Δεν είναι ώρα για επίθεση κατά του Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Δεν είναι ώρα για επίθεση κατά του Ιράν

Γιατί ο πόλεμος θα πρέπει να είναι η έσχατη λύση

Στο άρθρο «Ώρα να επιτεθούμε στο Ιράν», ο Matthew Kroenig δανείζεται μια σελίδα από το δεκαετές «σημειωματάριο» που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές του πολέμου στο Ιράκ. Παρουσιάζει την απειλή ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν ως σοβαρή και άμεση, με το επιχείρημα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επιτεθούν στο Ιράν τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Στη συνέχεια, αφού προειδοποιεί ότι «μια επίθεση στο Ιράν δεν είναι καθόλου ελκυστική προοπτική», προχωρά και παρουσιάζει την στρατιωτική δράση ως προτιμότερη από άλλες διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διαχειριστούν όλους τους σχετικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τον Kroenig, ο προληπτικός πόλεμος είναι «η λιγότερο κακή επιλογή».

Το μάθημα, όμως, από το Ιράκ, τον τελευταίο προληπτικό πόλεμο που ξεκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν θα πρέπει να επιλέξει τον πόλεμο όταν υπάρχουν ακόμα άλλες επιλογές και δεν θα πρέπει να βασίσει τις αποφάσεις της για επίθεση στις πιο αισιόδοξες αναλύσεις για το πώς θα εξελιχθεί η σύγκρουση. Μια ρεαλιστική εκτίμηση της πυρηνικής προόδου του Ιράν και του πώς είναι πιθανό να εξελιχθεί η σύγκρουση, οδηγεί κάποιον στο αντίθετο συμπέρασμα από αυτό του Kroenig: δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή για επίθεση κατά του Ιράν.

ΚΑΚΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ

Ο Kroenig υποστηρίζει ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για επίθεση στην πυρηνική υποδομή του Ιράν σε σύντομο χρόνο, καθώς η Τεχεράνη θα μπορούσε «να φτιάξει το πρώτο πυρηνικό όπλο της εντός έξι μηνών από τη στιγμή που θα το αποφασίσει». Ωστόσο, αυτή η τελευταία φράση είναι κρίσιμη. Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) έχει καταγράψει τις προσπάθειες του Ιράν για την επίτευξη της ικανότητας ανάπτυξης πυρηνικών όπλων μέχρι κάποιο σημείο, αλλά δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις ότι ο ανώτατος ηγέτης Ayatollah Ali Khamenei έχει πάρει την απόφαση να το κάνει.

Επίσης, μιλώντας για περιθώριο έξι μηνών, ο Kroenig συγχωνεύει παραπλανητικά το υποθετικό χρονοδιάγραμμα για την παραγωγή ουρανίου για όπλα με τον χρόνο που απαιτείται πραγματικά για την κατασκευή μιας βόμβας. Σύμφωνα με κατάθεση του James Cartwright στη Γερουσία το 2010, τότε αντιπροέδρου του Γενικού Επιτελείου Στρατού των ΗΠΑ και σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του πρώην επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ισραήλ και της υπηρεσίας πληροφοριών άμυνας της ίδιας χώρας,έγινε γνωστό ότι ακόμη και αν το Ιράν μπορούσε να παράγει αρκετό ουράνιο για όπλα ώστε να κατασκευάσει μια βόμβα σε έξι μήνες, θα χρειαζόταν τουλάχιστον έναν χρόνο για να παραγάγει μια ελέγξιμη πυρηνική συσκευή και πολύ περισσότερο χρόνο για να κατασκευάσει ένα έτοιμο όπλο. Επιπλέον, ο David Albright, πρόεδρος του Ινστιτούτου Επιστημών και Διεθνούς Ασφάλειας (και η πηγή για την εκτίμηση περί εξαμήνου από τον Kroenig), δήλωσε πρόσφατα στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι «είναι μικρή η πιθανότητα» οι Ιρανοί να δημιουργήσουν πράγματι μια βόμβα μέσα στο επόμενο έτος, ακόμη και αν θα είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Επειδή δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το Ιράν έχει κατασκευάσει επιπλέον μυστικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού από τότε που αποκαλύφθηκαν αυτές στην Natanz και την Qom, το 2002 και το 2009 αντίστοιχα, οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη κίνηση της Τεχεράνης για την παραγωγή ουρανίου για πολεμική χρήση θα έπρεπε να βασίζεται στις γνωστές εγκαταστάσεις της. Έτσι, ο ΙΑΕΑ θα ανιχνεύει τη δραστηριότητα αυτή δίνοντας επαρκή χρόνο για τη διεθνή κοινότητα ώστε να εξαπολύσει μια ισχυρή απάντηση. Ως αποτέλεσμα, οι Ιρανοί δεν είναι πιθανό να αφοσιωθούν στην κατασκευή πυρηνικών όπλων, μέχρι να μπορούν να το πράξουν πολύ πιο γρήγορα και μυστικά, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί χρόνια μετά.

