Ευρωπαϊκή κρίση και Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρωπαϊκή κρίση και Ελλάδα

Δρόμοι παράλληλοι ή αποκλίνοντες;
Περίληψη: 

Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας δείχνει ανήμπορο να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Καλείται να διακόψει τους πελατειακούς του δεσμούς και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν την εξουσία του. Γι’ αυτό κωλυσιεργεί. Η χώρα, όμως, δεν μπορεί να περιμένει. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα υγιείς δυνάμεις.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ)

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, απόρροια της κρίσης που ακολούθησε τη γερμανική επανένωση, ξεκινά με έναν τολμηρό ισχυρισμό: «Με την παρούσα Συνθήκη, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα μέρη ιδρύουν μεταξύ τους μία Ευρωπαϊκή Ένωση.» Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε πεθάνει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε γεννηθεί. Σήμερα, πολλοί θα έσπευδαν να ισχυρισθούν ότι το παιδί ήταν νεκρογέννητο.

Είναι γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κίνημα γεννήθηκε μέσα από κρίσεις. Άντλησε την έμπνευσή του από τον όλεθρο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου. Η Συνθήκη της Ρώμης υπογράφηκε το 1957 –στον απόηχο του φιάσκο του Σουέζ. Ξανά και ξανά, οι προθεσμίες για την επίτευξη προόδου μετατίθεντο τεχνητά μέσα από διαδοχικές, νυχθημερόν διαπραγματεύσεις. Αλλά, χάρη σε ένα συνδυασμό ρεάλπολιτίκ και ρομαντισμού το Ευρωπαϊκό Κίνημα παρέμεινε ζωντανό και στις καλές και στις κακές στιγμές. Και οι λαοί της Ευρώπης υποστήριξαν το Κίνημα αυτό, συμμερίσθηκαν το ίδιο όραμα. Σήμερα, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη κρίση στην ιστορία της.

Η ανικανότητα του ευρώ να αντιμετωπίσει ασύμμετρες κρίσεις (τους λεγόμενους «μαύρους κύκνους») είχε διαγνωσθεί ήδη από την εποχή της δημιουργίας του. Η συνήθης κριτική επικεντρωνόταν στις μακρο-οικονομικές κρίσεις και, συγκεκριμένα, στα προβλήματα που προκύπτουν σε περίπτωση που οι δημοσιονομικές συνθήκες διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών, οπότε η ενιαία νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη μάλλον δεν είναι κατάλληλη για όλα τα μέλη. Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι είχαν επισημάνει τους περιορισμούς στη λειτουργία της ΕΚΤ, αλλά, ακόμη και τότε, η κριτική είχε επικεντρωθεί πρωταρχικά στη μονοδιάστατη εντολή να κρατιέται ο πληθωρισμός στο χαμηλό επίπεδο του 2%. Αντίθετα, με την εντολή π.χ. προς τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, που τους επέτρεπε να ασχολούνται και με τον ρυθμό ανάπτυξης, η εντολή προς την ΕΚΤ θεωρείτο υπερβολικά περιοριστική.

Στην τελευταία εικοσαετία, επικράτησε η πρωτοκαθεδρία της νομισματικής πολιτικής με ένα στόχο –τον πληθωρισμό– και ένα μέσο άσκησής της –τα επιτόκια. Εφόσον ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και σταθερός, το παραγωγικό κενό θα ήταν επίσης μικρό και σταθερό. Η δημοσιονομική πολιτική είχε υποβαθμιστεί διότι ήταν επιρρεπής σε πολιτικούς παράγοντες, γεγονός που θεωρείτο ότι περιόριζε την αποτελεσματικότητά της. Και η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία της οικονομικής πολιτικής. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, όμως, ανέτρεψε θεωρίες και πρακτικές. Έδειξε ότι ένα ανεξέλεγκτο χρηματοοικονομικό σύστημα μπορεί να δημιουργήσει χάος στην οικονομική πολιτική και να οδηγήσει τις οικονομίες σε βαθιά ύφεση.

