Η Δημοκρατία δεν αισθάνεται καλά… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Δημοκρατία δεν αισθάνεται καλά…

Η παγκοσμιοποίηση και οι κίνδυνοι για τη Δύση
Περίληψη: 

Οι προηγμένες βιομηχανικές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν μια κρίση διακυβέρνησης. Η παγκοσμιοποίηση έχει διευρύνει το χάσμα μεταξύ αυτών που απαιτούν οι ψηφοφόροι και εκείνων που οι κυβερνήσεις τους μπορούν να τους προσφέρουν. Αν οι ηγέτιδες δημοκρατίες δεν μπορέσουν να αποκαταστήσουν την πολιτική και οικονομική φερεγγυότητά τους, το μοντέλο που εκπροσωπούν θα χάσει τη γοητεία του. Φυσικά, το κλειδί είναι η μεσαία τάξη και οι πολιτικές για τη στήριξή της.

Ο CHARLES A. KUPCHAN είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Georgetown University και βασικός συνεργάτης στην έδρα Whitney Shepardson του Council on Foreign Relations. Το δοκίμιο που ακολουθεί, αποτελεί διασκευή από το προσεχές βιβλίο του No One’s World: The West, the Rising Rest, and the Coming Global Turn (Oxford University Press, 2012).

Μια κρίση διακυβέρνησης ταλανίζει τις πιο προηγμένες δημοκρατίες του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η Ιαπωνία αντιμετωπίζουν ταυτοχρόνως πολιτική καθίζηση. Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ αυτού που οι ψηφοφόροι ζητούν από τις κυβερνήσεις τους και αυτού που εκείνες είναι σε θέση να τους προσφέρουν. Η δυσαρμονία ανάμεσα στο αυξανόμενο αίτημα για σωστή διακυβέρνηση και στην ελαττούμενη παροχή της, είναι μια από τις πιο σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο δυτικός κόσμος σήμερα.

Οι ψηφοφόροι στις βιομηχανικές δημοκρατίες προσβλέπουν στις κυβερνήσεις τους, επιζητώντας από αυτές να αντιδράσουν στην πτώση του βιοτικού επιπέδου και την αυξανόμενη ανισότητα, που απορρέουν από τη χωρίς προηγούμενο ροή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Οι λαοί προσδοκούν, επίσης, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους να διαχειριστούν το ζήτημα της διογκούμενης μετανάστευσης, της υπερθέρμανσης του πλανήτη και άλλων αναπόφευκτων επιπτώσεων του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας. Όμως, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτό το καθήκον. Η παγκοσμιοποίηση καθιστά λιγότερο αποτελεσματικά τα πολιτικά εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, ενώ παράλληλα εκμηδενίζει την παραδοσιακή κυριαρχία της Δύσης στις διεθνείς υποθέσεις, πυροδοτώντας την «άνοδο των υπολοίπων» [χωρών]. Η αδυναμία των δημοκρατικών κυβερνήσεων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της ευρύτερης λαϊκής βάσης, αύξησε με τη σειρά της τη λαϊκή δυσφορία, υπονομεύοντας περαιτέρω τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα των αντιπροσωπευτικών θεσμών.

Αυτή η κρίση διακυβέρνησης εντός του δυτικού κόσμου, συμβαίνει σε μια ιδιαιτέρως ακατάλληλη στιγμή. Το διεθνές σύστημα βρίσκεται εν μέσω τεκτονικών αλλαγών, λόγω της διάχυσης του πλούτου και της ισχύος σε νέες περιοχές. Υποτίθεται ότι η παγκοσμιοποίηση θα λειτουργούσε προς όφελος των φιλελεύθερων κοινωνιών, οι οποίες προφανώς ήταν απολύτως κατάλληλες για να εκμεταλλευτούν τη γρήγορη και ασταθή φύση της παγκόσμιας αγοράς. Αντ’ αυτού, όμως, οι λαοί στις προηγμένες δημοκρατίες της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας υπέστησαν σκληρό πλήγμα, ακριβώς για τον λόγο ότι οι οικονομίες των χωρών τους είναι ώριμες και ανοιχτές στον κόσμο.