Ο Kroenig είναι επίσης ασυνεπής όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα της επίθεσης. Σε κάποια σημεία προτείνει να αρχίσουν τώρα τα χτυπήματα, ενώ σε άλλα υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιτεθούν μόνο αν το Ιράν κάνει κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες - όπως να απελάσει τους επιθεωρητές του ΔΟΑΕ, να αρχίσει τον εμπλουτισμό του ουρανίου για πολεμικό σκοπό ή να εγκαταστήσει μεγάλο αριθμό προηγμένων φυγοκεντρητών - κάθε μια από τις οποίες θα σήμαινε την απόφασή του να κατασκευάσει μια πυρηνική βόμβα. Ο Kroenig έχει πιθανόν δίκιο στο ότι οι ενέργειες αυτές - μαζί με άλλες ίσως, όπως η ανακάλυψη νέων κρυφών περιοχών για εμπλουτισμό ουρανίου - θα δημιουργούσαν ένα αποφασιστικό σημείο για τη χρήση βίας. Οι Ιρανοί, όμως, δεν έχουν κάνει ακόμα αυτά τα βήματα και, όπως γνωρίζει ο Kroenig, «η Ουάσινγκτον έχει μια πολύ καλή ευκαιρία» να τους εντοπίσει αν το κάνουν.

ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ

Το θέμα του Kroenig με τον χρόνο δεν είναι το μόνο παραπλανητικό κομμάτι του άρθρου του: το ίδιο είναι και ο ισχυρισμός του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μετριάσουν τις «πιθανές καταστροφικές συνέπειες» ενός χτυπήματος στο Ιράν, με την προσεκτική διαχείριση της κλιμάκωσης που θα προέκυπτε. Η εικόνα του για μια καθαρή, κλιμακούμενη σύρραξη είναι μια οφθαλμαπάτη. Οποιοσδήποτε πόλεμος με το Ιράν θα ήταν μια χαοτική και εξαιρετικά βίαιη υπόθεση, με σημαντικές απώλειες και συνέπειες.
Σύμφωνα με τον Kroenig, το Ιράν δεν θα ανταποκριθεί σε ένα χτύπημα με «χειρότερες μορφές αντιποίνων, όπως το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ ή την εκτόξευση πυραύλων στη Νότια Ευρώπη», εκτός εάν οι ηγέτες του θεωρήσουν ότι «απειλήθηκε η ίδια η ύπαρξη του καθεστώτος». Για την άμβλυνση του κινδύνου αυτού, όπως υποστηρίζει, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν «να καταστήσουν σαφές ότι ενδιαφέρονται μόνο να καταστρέψουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και όχι να ανατρέψουν την κυβέρνηση». Αλλά οι ηγέτες του Ιράν έχουν εδραιώσει την εγχώρια νομιμοποίησή τους πάνω στην αντίσταση έναντι των διεθνών πιέσεων να σταματήσουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα και έτσι θα θεωρήσουν αναπόφευκτα μια επίθεση σε αυτό το πρόγραμμα ως μια επίθεση στο ίδιο το καθεστώς. Δεκαετίες εχθρότητας και πίστης ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να υπονομεύσουν το καθεστώς θα ενισχύσουν αυτή την αντίληψη. Και σε συνδυασμό με τον αντιαμερικανισμό που χαρακτηρίζει την ιδεολογία του ανώτατου ηγέτη και των σκληροπυρηνικών συμβούλων του, καθώς και η γενική άγνοια τους για το τι οδηγεί τις ΗΠΑ στη λήψη αποφάσεων, η αντίληψη αυτή σημαίνει ότι δεν υπάρχει προοπτική ώστε οι Ιρανοί ηγέτες να πιστέψουν ότι ένα χτύπημα των ΗΠΑ θα είχε περιορισμένους σκοπούς. Υποθέτοντας το χειρότερο για τις προθέσεις της Ουάσιγκτον, η Τεχεράνη είναι πιθανό να αντιδράσει υπερβολικά ακόμα και σε ένα χειρουργικό χτύπημα ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της.

