Ευρωπαϊκή κρίση και Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρωπαϊκή κρίση και Ελλάδα

Δρόμοι παράλληλοι ή αποκλίνοντες;

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, απόρροια της κρίσης που ακολούθησε τη γερμανική επανένωση, ξεκινά με έναν τολμηρό ισχυρισμό: «Με την παρούσα Συνθήκη, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα μέρη ιδρύουν μεταξύ τους μία Ευρωπαϊκή Ένωση.» Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε πεθάνει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε γεννηθεί. Σήμερα, πολλοί θα έσπευδαν να ισχυρισθούν ότι το παιδί ήταν νεκρογέννητο.

Είναι γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κίνημα γεννήθηκε μέσα από κρίσεις. Άντλησε την έμπνευσή του από τον όλεθρο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου. Η Συνθήκη της Ρώμης υπογράφηκε το 1957 –στον απόηχο του φιάσκο του Σουέζ. Ξανά και ξανά, οι προθεσμίες για την επίτευξη προόδου μετατίθεντο τεχνητά μέσα από διαδοχικές, νυχθημερόν διαπραγματεύσεις. Αλλά, χάρη σε ένα συνδυασμό ρεάλπολιτίκ και ρομαντισμού το Ευρωπαϊκό Κίνημα παρέμεινε ζωντανό και στις καλές και στις κακές στιγμές. Και οι λαοί της Ευρώπης υποστήριξαν το Κίνημα αυτό, συμμερίσθηκαν το ίδιο όραμα. Σήμερα, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη κρίση στην ιστορία της.

Η ανικανότητα του ευρώ να αντιμετωπίσει ασύμμετρες κρίσεις (τους λεγόμενους «μαύρους κύκνους») είχε διαγνωσθεί ήδη από την εποχή της δημιουργίας του. Η συνήθης κριτική επικεντρωνόταν στις μακρο-οικονομικές κρίσεις και, συγκεκριμένα, στα προβλήματα που προκύπτουν σε περίπτωση που οι δημοσιονομικές συνθήκες διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών, οπότε η ενιαία νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη μάλλον δεν είναι κατάλληλη για όλα τα μέλη. Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι είχαν επισημάνει τους περιορισμούς στη λειτουργία της ΕΚΤ, αλλά, ακόμη και τότε, η κριτική είχε επικεντρωθεί πρωταρχικά στη μονοδιάστατη εντολή να κρατιέται ο πληθωρισμός στο χαμηλό επίπεδο του 2%. Αντίθετα, με την εντολή π.χ. προς τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, που τους επέτρεπε να ασχολούνται και με τον ρυθμό ανάπτυξης, η εντολή προς την ΕΚΤ θεωρείτο υπερβολικά περιοριστική.

Στην τελευταία εικοσαετία, επικράτησε η πρωτοκαθεδρία της νομισματικής πολιτικής με ένα στόχο –τον πληθωρισμό– και ένα μέσο άσκησής της –τα επιτόκια. Εφόσον ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και σταθερός, το παραγωγικό κενό θα ήταν επίσης μικρό και σταθερό. Η δημοσιονομική πολιτική είχε υποβαθμιστεί διότι ήταν επιρρεπής σε πολιτικούς παράγοντες, γεγονός που θεωρείτο ότι περιόριζε την αποτελεσματικότητά της. Και η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία της οικονομικής πολιτικής. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, όμως, ανέτρεψε θεωρίες και πρακτικές. Έδειξε ότι ένα ανεξέλεγκτο χρηματοοικονομικό σύστημα μπορεί να δημιουργήσει χάος στην οικονομική πολιτική και να οδηγήσει τις οικονομίες σε βαθιά ύφεση.

Σήμερα, οι αγορές δεν θεωρούν πλέον το ευρώ ως «ενιαίο εθνικό» νόμισμα ή ως αποθεματικό νόμισμα. Το ευρώ έχει ουσιαστικά διασπασθεί στα εξ ων συνετέθη. Υπάρχει ελληνικό ευρώ και ελληνικό δημόσιο/εθνικό χρέος, γαλλικό ευρώ και γαλλικό δημόσιο/εθνικό χρέος και ούτω καθεξής για τη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες –όπως σαφέστατα αποδεικνύεται από τις διαφορές επιτοκίων. Οι αγορές εκμεταλλεύθηκαν το πρόδηλο γεγονός ότι σε μια κατάσταση κρίσης η ΕΚΤ δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «δανειστής τελευταίας ανάγκης», ενώ παράλληλα, αναθεώρησαν τις εκτιμήσεις τους για τους κινδύνους που αναλάμβαναν. Οι αγορές αντέδρασαν επίσης στη διαφαινόμενη ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει μια ελάχιστη πειθαρχία στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής.

