Η αποτυχία του ευρώ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αποτυχία του ευρώ

Το ευρωπαϊκό νόμισμα και η περίπτωση της Ελλάδας

Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρότειναν τρεις διαφορετικές στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Κατ’ αρχήν, υπό την καθοδήγηση της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ και του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης συμφώνησαν τον περασμένο Οκτώβριο ότι οι εμπορικές τράπεζες θα έπρεπε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους και ότι το μέγεθος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility - EFSF), που δημιουργήθηκε το Μάιο του 2010 για να χρηματοδοτήσει τον κρατικό δανεισμό της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωζώνης, θα έπρεπε να επεκταθεί από 400 δισ. ευρώ σε πάνω από 1 τρισ. ευρώ. Αυτή η τελευταία κίνηση έγινε για να παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας που θα επέτρεπαν στην Ιταλία και πιθανότατα στην Ισπανία να έχουν πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές με λογικά επιτόκια.
Το σχέδιο, όμως, για αύξηση των τραπεζικών κεφαλαίων δεν πέτυχε, επειδή οι τράπεζες δεν θέλουν να αλλοιώσουν τα μερίδια των μετόχων τους ψάχνοντας ιδιωτικά ή δημόσια κεφάλαια, κι έτσι προτίμησαν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους μειώνοντας το δανεισμό, ειδικά προς δανειζόμενους άλλων χωρών, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα της Ευρώπης. Και ούτε μπορεί το EFSF να δανείσει τα επιπλέον ποσά, καθώς μια τέτοια κίνηση βρίσκει αντίθετη την Γερμανία, τη μεγαλύτερη πιθανή εγγυήτρια του χρέους. Επιπλέον, ακόμα και 1 τρισ. ευρώ δεν θα έδινε στο EFSF αρκετά κεφάλαια ώστε να παρέχει ικανοποιητικές εγγυήσεις σε πιθανούς αγοραστές του ιταλικού και του ισπανικού χρέους, εάν αυτές οι χώρες με τον έναν ή άλλο τρόπο χρεοκοπούσαν.

Η δεύτερη στρατηγική, που υποστηρίζεται από τη Γαλλία, καλεί την ΕΚΤ να αγοράσει τα ομόλογα της Ιταλίας, της Ισπανίας και άλλων χωρών με υψηλό χρέος, για να κρατήσει τα επιτόκιά τους χαμηλά. Η ΕΚΤ το έχει ήδη κάνει αυτό ως ένα βαθμό, όχι όμως αρκετά ώστε να σταματήσει τα ελληνικά και τα ιταλικά επιτόκια από το να φτάσουν σε μη βιώσιμα επίπεδα. Ζητώντας από την ΕΚΤ να επεκτείνει αυτή την πολιτική έρχεται απευθείας σε σύγκρουση με τον όρο της «μη διάσωσης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η Γερμανία αντιτίθεται σε μια τέτοια κίνηση εξαιτίας των πιθανών επιπτώσεών της στον πληθωρισμό και το ενδεχόμενο να χάσει από αυτά τα ομόλογα. (Μάλιστα δύο Γερμανοί, μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ παραιτήθηκαν για αυτό το θέμα).

Η τρίτη στρατηγική υποστηρίζεται από προσωπικότητες, όπως η Μέρκελ, που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την τρέχουσα κρίση για να προωθήσουν την ανάπτυξη μιας πολιτικής ένωσης. Κάνουν λόγο για μια οικονομική ένωση στην οποία οι χώρες με δημοσιονομικό πλεόνασμα θα μεταφέρουν κάθε χρόνο κεφάλαια στις χώρες με δημοσιονομικό και εμπορικό έλλειμμα. Ως αντάλλαγμα για αυτές τις μεταφορές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει το δικαίωμα να επιβλέπει τους εθνικούς προϋπολογισμούς και να εξαναγκάζει τις χώρες να υιοθετούν πολιτικές που θα μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα, θα αυξήσουν την ανάπτυξή τους και θα βελτιώσουν την διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.

Αυτή η συναλλαγή έχει ήδη συμβεί με την Ελλάδα και την Ιταλία. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι η πιο δραματική. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Ελλάδα δεν μπορούσε να δανειστεί από τις παγκόσμιες αγορές και γι’ αυτό έπρεπε να εξαρτάται από πιστώσεις της ΕΚΤ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους της και να διατηρεί τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί κάλεσαν τον έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου στις Βρυξέλλες και του είπαν ότι πρέπει να εγκαταλείψει το σχέδιο που είχε ανακοινώσει για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με τα μέτρα λιτότητας που επέβαλαν στην Ελλάδα τα άλλα μέλη της ευρωζώνης. Του είπαν ότι αντ’ αυτού θα πρέπει να πείσει το ελληνικό κοινοβούλιο να αποδεχτεί τη σκληρή στρατηγική μείωσης του κρατικού προϋπολογισμού που έφτιαξαν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί ή αλλιώς να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο αποβολής από την ευρωζώνη. Ο Παπανδρέου συμφώνησε και πέρασε την απαραίτητη νομοθεσία από το κοινοβούλιο. Έπειτα παραιτήθηκε, και ο Λουκάς Παπαδήμος, πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, διορίστηκε προσωρινός πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας την ευθύνη να εφαρμόσει τις περικοπές του προϋπολογισμού που σχεδίασαν οι Βρυξέλλες. Οι κοινοβουλευτικές απώλειες, όμως, που ακολούθησαν και οι λαϊκές εξεγέρσεις έδειξαν το πόσο πολύ οι Έλληνες απεχθάνονται να τους εξαναγκάζουν οι Γερμανοί να αλλάξουν την οικονομική συμπεριφορά τους, να αποδεχτούν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που θεωρούν ότι έχουν κατοχυρωμένη τη δουλειά τους για όλη τους τη ζωή και να μειώσουν τη ζήτηση σε μια περίοδο που η ανεργία φτάνει σε διψήφιους αριθμούς και το ΑΕΠ μειώνεται ραγδαία. Την ίδια στιγμή, πολλοί ψηφοφόροι στη Γερμανία απεχθάνονται το να στέλνουν χρήματα στους Έλληνες και να βλέπουν τους κανόνες της ΕΚΤ να αλλάζουν ριζικά.

Η κατάσταση στην Ιταλία είναι διαφορετική επειδή η χώρα δεν εξαρτάται ακόμα από μεγάλες χρηματοδοτήσεις από την ΕΚΤ ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ιταλία, όμως, εξαρτάται από την στήριξη της ΕΚΤ προκειμένου να περιορίσει την αύξηση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων της. Η Γαλλία και η Γερμανία πίεσαν την Ιταλία να υιοθετήσει νέες πολιτικές ως προς τον προϋπολογισμό της, κάτι που οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι τον περασμένο Νοέμβριο και στην αντικατάσταση της κυβέρνησής του από μια τεχνοκρατική κυβέρνηση που δεσμεύτηκε να λύσει τα οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας. Το ευρώ προκάλεσε έτσι εντάσεις και διαμάχες μέσα στην Ευρώπη που αλλιώς δεν θα υπήρχαν. Περαιτέρω προσπάθειες για μια μόνιμη οικονομική ένωση το μόνο που θα κάνουν είναι να εκτραχύνουν τις εντάσεις αυτές.

ΤΑ ΑΠΙΘΑΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