Ωστόσο, ο Kroenig θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να περιορίσουν τις προοπτικές κλιμάκωσης, προειδοποιώντας το Ιράν ότι αν ξεπεράσει κάποιες «κόκκινες γραμμές» θα προκαλούσε μια καταστροφική αμερικανική αντεπίθεση. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Kroenig πιστεύει ότι ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν θα είναι βαθιά παράλογο και επιρρεπές σε εσφαλμένους υπολογισμούς, ωστόσο κρατά τη σκέψη ότι υπό τους ίδιους ηγέτες, το Ιράν θα λάμβανε σαφείς αποφάσεις αμέσως μετά από ένα χτύπημα των ΗΠΑ. Όμως, οι δύο χώρες δεν μοιράζονται κανένα απευθείας και αξιόπιστο κανάλι επικοινωνίας και η αναπόφευκτη σύγχυση που θα έφερνε μια κρίση θα καθιστούσε την αποστολή μηνυμάτων δύσκολη και τον εσφαλμένο υπολογισμό πιθανότατο.

Για να χειροτερέψει τα πράγματα, εν μέσω μάχης, το Ιράν θα αντιμετώπιζε ισχυρά κίνητρα για να κλιμακώσει τη διαμάχη. Σε περίπτωση σύγκρουσης και οι δύο πλευρές θα πιέζονταν σημαντικά να σταματήσουν τις μάχες εξαιτίας των επιπτώσεων στις διεθνείς αγορές πετρελαίου. Καθώς κάτι τέτοιο θα περιόριζε τον χρόνο που θα είχαν οι Ιρανοί για να αποκαταστήσουν τις αποτρεπτικές τους ικανότητες και θα μπορούσαν να επιλέξουν μια γρήγορη και μαζική απάντηση, χωρίς να τους νοιάζουν οι κόκκινες γραμμές. Οι φόβοι του Ιράν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να διαταράξουν επιτυχώς τις υποδομές διοίκησης και ελέγχου του ή να καταστρέψουν προληπτικά το οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων του θα μπορούσαν επίσης να δελεάσουν το Ιράν να εκτοξεύσει όσο το δυνατόν περισσότερους πυραύλους με το ξεκίνημα του πολέμου. Και ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν, ειδικά το ναυτικό της, αυξάνει την πιθανότητα μη εξουσιοδοτημένων ενεργειών που θα μπορούσαν να επεκτείνουν τις μάχες ταχύτατα στα πολυσύχναστα νερά του Περσικού Κόλπου.

Ο έλεγχος της κλιμάκωσης δεν θα είναι πιο εύκολος για τις ΗΠΑ. Παρά τα αντίποινα από σύμμαχες προς τους Ιρανούς ομάδες, με «συμβολικές επιθέσεις με πυραύλους εναντίον αμερικανικών βάσεων και πλοίων» ή «με παρενόχληση των εμπορικών και πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ», ο Kroenig λέει ότι η Ουάσινγκτον θα πρέπει να στρέψει και το άλλο μάγουλο και να περιορίσει τη δική της απάντηση στην ιρανική αντεπίθεση. Αλλά αυτό είναι πολύ πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη. Ακριβώς όπως μια πιθανή προσδοκία του Ιράν για έναν σύντομο πόλεμο θα μπορούσε να το ενθαρρύνει ώστε να κινηθεί δυσανάλογα δυναμικά στις αρχές της κρίσης, έτσι και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να έχουν κίνητρα για να προχωρήσουν γρήγορα και να καταστρέψουν τις συμβατικές δυνάμεις του Ιράν και τη δομή της Επαναστατικής Φρουράς. Και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτύχουν να το κάνουν, οι επιθέσεις από φιλικές προς το Ιράν ομάδες εναντίον πολιτικού προσωπικού των ΗΠΑ στο Λίβανο ή στο Ιράκ, η μεταφορά θανατηφόρων πυραύλων και φορητών αντιαεροπορικών συστημάτων στους μαχητές Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ή οι πυραυλικές επιθέσεις εναντίον αμερικανικών εγκαταστάσεων στις χώρες του Κόλπου θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικές απώλειες στις ΗΠΑ, δημιουργώντας ακατάβλητη πολιτική πίεση στην Ουάσινγκτον για να απαντήσει δυναμικά. Αν προσθέσουμε σε αυτό την φυσιολογική αχλή του πολέμου και την έλλειψη αξιόπιστης επικοινωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν, η Ουάσινγκτον θα δυσκολευτεί να αποφασίσει αν η αρχική αντίδραση της Τεχεράνης στο πλήγμα θα ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση ή το προοίμιο μιας ευρύτερης εκστρατείας. Αν συνέβαινε το τελευταίο, μια παθητική προσέγγιση των ΗΠΑ θα μπορούσε να παρακινήσει το Ιράν να ξεκινήσει ακόμα πιο επικίνδυνες επιθέσεις _ και αυτό είναι ένα ρίσκο που η Ουάσιγκτον μπορεί να μην πάρει. Το σύνολο αυτών των δυναμικών θα κάνει εξαιρετικά δύσκολη την παραμονή εντός των ορίων που περιγράφει ο Kroenig.

