Το μέλλον του γουάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον του γουάν

Ο αγώνας της Κίνας να διεθνοποιήσει το νόμισμά της

Ακόμη και πριν από την κρίση, η Κίνα είχε εμπλακεί σε μια εσωτερική συζήτηση σχετικά με τις εξαγωγές ως βασικό στοιχείο του μοντέλου ανάπτυξής της. Αρκετά χρόνια πριν, οι μεταρρυθμιστές ξεκίνησαν να υποστηρίζουν ότι η υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη και ότι η Κίνα χρειάζεται να εξισορροπήσει την ανάπτυξή της με την ενθάρρυνση περισσότερης εγχώριας κατανάλωσης. Στη θέση της οικονομικής καταπίεσης και των φθηνών κεφαλαίων, οι μεταρρυθμιστές ήθελαν οι αποταμιευτές να παίρνουν μια αξιοπρεπή απόδοση, η οποία μπορεί να τους προσδώσει την απαραίτητη εμπιστοσύνη ώστε να καταναλώνουν περισσότερο. Στη θέση μιας τεχνητά χαμηλής ισοτιμίας, ήθελαν να αφεθεί η αξία του γουάν να αυξηθεί, πράγμα που θα αναπροσανατόλιζε τις κινεζικές επιχειρήσεις αντί για τις εξαγωγές προς την εγχώρια αγορά.

Οι μεταρρυθμιστές θεώρησαν ότι πέτυχαν μια μικρή νίκη το 2005, όταν η Κίνα χαλάρωσε τη συναλλαγματική της ισοτιμία. Αλλά σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων αγωνίζεται να προχωρήσει. Οι κρατικές τράπεζες δεν θέλουν να πληρώσουν στους καταθέτες επιτόκια της αγοράς. Πολιτικά διασυνδεδεμένοι δανειολήπτες, όπως οι κρατικές κατασκευαστικές εταιρείες που χτίζουν την εντυπωσιακή υποδομή της Κίνας, δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια. Πολιτικά διασυνδεδεμένοι εξαγωγείς, στους οποίους υπολογίζουν επαρχιακοί κυβερνήτες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στις περιοχές τους, δεν θέλουν να χάσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δημιουργείται από μια ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία. Οι ομάδες που έχουν συμφέρον όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις -αποταμιευτές που λαμβάνουν τεχνητά χαμηλές αποδόσεις και καταναλωτές που πληρώνουν υψηλό τίμημα για τις εισαγωγές - δεν ταιριάζουν με τους ισχυρούς παραγωγούς.

Πριν από την οικονομική κρίση, η υπόθεση των μεταρρυθμίσεων επίσης στιγματίστηκε από την υποψία ότι αντιπροσώπευε μια συνθηκολόγηση στις αμερικανικές απαιτήσεις για να αφεθεί το γουάν να ανατιμηθεί. Αλλά μόλις η κρίση αποκάλυψε την ευπάθεια της Κίνας, η μεταρρύθμιση απέκτησε μια νέα πατριωτική λάμψη: οι υπέρμαχοί της θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως αυτοί που αντιμετωπίζουν την επικίνδυνη ηγεμονία του δολαρίου. Αυτός ο επανασχεδιασμός ήταν αρκετός για να ανατρέψει το πολιτικό κέντρο βάρους μακριά από το status quo. Η κριτική για αυτό που οι κινέζοι καθηγητές ονομάζουν «παγίδα του δολαρίου» έγινε ευρέως αποδεκτή, και κατ' επέκταση, η διεθνοποίηση του γουάν έγινε επίσημος στόχος, παρόλο που πολλοί από τους ηγέτες της Κίνας συνέχισαν να πιστεύουν στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, στις αυστηρά ρυθμισμένες αγορές κεφαλαίων και σε ένα τραπεζικό σύστημα ελεγχόμενο από το κράτος.