Σήμερα, οι αγορές δεν θεωρούν πλέον το ευρώ ως «ενιαίο εθνικό» νόμισμα ή ως αποθεματικό νόμισμα. Το ευρώ έχει ουσιαστικά διασπασθεί στα εξ ων συνετέθη. Υπάρχει ελληνικό ευρώ και ελληνικό δημόσιο/εθνικό χρέος, γαλλικό ευρώ και γαλλικό δημόσιο/εθνικό χρέος και ούτω καθεξής για τη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες –όπως σαφέστατα αποδεικνύεται από τις διαφορές επιτοκίων. Οι αγορές εκμεταλλεύθηκαν το πρόδηλο γεγονός ότι σε μια κατάσταση κρίσης η ΕΚΤ δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «δανειστής τελευταίας ανάγκης», ενώ παράλληλα, αναθεώρησαν τις εκτιμήσεις τους για τους κινδύνους που αναλάμβαναν. Οι αγορές αντέδρασαν επίσης στη διαφαινόμενη ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει μια ελάχιστη πειθαρχία στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής.

Το γεγονός ότι το πρόβλημα της Ελλάδας έγινε πρόβλημα ολόκληρης της Ευρωζώνης –και ίσως και της παγκόσμιας οικονομίας– αντανακλά, ως σύμπτωμα, όλα αυτά τα βαθύτερα πολιτικά και θεσμικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ενωμένη Ευρώπη σήμερα. Η ελληνική κρίση τόνισε τις κρίσιμες αδυναμίες του ευρώ ως ενιαίου και ως αποθεματικού νομίσματος. Επιβεβαίωσε ότι η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζεται υπερβολικά από τις πολιτικές επιλογές και έδειξε ότι η ικανότητα της Ευρώπης να εναρμονίσει τη δημοσιονομική πολιτική σε ολόκληρη την Ευρώπη και να ακολουθήσει μια νομισματική πολιτική που, επίσης, επηρεάζεται από πολιτικές επιλογές, θα είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα.

Η Ελλάδα σήμερα και ο δρόμος μπροστά

Στην Ελλάδα, οι πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης είναι πραγματικά ριζοσπαστικές. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, που προκάλεσε την ελληνική κρίση λόγω του πελατειακού του χαρακτήρα, καλείται τώρα να κόψει τους δεσμούς με τους πελάτες του και να μειώσει το μέγεθος και τον βαθμό παρέμβασης του κράτους στην οικονομία. Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις είτε έχουν αναβληθεί είτε έχουν υπονομευθεί, οι στόχοι κατά κανόνα δεν υλοποιούνται –είτε σκόπιμα είτε λόγω της αναποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης– και πολλά μέλη του πολιτικού κόσμου δείχνουν πως δεν τους απασχολεί τόσο η ελληνική φαρσοκωμωδία, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε τραγωδία, όσο η φροντίδα για τους ψηφοφόρους τους και η επανεκλογή τους.

Δύο είναι οι παράγοντες που εξηγούν αυτήν τη στάση. Πρώτον, υπάρχει μία σιωπηλή, αλλά ευρέως διαδεδομένη, πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα αφήσει την Ελλάδα να βουλιάξει, διότι φοβάται τις –ανεξέλεγκτες ίσως– επιπτώσεις στην ίδια και στην παγκόσμια οικονομία. Δεύτερον, ένα τμήμα του συνασπισμού των πολιτικών κομμάτων, συνδικάτων και δημοσίων εργοδοτών, προτιμούν να κυβερνήσουν μια μικρή, φτωχή και εξαντλημένη χώρα, παρά να χάσουν την εξουσία που τους δίνει το πελατειακό σύστημα και η άλωση του κράτους. Για εκείνους, η έξοδος από το ευρώ ίσως να εμφανίζεται και ως πιθανή εξέλιξη –μόνο που κανένα πολιτικό κόμμα δεν θέλει να του καταλογισθεί η αντίστοιχη ευθύνη.