυξηθούν. Μεταξύ άλλων μέτρων, το Πεκίνο θα μπορούσε να ζητήσει από την Ταϊβάν να σταματήσει την αγορά όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη σταδιακή κατάργηση των θεσμοθετημένων στρατιωτικών δεσμών της με την Ουάσιγκτον και την μετατροπή του Συμφώνου του 1992 σε νόμο. Δεν φαίνεται να υπάρχουν νέες απαιτήσεις στο άμεσο μέλλον, εν μέρει επειδή η ίδια η Κίνα βρίσκεται σήμερα σε ένταση εν αναμονή της επικείμενης αλλαγής ηγεσίας εντός του τρέχοντος έτους. Ο Ma έχει πιθανώς περιθώριο ενός έτους μέσα στο οποίο πρέπει να αμβλύνει τις εσωτερικές διχογνωμίες στην Ταϊβάν και να δημιουργήσει ένα «Σύμφωνο της Ταϊβάν» σχετικά με τις σχέσεις εκατέρωθεν των Στενών, έτσι όπως η υποψήφια του DPP Tsai προειδοποίησε ότι θα είναι απαραίτητο για να ενισχύσει τη θέση της Ταϊβάν, πριν από οποιαδήποτε πολιτική διαπραγμάτευση. Σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, τίποτα άλλο δεν κινδυνεύει, εκτός από το μέλλον μιας από τις πιο προηγμένες δημοκρατίες της Ασίας...

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/137029/daniel-lynch/why-ma-won-th...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.