Κρίση και εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κρίση και εξωτερική πολιτική

Αδράνεια και λάθη πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους

Δεν μπορεί όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο και για τη Μέση Ανατολή, παρά το ότι, μετά τις αλλαγές στο Ιράκ, η σταθερότητα φαίνεται να έχει ενισχυθεί. Ως γνωστόν, η περιοχή διαχρονικά ταλανίζεται από το Παλαιστινιακό και τις ακραίες εκφάνσεις εθνικού και θρησκευτικού φανατισμού. Σε αυτά, πρέπει να προστεθούν οι διαφαινόμενες ανακατατάξεις στη Συρία, οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και η χρονίζουσα εισβολή και κατοχή από την Τουρκία μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα αντιμετωπίζει συγκεκριμένα προβλήματα με τους γείτονές της ή εξαιτίας τους. Αυτά οφείλονται σε δύο κυρίως αιτίες: πρώτον, στον εθνικισμό και στην ανωριμότητα ή τον ανεύθυνο πολιτικό οπορτουνισμό των ηγεσιών κάποιων βορείων γειτόνων της και, δεύτερον, στην επανεμφάνιση του νέο-οθωμανικού ηγεμονισμού στην εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας.

α. Βαλκανικός εθνικισμός

Η Αλβανία, παρά τα οικονομικά της προβλήματα, εμφανίζει, κατά περιόδους, τάσεις μεγαλοϊδεατισμού, καθώς κύκλοι των Τιράνων ενίοτε πυροδοτούν την ιδέα τής «μεγάλης Αλβανίας». Έτσι, κατά καιρούς, διαφορετικές κυβερνήσεις υποθάλπουν τη διεκδίκηση από την Ελλάδα εδαφών ή και ανύπαρκτων περιουσιών, ενώ, επισήμως, αθετούν διμερείς συμφωνίες. Η πλέον ανεξήγητη, πολιτικά τουλάχιστον, ως προς τα συμφέροντα αυτής της ίδιας της Αλβανίας περίπτωση είναι η μη κύρωση της συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ αυτής και της Ελλάδας. Ανεξήγητη πολιτικά και στρατιωτικά είναι και η παραχώρηση στρατιωτικών ναυτικών διευκολύνσεων στην Τουρκία. Οι δύο αυτές κινήσεις μπορεί να απέφεραν πολύ συγκεκριμένα, προσωποπαγή και βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, ευλόγως όμως μπορεί να εκτιμηθεί ότι θέτουν σε κίνδυνο συμφέροντα ευρύτερου προσανατολισμού τής Αλβανίας, καθώς πλησιάζει ο χρόνος που θα επιδιώξει να καταστεί υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ.

Το κατ’ εξοχήν όμως παράδειγμα εθνικιστικού παραληρήματος και αλυτρωτισμού που ενίοτε εκλαμβάνει κωμικές διαστάσεις, συνιστά η πολιτική τής ηγεσίας τής ΠΓΔΜ έναντι της Ελλάδας. Η τοποθέτηση γιγαντιαίου αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο κέντρο της πρωτεύουσας, η ανέγερση δημοσίων κτιρίων σε αρχαιοελληνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και η διοργάνωση εορτών με «αρχαίους Μακεδόνες» είναι κάποια από τα δείγματα πολιτικής και πολιτισμικής ανωριμότητας της ηγεσίας του γειτονικού κράτους. Πέραν τούτων όμως, η ΠΓΔΜ κωλυσιεργεί συστηματικά απέναντι στις προσπάθειες της Ελλάδας και του διεθνούς διαμεσολαβητή για εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης στη διαφορά ως προς τη διεθνή ονομασία του κράτους. Ταυτοχρόνως, εμφανίζεται αφενός να αγνοεί τα μηνύματα που λαμβάνει είτε από τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ είτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ, αφετέρου να τορπιλίζει το οποιοδήποτε κλίμα καλής γειτονίας.

β. Ο νέο-οθωμανικός ηγεμονισμός της Τουρκίας

Εδώ και μισό αιώνα πλέον, η Τουρκία συνιστά τη μεγαλύτερη πηγή προβλημάτων για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αλλά και για την ίδια την ασφάλειά της. Μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, τον αφανισμό των εναπομεινάντων στην Κωνσταντινούπολη (1941, 1955 και 1963-4), η Τουρκία εισέβαλε το 1974 και έκτοτε κατέχει παρανόμως το βόρειο τμήμα της Κύπρου, κωλυσιεργεί από το 1975 στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αμφισβητεί την καθιερωθείσα από το 1931 έκταση ελληνικού εναερίου χώρου 10 ναυτικών μιλίων και το υπό ελληνικό έλεγχο FIR και διατηρεί το casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια.

Κατά την τελευταία δεκαπενταετία η Τουρκία αύξησε τον αριθμό των διαφορών ή ενέτεινε τις αμφισβητήσεις. Αρχικά μέσω της κρίσης των Υμίων (31.1.1996) αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες. Εν συνεχεία αμφισβήτησε την κυριαρχία επί της Γαύδου και άλλων βραχονησίδων περί την Κρήτη (30.05.1996). Πέτυχε, το «Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης» (8.7.1997), σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα αναγνωρίζει το «σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο». Τέλος, κατά την τελευταία τριακονταετία καλλιεργεί συστηματικά ένα «ψυχρό» εναέριο πόλεμο στο Αιγαίο, με συστηματικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από μαχητικά της, συχνά οπλισμένα, αεροσκάφη.

Επιπλέον, γιγάντιες είναι οι προσπάθειες της Τουρκίας για αύξηση του στρατηγικού της οπλοστασίου. Από εικοσαετίας τουλάχιστον ο τύπος τής Τουρκίας αναφέρεται στο πυρηνικό πρόγραμμά της, το οποίο εξαρχής υποστηρίχθηκε από το κυβερνών κόμμα, μάλιστα ως προεκλογική του δέσμευση. Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας, κατά παράβαση διεθνών συνθηκών, ενισχύθηκε από το Πακιστάν και πιθανά ενισχύεται πλέον από το Ιράν. Σήμερα εκτιμάται ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να παράγει εμπλουτισμένο ουράνιο U-235 που είναι το προαπαιτούμενο για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, ενώ η συμφωνία με τη Ρωσία (2011) για την κατασκευή τριών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνική, συνιστά βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ακόμη, προχωρά με το πρόγραμμα κατασκευής βαλλιστικών πυραύλων, καθώς από το 2001 δοκίμασε με επιτυχία βαλλιστικό πύραυλο μικρού βεληνεκούς. Σε αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να προστεθεί η κατοχή από το 1995 δύο τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων, η προσεχής εκτόξευση στρατιωτικού δορυφόρου παρακολούθησης, καθώς και τα σχέδια ενίσχυσης του στόλου τής Μεσογείου με την κατασκευή αεροπλανοφόρου.