Αντιθέτως, η Βραζιλία, η Ινδία, η Τουρκία και άλλες ανερχόμενες δημοκρατίες, επωφελούνται από τη μετατόπιση της οικονομικής ζωτικότητας από τον ανεπτυγμένο προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ειδικότερα η Κίνα αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανή στο να δρέπει τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης χωρίς παράλληλα να επιβαρύνεται από τις υποχρεώσεις της, κυρίως επειδή διατήρησε τον έλεγχο επί των μέσων άσκησης πολιτικής, πράγμα που παραμέλησαν οι φιλελεύθεροι ανταγωνιστές της. Ο κρατικός καπιταλισμός έχει εμφανή πλεονεκτήματα, τουλάχιστον προς το παρόν. Κατά συνέπεια, αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι μόνο η υλική πρωτοκαθεδρία της Δύσης, αλλά και η αξιοπιστία της εκδοχής της για τη νεωτερικότητα. Αν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν αποκαταστήσουν την πολιτική και οικονομική ευρωστία τους, τα πολιτικά και γεωπολιτικά δεδομένα του 21ου αιώνα θα εξελιχθούν στο απόλυτο χάος.

ΕΛΑΦΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ

Η παγκοσμιοποίηση διεύρυνε τον συνολικό πλούτο και έδωσε τη δυνατότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες να πετύχουν μια χωρίς προηγούμενο ευημερία. Η διασπορά των επενδύσεων, το εμπόριο και τα δίκτυα επικοινωνίας βάθυναν την αλληλεξάρτηση και τα εν δυνάμει ειρηνευτικά αποτελέσματά τους, ενώ παράλληλα συνέβαλαν στο άνοιγμα των μη δημοκρατικών χωρών και στην ενδυνάμωση λαϊκών εξεγέρσεων. Ταυτόχρονα, όμως, η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή οικονομία από την οποία εξαρτάται, αποτελούν την κύρια πηγή της τρέχουσας κρίσης διακυβέρνησης που αντιμετωπίζει η Δύση. Η αποβιομηχάνιση και η ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους, το παγκόσμιο εμπόριο και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, το πλεόνασμα κεφαλαίων και οι «φούσκες» στις πιστώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία, όλες αυτές οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης επιβάλλουν δοκιμασίες και ανασφάλεια, που ήταν άγνωστες σε αρκετές γενιές. Τα δεινά που απορρέουν από την οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008, είναι ιδιαιτέρως έντονα, αλλά τα θεμελιώδη προβλήματα είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα. Στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων είκοσι χρόνων, οι τακτικές αποδοχές της μεσαίας τάξης στις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου παρέμειναν στάσιμες και η οικονομική ανισότητα παρουσίασε δραστική άνοδο, καθώς η παγκοσμιοποίηση αντάμειψε πλουσιοπάροχα τους κερδισμένους αλλά ξέχασε τους πολλούς χαμένους.

Αυτές οι τάσεις δεν αποτελούν προσωρινά υποπροϊόντα του οικονομικού κύκλου ούτε οφείλονται σε κατεξοχήν ανεπάρκεια ελέγχου του χρηματοπιστωτικού τομέα, στις φορολογικές ελαφρύνσεις που επιβλήθηκαν εν καιρώ πανάκριβων πολέμων ή σε άλλες λανθασμένες πολιτικές. Όπως κατέδειξαν στην πρόσφατη μελέτη τους με τίτλο «The Way Forward» οι οικονομικοί αναλυτές Ντάνιελ Άλπερτ, Ρόμπερτ Χόκετ και Νούριελ Ρουμπινί, η μισθολογική στασιμότητα και η αυξανόμενη ανισότητα αποτελούν συνέπειες της ένταξης στην παγκόσμια οικονομία δισεκατομμυρίων χαμηλόμισθων εργατών, καθώς επίσης και της αύξησης της παραγωγικότητας που προήλθε από την εφαρμογή της πληροφορικής στον τομέα της μεταποίησης. Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν την παγκόσμια παραγωγή σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τη ζήτηση, επιβάλλοντας βαρύ τίμημα στους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους των χωρών της βιομηχανικής Δύσης. Η συνακόλουθη απορρύθμιση και δυσαρέσκεια των εκλογικών σωμάτων στη Δύση, μεγιστοποιήθηκαν από την όξυνση των υπερεθνικών κινδύνων της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι το διεθνές έγκλημα, η τρομοκρατία, η ανεπιθύμητη μετανάστευση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Σε αυτό το δυσάρεστο μίγμα έρχεται να προστεθεί η επανάσταση της πληροφορίας. Το διαδίκτυο και η πλησμονή των μέσων μαζικής επικοινωνίας φαίνεται ότι μάλλον πυροδοτούν την ιδεολογική πόλωση, παρά καλλιεργούν τον εποικοδομητικό διάλογο.