Ακόμα κι αν το Ιράν δεν κλιμακώσει, καθαρά αμυντικές κινήσεις που θα απειλούσαν το προσωπικό των ΗΠΑ ή τη διεθνή ναυτιλία στα Στενά του Ορμούζ - το θαλάσσιο κομβικό σημείο από όπου διέρχεται σχεδόν το 20% του εμπορεύσιμου πετρελαίου παγκοσμίως - θα δημιουργούσαν επίσης ισχυρά κίνητρα για να στοχεύσει προληπτικά η Ουάσινγκτον τον ιρανικό στρατό. Ιδιαίτερη ανησυχία θα προκαλούσαν τα αντίμετρα του Ιράν για παρεμπόδιση προσέγγισης και αεράμυνα, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να προλαμβάνουν τα προηγμένα πολεμικά πλοία από το να επιχειρούν στα ρηχά νερά του Περσικού Κόλπου. Αυτά τα συστήματα περιλαμβάνουν αεράμυνα στις ακτές, επίγειο και μεγάλου βεληνεκούς πυροβολικό καθώς και πυραύλους κατά ναυτικών στόχων, υποβρύχια κλάσης Kilo και νανο- υποβρύχια, τηλεκατευθυνόμενα σκάφη μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα καμικάζι και πάνω από 1.000 μικρά σκάφη επίθεσης εξοπλισμένα με πολυβόλα, πυραύλους πολλαπλής εκτόξευσης, πυραύλους κατά ναυτικών στόχων, τορπίλες και δυνατότητες ταχείας ναρκοθέτησης. Το σύνολο των 120 μιλίων των Στενών βρίσκεται κατά μήκος της ακτής του Ιράν, σε μικρή απόσταση από αυτά τα συστήματα. Στη μέση της σύγκρουσης, η απειλή που θέτει το Ιράν για τις δυνάμεις των ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία από την ενεργοποίηση της αεράμυνάς του, από τη διασπορά των πυραύλων και των ναυτικών του δυνάμεων, ή από τη μετακίνηση των αρμάτων του εκτός των βάσεών τους, θα ήταν πολύ μεγάλη για να την αγνοήσουν οι ΗΠΑ: η λογική της πρόληψης θα αναγκάσει την Ουάσιγκτον να κλιμακώσει τη δράση της.

Ορισμένοι αναλυτές, μεταξύ των οποίων και οι Afshin Molavi και Michael Singh, πιστεύουν ότι δεν είναι πιθανό οι Ιρανοί να επιχειρήσουν το κλείσιμο των Στενών, εξαιτίας των ζημιών που θα προκαλέσει στη δική τους οικονομία. Αλλά το κροτάλισμα των σπαθιών της Τεχεράνης έχει ήδη ενταθεί ως απάντηση στην προοπτική των δυτικών κυρώσεων επί της πετρελαϊκής της βιομηχανίας. Στον άμεσο απόηχο ενός πλήγματος κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν από τις ΗΠΑ, οι ηγέτες του Ιράν θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι το ρίσκο του αποκλεισμού των Στενών θα ενθάρρυνε τις διεθνείς πιέσεις ώστε να σταματήσει η Ουάσινγκτον τις εχθροπραξίες, αποτρέποντας πιθανώς την κλιμάκωση από τις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, ενθαρρύνοντας τις επιθετικές προσπάθειες των ΗΠΑ για την προστασία της εμπορικής ναυτιλίας. Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ είναι σε θέση να διατηρήσει τα Στενά ανοιχτά, αλλά μια απλή απειλή κλεισίματος θα μπορούσε να εκτοξεύσει τις τιμές του πετρελαίου, καταφέροντας ένα βαρύ πλήγμα στην εύθραυστη παγκόσμια οικονομία. Τα μέτρα που ο Kroenig υποστηρίζει για το μετριασμό αυτής της απειλής, όπως το άνοιγμα των Στρατηγικών Αποθεμάτων Πετρελαίου των ΗΠΑ και η προτροπή προς τη Σαουδική Αραβία να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου, θα ήταν απίθανο να επαρκέσουν, δεδομένου, μάλιστα, ότι το περισσότερο αργό της Σαουδικής Αραβίας περνά μέσα από τα Στενά.

Τελικά, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν οδηγηθούν σε πόλεμο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ουάσινγκτον θα κερδίσει, με τη στενή λειτουργική έννοια του όρου. Πράγματι, με τις εντυπωσιακές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις που έχουν ήδη αναπτύξει οι ΗΠΑ στον Κόλπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν πιθανώς να πλήξουν τις στρατιωτικές δυνάμεις που το Ιράν ανέπτυξε τα τελευταία 20 χρόνια μέσα σε λίγες εβδομάδες. Όμως, μια αμερικανο-ιρανική διαμάχη δεν θα ήταν η κλινικά, αυστηρά ελεγχόμενη, περιορισμένη συνάντηση που ο Kroenig προβλέπει.