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση ήθελε να πετύχει και τα δύο: αλματώδη αύξηση των εξαγωγών αλλά και μείωση της συσσώρευσης δολαρίων. Συνέχισε τη διοχέτευση των φτηνών δανείων σε ευνοούμενες εταιρείες σε βάρος των αποταμιευτών αλλά και προώθησε περισσότερο και την εγχώρια κατανάλωση. Η διεθνοποίηση του γουάν προέκυψε ως επίσημος στόχος όχι επειδή προέκυψε ως απόφαση από την μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των μεταρρυθμιστών και της κυρίαρχης άποψης. Αντίθετα, έγινε πολιτική ακριβώς επειδή θόλωσαν αυτές οι διαχωριστικές γραμμές, επιτρέποντας σε ανθρώπους που διαφωνούσαν να συμμαχήσουν- τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

ΓΙΑ ΚΑΡΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΛΟΓΑ

Μία από τις συνέπειες αυτών των εσωτερικών συγκρούσεων είναι η ανορθόδοξη μεταρρυθμιστική αλληλουχία. Όπως ο οικονομολόγος Takatoshi Ito έχει εξηγήσει [2], ο καλύτερος τρόπος για να ανοίξει ένα καταπιεσμένο, αυτάρκες χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι να αρχίσει με την εσωτερική οικονομική μεταρρύθμιση. Πριν να επιτραπεί να ρεύσουν μεγάλα ποσά ξένων κεφαλαίων μέσα και έξω από το σύστημα μιας χώρας, οι τράπεζες πρέπει να είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και να διέπονται από ανταγωνιστικούς κανονισμούς. Οι αγορές ομολόγων θα πρέπει να διαθέτουν επαρκές βάθος και ρευστότητα, έτσι ώστε να μπορούν να απορροφήσουν τα ξένα κεφάλαια, χωρίς να βιώνουν δραματικές διακυμάνσεις τιμών. Οι αρχές πρέπει να καλωσορίζουν μια ποικιλία επενδυτών, με διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες, επενδυτικούς στόχους και κοσμοθεωρίες - μια μορφή ποικιλομορφίας που μειώνει την καταστροφική συμπεριφορά της αγέλης. Μόνο αφότου το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα έχει εμπλουτιστεί με αυτόν τον τρόπο είναι ασφαλές να ανοίξει την οικονομία σε εισροές ξένων κεφαλαίων, να επιτρέψει τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και αφήσει τα χρήματα της χώρας να κυκλοφορούν διεθνώς. Η διεθνοποίηση του νομίσματος θα πρέπει να είναι το τελικό σημείο της μεταρρύθμισης και όχι το σημείο εκκίνησης.

Η Κίνα δεν ακολουθεί αυτή τη σειρά. Η κυρίαρχη άποψη στην κινεζική πολιτική σκηνή αντιστέκεται ακόμα στις ταχείες εγχώριες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και τη συναλλαγματική ευελιξία, οπότε οι μεταρρυθμιστές πιέζουν προς τα εμπρός με τη διεθνοποίηση του νομίσματος πριν να εκπληρωθούν οι συνήθεις προϋποθέσεις. Από την ομιλία του Χου, το 2008, η Κίνα έχει υπογράψει σε μεγάλο βαθμό συμβολικές συμφωνίες swap με Κεντρικές Τράπεζες 13 χωρών, όπως η Αργεντινή, η Λευκορωσία, η Ινδονησία, η Μαλαισία και η Νότια Κορέα. Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας ανακοίνωσε ότι θα μετατρέψει μεταξύ 5% και 10% των συναλλαγματικών διαθεσίμων της σε γουάν. Αλλά οι πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που άρχισαν τον Απρίλιο του 2009, όταν η κυβέρνηση της Κίνας επέτρεψε σε πέντε πιλοτικές περιοχές - Dongguan, Guangzhou, Σαγκάη, Shenzhen καθώς και το Zhuhai - να ξεκινήσουν εμπορικές συναλλαγές με το Χονγκ Κονγκ δοκιμαστικά σε γουάν. Τον Ιούνιο του 2010, το πείραμα επεκτάθηκε σε 20 επαρχίες, πόλεις και αυτόνομες περιοχές. Πέρυσι, επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Η προκύπτουσα έκρηξη του γουάν με βάση το εμπόριο χαιρετίστηκε από κάποιους ως επιτυχία. Αλλά όπως ο Peter Garber της Deutsche Bank έχει εξηγήσει [3] η ανάπτυξη ήταν αποκαλυπτικά μονόπλευρη, με αποτέλεσμα να προκύψουν ορισμένες σοβαρές ανεπιθύμητες συνέπειες.