Το γεγονός ότι το πρόβλημα της Ελλάδας έγινε πρόβλημα ολόκληρης της Ευρωζώνης –και ίσως και της παγκόσμιας οικονομίας– αντανακλά, ως σύμπτωμα, όλα αυτά τα βαθύτερα πολιτικά και θεσμικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ενωμένη Ευρώπη σήμερα. Η ελληνική κρίση τόνισε τις κρίσιμες αδυναμίες του ευρώ ως ενιαίου και ως αποθεματικού νομίσματος. Επιβεβαίωσε ότι η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζεται υπερβολικά από τις πολιτικές επιλογές και έδειξε ότι η ικανότητα της Ευρώπης να εναρμονίσει τη δημοσιονομική πολιτική σε ολόκληρη την Ευρώπη και να ακολουθήσει μια νομισματική πολιτική που, επίσης, επηρεάζεται από πολιτικές επιλογές, θα είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα.

Η Ελλάδα σήμερα και ο δρόμος μπροστά

Στην Ελλάδα, οι πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης είναι πραγματικά ριζοσπαστικές. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, που προκάλεσε την ελληνική κρίση λόγω του πελατειακού του χαρακτήρα, καλείται τώρα να κόψει τους δεσμούς με τους πελάτες του και να μειώσει το μέγεθος και τον βαθμό παρέμβασης του κράτους στην οικονομία. Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις είτε έχουν αναβληθεί είτε έχουν υπονομευθεί, οι στόχοι κατά κανόνα δεν υλοποιούνται –είτε σκόπιμα είτε λόγω της αναποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης– και πολλά μέλη του πολιτικού κόσμου δείχνουν πως δεν τους απασχολεί τόσο η ελληνική φαρσοκωμωδία, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε τραγωδία, όσο η φροντίδα για τους ψηφοφόρους τους και η επανεκλογή τους.

Δύο είναι οι παράγοντες που εξηγούν αυτήν τη στάση. Πρώτον, υπάρχει μία σιωπηλή, αλλά ευρέως διαδεδομένη, πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα αφήσει την Ελλάδα να βουλιάξει, διότι φοβάται τις –ανεξέλεγκτες ίσως– επιπτώσεις στην ίδια και στην παγκόσμια οικονομία. Δεύτερον, ένα τμήμα του συνασπισμού των πολιτικών κομμάτων, συνδικάτων και δημοσίων εργοδοτών, προτιμούν να κυβερνήσουν μια μικρή, φτωχή και εξαντλημένη χώρα, παρά να χάσουν την εξουσία που τους δίνει το πελατειακό σύστημα και η άλωση του κράτους. Για εκείνους, η έξοδος από το ευρώ ίσως να εμφανίζεται και ως πιθανή εξέλιξη –μόνο που κανένα πολιτικό κόμμα δεν θέλει να του καταλογισθεί η αντίστοιχη ευθύνη.

Η κυβέρνηση Παπαδήμου αποτελεί μια πραγματική προσπάθεια να εφαρμοσθεί μια βιώσιμη στρατηγική εξόδου από την κρίση. Τα πολιτικά κόμματα δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να υποστηρίξουν αυτήν την κυβέρνηση. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η επίσημη χρεοκοπία. Η επιτυχία της κυβέρνησης, ωστόσο, θα υπονόμευε στην ουσία τα πολιτικά κόμματα αποδεικνύοντας ότι μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης, μια λύση που ξεπερνά το παραδοσιακό πολιτικό πλαίσιο της Μεταπολίτευσης. Έτσι λοιπόν, η εντολή που δόθηκε στον κ. Παπαδήμο ήταν πολύ περιοριστική: να διαπραγματευθεί το PSI, να πράξει τα απαραίτητα για τη χορήγηση του νέου δανείου και μετά… να αποσυρθεί –όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα. Κατά τη λογική αυτή, οι βουλευτικές εκλογές θα επιτρέψουν στο πολιτικό σύστημα να επιβιώσει, ενδεχομένως με νέες κομματικές ισορροπίες, αλλά με την εξουσία των κομμάτων πάνω στο κράτος να παραμένει.

Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει ξεκινήσει να βγαίνει από το τούνελ. Δύο είναι τα κρίσιμα ζητήματα που διακυβεύονται. Πρώτον, η μακρόχρονη επιτυχία του PSI. Με βάση τις υπάρχουσες αναλύσεις, είναι αρκετά πιθανό ότι το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο παρά το PSI. Δεύτερον, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι όλα θα πάνε καλά και θα δοθεί το νέο δάνειο των 130 δισ. ευρώ, η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας προκειμένου να αρχίσει να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα από φέτος. Το πολιτικό σύστημα έχει εσκεμμένα συγκαλύψει το γεγονός ότι, με ιδιαίτερη έμφαση από εδώ και πέρα, η εθνική επιλογή συνίσταται ουσιαστικά σε αυτό: είτε επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα σε μόνιμη βάση, κυρίως μέσω της περικοπής των δημοσίων δαπανών, είτε η χώρα αντιμετωπίζει τον ορατό κίνδυνο της επιστροφής στη δραχμή!

Αυτό, φυσικά, είναι ένα εφιαλτικό σενάριο. Δεν μπορεί όμως να αποκλεισθεί ως πιθανότητα –όπως ήδη αναφέρθηκε. Με στόχο ακριβώς την αποτροπή του, η νέα δανειακή συμφωνία επιδιώκει να προσδιορίσει επακριβώς όλα τα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν προκειμένου να διασφαλίσει μόνιμη δημοσιονομική πειθαρχία και να δεσμεύσει σχετικά τα μείζονα πολιτικά κόμματα. Ωστόσο, στο σημερινό ηθικό πλαίσιο της πολιτικής στην Ελλάδα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρέκκλιση από τις αναληφθείσες υποχρεώσεις. Περιθώρια, όμως, δεν υπάρχουν πλέον για οποιαδήποτε παρέκκλιση. Έχει έρθει, έτσι, η στιγμή που θα απαντηθεί μια για πάντα το ερώτημα: «θέλει η Ελλάδα την Ευρώπη και θέλει η Ευρώπη την Ελλάδα;».

Ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί το καταστροφικό σενάριο της επίσημης χρεοκοπίας και, συνακόλουθα, της επιστροφής στη δραχμή, είναι να δοθούν περιθώρια και στήριξη στη σημερινή κυβέρνηση ώστε να θέσει την οικονομία, και την ίδια τη χώρα, σε τροχιά που θα αποκλείει επιστροφή στις παλιές συνήθειες. Η κοινωνία μας έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις δριμείες επιπτώσεις της κρίσης και είναι έτοιμη να προχωρήσει στις θεμελιώδεις αλλαγές θεσμών και πρακτικών, στις οποίες δεν τόλμησε να προβεί το πολιτικό μας σύστημα. Οι δημιουργικές και προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας μας, αν και σιωπηλές, είναι έτοιμες να επιδιώξουν και να εγγυηθούν ένα καλύτερο μέλλον.

Τα πράγματα για την Ελλάδα έχουν φθάσει στην πιο κρίσιμη καμπή. Το πολιτικό σύστημα έχει αποδείξει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο γι’ αυτό να κόψει με τη θέλησή του το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Παρά τις πολύ δυσμενείς συνθήκες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν, όμως, οι δυναμικές και δημιουργικές δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα είναι ζωντανές και ακμαίες. Οι επιχειρηματικοί ηγέτες μπορούν και πρέπει να συνεργασθούν με σκεπτόμενους ακαδημαϊκούς, ικανούς τεχνοκράτες και ριζοσπάστες πολιτικούς, προκειμένου να κινητοποιήσουν τη σιωπηλή πλειονότητα των Ελλήνων που θέλουν να μείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Αυτή η «συμμαχία» έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί σε όσους αντιστέκονται στην αλλαγή και να επηρεάσει καθοριστικά την κοινή γνώμη προς την ίδια κατεύθυνση. Η φωνή της πρέπει να είναι δυνατή και καθαρή. Πρέπει να ακούγεται συχνά και να λέει την αλήθεια, και μόνο την αλήθεια –όσο πικρή και δυσάρεστη κι αν είναι. Μόνο τότε θα αναγκασθεί το πολιτικό σύστημα να εγκαταλείψει τις αερολογίες με τις οποίες μονοπωλεί τα αυτιά μας τόσον καιρό, να ακούσει τον λαό αντί να ακούει την πελατεία του –και κατόπιν να αναλάβει δράση.