ΕΞΑΠΛΩΣΗ

Το να μείνουν κάποια άλλα κράτη της περιοχής έξω από τη διαμάχη θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο δύσκολο από ό, τι υπονοεί ο Kroenig. Το Ιράν θα υπέθετε μια ισραηλινή ανάμιξη σε μια επιδρομή των ΗΠΑ και θα επεδίωκε να σύρει το Ισραήλ στη σύγκρουση, με σκοπό να υπονομεύσει πιθανή υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των ΗΠΑ από βασικά αραβικά καθεστώτα. Και παρότι είναι αλήθεια, όπως σημειώνει ο Kroenig, ότι το Ισραήλ παρέμεινε στο περιθώριο κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο το 1990-91, η απειλή από τους πυραύλους και τους φίλους του Ιράν σήμερα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από αυτήν που υπήρχε από το Ιράκ πριν από δύο δεκαετίες. Εάν η Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν εμπλεκόταν στη μάχη εκτοξεύοντας πυραύλους σε ισραηλινές πόλεις, το Ισραήλ θα μπορούσε να ξεκινήσει έναν εξαντλητικό πόλεμο κατά του Λιβάνου. Ο Σύρος πρόεδρος Bashar al-Assad θα μπορούσε επίσης να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει αυτή τη στιγμή για να αποσπάσει την προσοχή από την εξέγερση στη χώρα του, αρχίζοντας δική του επίθεση στο εβραϊκό κράτος. Καθένα από τα σενάρια αυτά, ή και τα δύο μαζί, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα ευρύτερο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.

Ακόμη και στις χώρες του Κόλπου, όπου οι εταίροι των ΗΠΑ μερικές φορές εμφανίζονταν παθητικοί, τα αντίποινα του Ιράν θα μπορούσαν να παρασύρουν τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στη σύγκρουση. Στο παρελθόν, οι Σαουδάραβες έχουν πάρει μια πολύ πιο επιθετική στάση απέναντι στο Ιράν και το Ριάντ δεν είναι δυνατόν να ανεχθεί ιρανικές επιθέσεις εναντίον των κρίσιμων ενεργειακών υποδομών του. Από την πλευρά τους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το πιο επιθετικό κράτος του Περσικού Κόλπου, θα μπορούσε να απαντήσουν στον καταιγισμό πυραύλων εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων στην αεροπορική βάση Al Dhafra , προσπαθώντας να καταλάβουν το Abu Musa και το Μεγαλύτερο και το Μικρότερο Tunb, τα τρία επίμαχα νησιά του Κόλπου που προς το παρόν έχουν καταληφθεί από το Ιράν.

Το πλήγμα θα μπορούσε, επίσης, να έχει ευρύτερες αποσταθεροποιητικές συνέπειες. Παρά το γεγονός ότι ο Kroenig έχει δίκιο στο ότι ορισμένοι άραβες ηγέτες θα επιδοκιμάσουν μεμονωμένα μια επίθεση από τις ΗΠΑ, πολλοί στον αραβικό πληθυσμό θα την καταδικάσουν. Οι ισλαμιστές εξτρεμιστές και οι ετοιμοπόλεμες ελίτ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ευκαιρία για να μετατρέψουν το λαϊκό αντικαθεστωτικό αίτημα της Αραβικής Άνοιξης σε αποφασιστικά αντι-αμερικανικό. Κάτι τέτοιο θα απέβαινε πλεονέκτημά για το Ιράν, ακριβώς τη στιγμή που οι πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, κυρίως ως προς την αναβίωση του εθνικισμού στον αραβικό κόσμο και την αναταραχή στη Συρία, υπονομεύουν σημαντικά την επιρροή του Ιράν. Ένα χτύπημα των ΗΠΑ θα μπορούσε εύκολα να μετατοπίσει τις περιφερειακές συμπάθειες πάλι υπέρ της Τεχεράνης, επιτρέποντας στο Ιράν να παραστήσει το θύμα και, μέσα από τα αντίποινά του, να ανακτήσει τη θέση του ως επικεφαλής της αντι-δυτικής αντίστασης στην περιοχή.

ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΧΡΟΝΟΥ

Ακόμη και αν ένα χτύπημα από τις ΗΠΑ είχε τη θετική εξέλιξη που προβλέπει ο Kroenig, ελάχιστα εγγυάται την παραγωγή μόνιμων αποτελεσμάτων. Ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι στον τομέα της άμυνας έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι μια επίθεση κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν θα καθυστερούσε την πρόοδο της Τεχεράνης για λίγα μόνο χρόνια. Ο Kroenig υποστηρίζει ότι μια τέτοια καθυστέρηση θα μπορούσε να γίνει μόνιμη. «Οι χώρες που έχουν δεχθεί επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις τους - με πιο πρόσφατες το Ιράκ και τη Συρία», γράφει, «αποδείχθηκαν απρόθυμες ή ανίκανες να επανεκκινήσουν τα προγράμματά τους». Στην περίπτωση του Ιράκ, όμως, ο Σαντάμ Χουσεΐν επανεκκίνησε το μυστικό πρόγραμμα πυρηνικού εξοπλισμού του μετά την ισραηλινή επίθεση στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Osirak το 1981 και χρειάστηκε ο πόλεμος του Κόλπου και μια ακόμα δεκαετία κυρώσεων και διακριτικής επιθεώρησης για να το περιορίσει. Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν επίσης είναι πιο προχωρημένο και με μεγαλύτερη διασπορά από ό, τι ήταν εκείνο του Ιράκ και της Συρίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα ήταν ευκολότερο να ανασυσταθεί. Ένα χτύπημα των ΗΠΑ θα έβλαπτε καίριες ιρανικές εγκαταστάσεις, αλλά δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα στο να αντιστρέψει την πυρηνική γνώση που έχει συσσωρεύσει το Ιράν ή την ικανότητά του να δημιουργήσει τελικά νέες συσκευές φυγοκέντρισης.

Μια επίθεση των ΗΠΑ θα ήταν επίσης πιθανό να συσπειρώσει την εγχώρια ιρανική υποστήριξη γύρω από τους υπέρμαχους των πυρηνικών, αυξάνοντας τις πιθανότητες μετά την επίθεση το Ιράν να αναδυθεί ακόμα πιο αποφασισμένο για την κατασκευή μιας βόμβας. Ο Kroenig υποβαθμίζει τους κινδύνους από τη «συσπείρωση γύρω από τη σημαία» σημειώνοντας ότι οι σκληροπυρηνικοί έχουν ήδη εδραιώσει την εξουσία τους και υποδηλώνοντας ότι μια επίθεση θα μπορούσε να προκαλέσει αυξημένη κριτική στο εσωτερικό για το καθεστώς. Αλλά το πυρηνικό πρόγραμμα εξακολουθεί να αποτελεί τεράστια πηγή εθνικής υπερηφάνειας για την πλειοψηφία των Ιρανών. Ο βαθμός που υπάρχει εσωτερική διαφωνία πάνω στο πρόγραμμα, είναι μια συζήτηση για το αν η χώρα θα πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ή απλά να ακολουθήσει την πυρηνική τεχνολογία για ειρηνικούς σκοπούς. Επιδεικνύοντας την ευπάθεια ενός μη-πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν, μια επίθεση των ΗΠΑ θα προσέφερε επιχειρήματα στους σκληροπυρηνικούς που υποστηρίζουν την απόκτηση ενός πυρηνικού αποτρεπτικού όπλου. Ο Kroenig υπονοεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αγνοήσουν ουσιαστικά «τις εγχώριες πολιτικές διαμάχες του Ιράν» όταν επιδιώκουν «το ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον τους εμποδίζοντας την Τεχεράνη να αναπτύξει πυρηνικά όπλα». Με το να επηρεάσουν όμως την ιρανική άποψη για τη στρατηγική σκοπιμότητα των πυρηνικών όπλων, θα μπορούσαν να προσφέρουν τελικά τον μόνο διαρκή τρόπο διατήρησης της Ισλαμικής Δημοκρατίας σε ένα ειρηνικό πυρηνικό μονοπάτι.

Τελικά, αν το Ιράν προσπαθήσει να επανεκκινήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα μετά από μια επίθεση, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να το σταματήσουν. Μια επίθεση θα οδηγούσε το Ιράν σε αποστασιοποίηση από τον ΙΑΕΑ και ίσως σε αποχώρηση από την Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών όπλων. Χωρίς επιθεωρητές επί τόπου, η διεθνής κοινότητα θα αγωνιζόταν να εντοπίσει ή να επιβραδύνει τις προσπάθειες της Τεχεράνης για την ανοικοδόμηση του προγράμματός της.

ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ

Ο Kroenig υποστηρίζει ότι «ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν δεν θα ξεκινούσε σκόπιμα έναν αυτοκαταστροφικό πυρηνικό πόλεμο», αλλά παρόλα αυτά συμπεραίνει ότι είναι τελικά λιγότερο επικίνδυνη μια επίθεση στην Ισλαμική Δημοκρατία τώρα, παρά να επιχειρηθεί η αναχαίτισή της αργότερα. Προειδοποιεί ότι η αναχαίτιση θα είχε ως αποτέλεσμα μια δαπανηρή, τολμηρή παράταξη μεγάλου αριθμού αμερικανικών δυνάμεων στην περιφέρεια του Ιράν εδώ και δεκαετίες.

Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μεγάλη παρουσία γύρω από το Ιράν. Σαράντα χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες έχουν σταθμεύσει στον Περσικό Κόλπο, συνοδεία πολεμικών αεροσκαφών, δύο ομάδων επίθεσης από αεροπλανοφόρο, δύο πλοία βαλλιστικής πυραυλικής άμυνας τύπου Aegis και πολλαπλών αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot. Στα ανατολικά του Ιράν, η Ουάσινγκτον έχει άλλους 90.000 στρατιώτες στο Αφγανιστάν και χιλιάδες άλλοι υποστηρίζουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν από τα κοντινά κράτη της Κεντρικής Ασίας. Ο Kroenig υποστηρίζει ότι θα χρειάζονταν πολλοί περισσότεροι για να αναχαιτίσουν ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν. Αλλά οι δυνάμεις των ΗΠΑ στον Κόλπο ήδη ξεπερνούν αυτές στη Νότια Κορέα, που βρίσκονται εκεί για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο πυρηνικού εξοπλισμού της Βόρειας Κορέας. Επομένως, είναι απολύτως κατανοητό ότι η υπάρχουσα παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, υποστηριζόμενη ίσως από μια περιορισμένη προωθημένη ανάπτυξη πυρηνικών όπλων και επιπλέον βαλλιστική πυραυλική άμυνα, θα ήταν αρκετή για να αποτρέψει το πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν από την επιθετικότητα και τον εκβιασμό.

Σίγουρα, μια τέτοια στρατηγική αποτροπής και αναχαίτισης θα είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη και επικίνδυνη επιχείρηση και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πρόληψη είναι προτιμότερη. Λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές συνέπειες ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν, το τίμημα της αποτυχίας θα είναι πολύ υψηλό. Αλλά η προσέγγιση του Kroenig δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Παρουσιάζοντας τις επιλογές είτε του βραχυπρόθεσμου χτυπήματος είτε της μακροπρόθεσμης συγκράτησης, ο Kroenig πέφτει στην ίδια παγίδα που έπεσαν πριν από μια δεκαετία και οι υπέρμαχοι του πολέμου στο Ιράκ: να αγνοήσουν τα μεταπολεμικά σενάρια. Στην πραγματικότητα, το χτύπημα που προτείνει ο Kroenig θα ήταν μάλλον ένα πρελούδιο της αναχαίτισης και όχι ένα υποκατάστατό της.

Δεδομένου ότι μια στρατιωτική επιδρομή δεν θα εξαλείψει οριστικά την πυρηνική υποδομή του Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να κατασκευάζουν ένα ακριβό, επικίνδυνο μεταπολεμικό καθεστώς αναχαίτισης για να αποτρέψουν το Ιράν από την ανασύσταση του προγράμματος, έτσι όπως συνέβη και με το Ιράκ μετά τον πόλεμο του Κόλπου. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι εντυπωσιακά παρόμοιο με αυτό που ο Kroenig επικρίνει, απαιτώντας από την Ουάσινγκτον να διατηρήσει επαρκείς αεροπορικές, ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις στον Περσικό Κόλπο για να επιτεθεί και πάλι όποια στιγμή χρειαστεί.

Ένα χτύπημα που θα υλοποιηθεί με τον τρόπο που υποστηρίζει ο Kroenig - μια μονομερής προληπτική επίθεση - θα καθιστούσε τον μεταπολεμικό έλεγχο πιο δύσκολο και δαπανηρό. Πολλές χώρες θα θεωρούσαν μια τέτοια ενέργεια ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αποτρέποντας τη συναίνεση που απαιτείται για τη διατήρηση ενός αποτελεσματικού μεταπολεμικού καθεστώτος περιορισμού. Η πιθανότητα να μπορούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να «μειώσουν το πολιτικό κόστος της στρατιωτικής δράσης, οικοδομώντας εκ των προτέρων την παγκόσμια υποστήριξη» όπως προτείνει ο Kroenig, θα ήταν εξαιρετικά μικρή, καθώς απουσιάζουν σαφείς αποδείξεις ότι το Ιράν έχει τολμήσει την κατασκευή μιας βόμβας. Χωρίς τέτοια στοιχεία, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να επωμιστεί το κόστος της επίθεσης και το επακόλουθο καθεστώς ελέγχου.