Όλα τούτα τα χρόνια, η Ελλάδα είχε ασπαστεί ένα πολύ βολικό ευρωπαϊκό «ιδεώδες», που ισοδυναμούσε με την παροχή άφθονων και ανεξέλεγκτων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων προς όφελος του ελληνικού πελατειακού συστήματος. Σπατάλησε, έτσι, πόρους που είχαν ως στόχο να τη φέρουν πιο κοντά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αν και μέλος της Ευρώπης, παρέμεινε ξένη προς το ευρωπαϊκό εργασιακό ήθος και οργάνωση.

Γι’ αυτό και ο ευρωσκεπτικισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος μόλις οι εταίροι μας έγιναν δανειστές μας. Για τον ίδιο λόγο, τα μνημόνια προκαλούν τόσο φανατικές αντιδράσεις από τόσα βαθιά ριζωμένα συμφέροντα: διότι επιτάσσουν την προσαρμογή του ελληνικού πολιτικοοικονομικού συστήματος στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η επιλογή της Ελλάδας, όμως, είναι σαφής. Είτε θα μετασχηματισθεί σε μια πραγματικά ευρωπαϊκή χώρα, από πλευράς θεσμών, πρακτικών και κράτους δικαίου, είτε θα βυθιστεί στην κοινωνική εξαθλίωση και το διεθνές περιθώριο.

Ο δρόμος μπροστά για την Ευρώπη

Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η κρίση συνταράσσει το ευρωπαϊκό συνονθύλευμα που έχει δημιουργηθεί μετά από δύο δεκαετίες εμβάθυνσης και διεύρυνσης. Δεν υπάρχει κοινό όραμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η ευρωπαϊκή συνοχή. Δεν υπάρχει συμφωνία για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αναδιοργανωθεί το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μόνο το Βερολίνο έχει δείξει αποφασιστική πολιτική βούληση –ενώ καμία δεν μπόρεσε να αναλάβει την ηθική ηγεσία. Η εξουσία –ή ό,τι έχει απομείνει από αυτή– ταλαντεύεται ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τα ευρωπαϊκά όργανα στις Βρυξέλλες και τις κατά συνθήκη περιφερειακές συμμαχίες. Η αναποφασιστικότητα των ηγεσιών, η γραφειοκρατική μυωπία, η οικονομική αβεβαιότητα και η κοινωνική αστάθεια, τα εθνικά πάθη και οι καχυποψίες, καθώς και η ανάδειξη του ακροδεξιού ρατσισμού και λαϊκισμού καταλαμβάνουν το προσκήνιο μιας Ευρώπης που προσπαθεί να επανακαθορίσει την ταυτότητά της, ενώ οι εξελίξεις την αφήνουν συχνά-πυκνά πίσω.

Ως αντίδραση, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν διολισθήσει σε μια νοοτροπία πολιορκημένων: στην ψυχή των Ευρωπαίων πολιτών –που έχουν χάσει την πίστη στο όραμα της ενωμένης Ευρώπης και στην ικανότητα των ηγετών τους– έχει αναβιώσει μια μορφή εθνικισμού του 19ου αιώνα.

Ως έχουν τα πράγματα, θα εκφράσω τη γνώμη ότι είναι πλέον εξαιρετικά απίθανη η έξοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την κρίση, παρά μόνο υπό τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, να εδραιωθεί ξανά η έννοια του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος –με οποιοδήποτε μέσο απαιτείται προς τούτο. Δεύτερον, να εκπονηθεί μια στρατηγική που θα παράγει και ανάπτυξη και σύγκλιση –εφόσον το πρόβλημα του χρέους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς ανάπτυξη. Τρίτον, να υπάρξει σαφής αναγνώριση ότι οι χώρες με έλλειμμα δεν μπορούν να φέρουν αποκλειστικά το βάρος των προσαρμογών και ότι η δημοσιονομική εξυγίανση μέσω εκτεταμένων περικοπών της δημόσιας δαπάνης, αυστηρών ελέγχων και επώδυνων κυρώσεων που οδηγούν σε εμβάθυνση της ύφεσης, δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη λύση και δεν μπορεί να εφαρμόζεται επ’ άπειρον. Οι χώρες με πλεόνασμα πρέπει επίσης να συνεισφέρουν το μερίδιό τους. Αυτή η επιμονή στη σχεδόν αποκλειστική χρήση μέτρων λιτότητας για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης υπονομεύει τη νομιμότητα της Ένωσης, την ίδια τη συμφωνία που «υπέγραψαν» οι Ευρωπαίοι ηγέτες με τους λαούς τους, υποσχόμενοι θέσεις εργασίας και ασφάλεια. Τα προειδοποιητικά λόγια του πρωθυπουργού Μάριο Μόντι δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα.