Τέλος, η χειρουργική φύση του χτυπήματος που προτείνει ο Kroenig, έχοντας ως αποκλειστικό στόχο το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, θα κάνει τον μεταπολεμικό έλεγχο πολύ πιο δύσκολο. Θα αφήσει την Τεχεράνη πληγωμένη και πικραμένη, αλλά ικανή ακόμα να απαντήσει. Η προσέγγιση που συνιστά ο Kroenig, τότε, θα ήταν μάλλον οριακά αρκετή για να εξασφαλιστεί μια δαπανηρή, μακροπρόθεσμη σύγκρουση, χωρίς πραγματικά να εξαναγκαστεί το Ιράν να αλλάξει τη στάση του.

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Για να γίνει η υπόθεση του προληπτικού πολέμου η λιγότερο κακή επιλογή, ο Kroenig απορρίπτει κάθε προοπτική εξεύρεσης διπλωματικής λύσης στην αντιπαράθεση Ιράν- ΗΠΑ. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διττή πολιτική δέσμευσης και πίεσης της κυβέρνησης Obama δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την πορεία του Ιράν προς μια πυρηνική βόμβα, αφήνοντας την Ουάσινγκτον χωρίς άλλη επιλογή από το να βομβαρδίσει το Ιράν.

Αλλά αυτή η σκέψη φαίνεται να αγνοεί τη σοβαρή οικονομική επιβάρυνση, την απομόνωση και τις τεχνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το Ιράν. Αφού επί χρόνια απέρριψαν τις οικονομικές επιπτώσεις των κυρώσεων, οι ανώτεροι Ιρανοί αξιωματούχοι διαμαρτύρονται τώρα δημόσια για τον έντονο πρόβλημα που παράγουν οι κυρώσεις. Και ενόψει της προοπτικής των αμερικανικών κυρώσεων κατά της κεντρικής τράπεζας του Ιράν και των ευρωπαϊκών μέτρων για την διακοπή ιρανικών εισαγωγών πετρελαίου, η Τεχεράνη εκδήλωσε στις αρχές Ιανουαρίου κάποια επιθυμία να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Ουάσινγκτον πρέπει να ελέγξει αυτή την προθυμία και, με τον τρόπο αυτό, να δώσει στο Ιράν μια σαφή στρατηγική επιλογή: να εκφράσει τις ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα και να δει να αίρεται η απομόνωσή του ή να παραμείνει στην τρέχουσα πορεία και να αντιμετωπίσει σημαντικά υψηλότερο κόστος. Στη διαμόρφωση αυτής της επιλογής, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι τα κράτη που συμφωνούν είναι έτοιμα να εφαρμόσουν κυρώσεις σχετικά με το πετρέλαιο και η κυβέρνηση Obama θα πρέπει να συνεχίσει να τονίζει ότι όλες οι επιλογές, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής δράσης, παραμένουν στο τραπέζι.

Αναμφισβήτητα, μερικοί θα ισχυριστούν ότι η προβολή των δυνητικών κινδύνων που συνδέονται με τον πόλεμο θα οδηγήσει τους Ιρανούς στο συμπέρασμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι αποφασισμένες να χρησιμοποιήσουν βία. Με το να επιτρέψει όμως την επιχείρηση στο Αφγανιστάν, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επιδρομή για το φόνο του Osama bin Laden, και να ηγηθεί της αεροπορικής εκστρατείας του ΝΑΤΟ για την εκδίωξη του Muammar al-Qaddafi από τη Λιβύη, ο πρόεδρος Barack Obama έχει επανειλημμένα δείξει ότι είναι πρόθυμος να αναλάβει τον κίνδυνο και να χρησιμοποιήσει ισχύ -τόσο ως μέρος μιας συμμαχίας όσο και μονομερώς - για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Και όπως είπε τον περασμένο Δεκέμβριο στο CNN ο Martin Dempsey, πρόεδρος του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα βιώσιμο σχέδιο έκτακτης ανάγκης για το Ιράν, αν τελικά απαιτηθεί χρήση βίας. Όμως, δεδομένου του υψηλού κόστους και της εγγενούς αβεβαιότητας του χτυπήματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να βιαστούν να χρησιμοποιήσουν βία, μέχρις ότου εξαντληθούν όλες οι άλλες επιλογές και η ιρανική απειλή δεν είναι μόνο αυξανόμενη αλλά επίκειται. Μέχρι τότε, η βία είναι και θα πρέπει να παραμείνει η έσχατη λύση και όχι η πρώτη επιλογή.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/137031/colin-h-kahl/not-time-to-a...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/136917/matthew-kroenig/time-to-at...
[2] http://www.foreignaffairs.com/features/collections/the-iran-debate-to-st...