Σήμερα ακούμε και μιλάμε στις αγορές –και όχι στους ανθρώπους. Αλλά, το βαθύτερο ζήτημα είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η Ένωση βασίστηκε στην ιερή υπόσχεση προς τον λαό της για συνεχή ανάπτυξη, μεγαλύτερη ευημερία και σταθερές κοινωνικές παροχές. Αντίθετα, όμως, ο ευρωπαϊκός λαός αντιμετωπίζει σήμερα τη σκληρή πραγματικότητα της υπερχρέωσης και της λιτότητας, χωρίς να έχει απτή υπόσχεση διεξόδου. Το ευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που έχει τόσο προβληθεί, απειλείται ως μη βιώσιμο. Και η ανεργία πλήττει εκατομμύρια ανθρώπους και απειλεί εκατομμύρια ακόμη.

Εάν η Ευρώπη δεν αποκτήσει «ένα βαθύ και πραγματικό αίσθημα ευθύνης απέναντι στον εαυτό της», όπως είπε ο Vaclav Havel, το ευρωπαϊκό όραμα του Μονέ και του Σουμάν, του Αντενάουερ, του Ντε Γκωλ, του Μιτεράν και του Κολ θα περιέλθει σε αδιέξοδο. Ή ακόμη χειρότερα, θα εκπνεύσει. Ωστόσο, αυτή η προοπτική είναι καταθλιπτική ακόμη και ως σκέψη. Το ζήτημα σήμερα δεν είναι μόνο και απλά οικονομικό, όπως πολλοί θα ήθελαν να πιστεύουμε. Δεν είναι μόνο θέμα οικοδόμησης των κατάλληλων μηχανισμών υπεράσπισης του ευρώ ενάντια στις αγορές. Η εμπειρία μας, εξάλλου, έχει δείξει ότι εάν οι αγορές αποφασίσουν να επιτεθούν σε ένα εθνικό νόμισμα αποτυγχάνουν πολύ σπάνια –ή ποτέ– όποιοι κι αν είναι οι μηχανισμοί υπεράσπισης. Σήμερα, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η Ευρώπη θα μπορεί να μιλά με μια φωνή, να αποφασίζει με μία βούληση, να δρα με ενιαία απόφαση.

Η Ευρώπη μπορεί να θεωρούσε ότι είχε κατορθώσει να εξορκίσει τους παλιούς δαίμονες. Δυστυχώς όμως, η κατάσταση παραπέμπει και πάλι στις χαοτικές μέρες πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Αστάθεια στη Ρωσία, ένταση στα Βαλκάνια, μια κυρίαρχη Γερμανία, και η παγκόσμια οικονομία σε τεντωμένο σχοινί. Και όλα αυτά, ενώ αναδύονται νέες απειλές και προκλήσεις: η τρομοκρατία με μορφή που θυμίζει κατά πολύ τη σύγκρουση των πολιτισμών του Huntington, η διάδοση των πυρηνικών όπλων, το κυβερνοέγκλημα.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Πρέπει να βρει το όραμα, την πολιτική βούληση και την ηθική ηγεσία που θα οδηγήσουν την ευρωπαϊκή ήπειρο στον 21ο αιώνα. Περισσότερο από ένα οικονομικό ευρωομόλογο, η Ευρώπη χρειάζεται εσπευσμένα την «έκδοση» ενός πολιτικού ευρωομόλογου, ενός ομόλογου ευρωπαϊκής πίστης. Διότι, αυτό που μετράει περισσότερο είναι να ανακτήσει το Ευρωπαϊκό Κίνημα τη δυναμική του στην κατεύθυνση προς μια πραγματική Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι λαοί της αυτό προσδοκούν.

Είναι πλέον επείγον, εμείς οι Ευρωπαίοι να σκεφτούμε με όραμα και να δράσουμε με αποφασιστικότητα.

Η επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σαφής. Είτε θα εμπνεύσει τους πολίτες της για την επόμενη φάση του ευρωπαϊκού οράματος, είτε θα χάσει την υποστήριξή τους ακόμη και για τη σημερινή Ευρώπη.

Είτε θα προχωρήσει αναγκαστικά προς τη δημιουργία μιας πραγματικής οικονομικής και πολιτικής ένωσης ή το εγχείρημα του κοινού νομίσματος θα αποτύχει και η Ένωση θα έρθει αντιμέτωπη με μια, πιθανώς καταστροφική, υπαρξιακή κρίση.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου του Foreign Affairs, The Hellenic Edition.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.