Μια περίεργη πολιτική κωμωδία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια περίεργη πολιτική κωμωδία

Γιατί οι πρωτοκλασάτοι πολιτικοί της Γαλλίας δεν καταφέρνουν να συσπειρώσουν τους πολίτες
Περίληψη: 

Δυστυχώς, το θέατρο του παραλόγου (στο οποίο η προεκλογική εκστρατεία της Γαλλίας έμοιαζε ως τώρα) δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για άσκηση καλής πολιτικής.

Η ESTELLE YOUSSOUFFA είναι παρουσιάστρια ειδήσεων στο TV5 Monde και εργάζεται ως τακτική ανταποκρίτρια για το Al Jazeera English.

Ο Νικολά Σαρκοζί χρησιμοποίησε την πρόσφατη τραγωδία στη χώρα του και τον φόνο του γεννημένου στη Γαλλία 24χρονου Μοχάμεντ Μερά, ενός αυτοαποκαλούμενου μουσουλμάνου ριζοσπάστη - ως μια ευκαιρία να βάλει την προεκλογική εκστρατεία του στην τελική ευθεία. Δείχνοντας απολύτως ως πρόεδρος (δηλαδή όχι ως υποψήφιος), ο Σαρκοζί απάντησε με επισημότητα στην κτηνωδία που άφησε επτά νεκρούς - ήρθη στο ύψος των περιστάσεων, οργανώνοντας μια εθνική τελετή κηδείας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της κηδείας η οποία μεταδόθηκε ζωντανά, οι άλλοι υποψήφιοι διαγκωνίζονταν για να εμφανιστούν μπροστά στην κάμερα και κατέστη έτσι σαφές το πόσο πολιτική έγινε αυτή η περίοδος πένθους. Ανάγωγο, ίσως, αλλά το σόου έπρεπε να συνεχιστεί.

Φυσικά, η ανικανότητα των υπηρεσιών πληροφοριών της Γαλλίας να εμποδίσουν τις επιθέσεις μπορεί να υπονομεύσει τις επιδόσεις της εθνικής ασφάλειας του Σαρκοζί, αλλά αντισταθμίζοντας αυτό το περιστατικό ενεργοποιήθηκε η χωλαίνουσα προεκλογική εκστρατεία του προέδρου. Οι δημοσκοπήσεις αμέσως έδειξαν βελτίωση της εικόνας του. Με την τολμηρή στάση του σε μια στιγμή τραγωδίας, ο Σαρκοζί υπενθύμισε στους Γάλλους ότι είναι ένας υπεύθυνος άνθρωπος και θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι έτσι για τα επόμενα πέντε χρόνια, εάν οι πολίτες επιθυμούν σταθερότητα σε ταραγμένους καιρούς. Επίσης, έδειξε στους αντιπάλους του ότι εξακολουθεί να έχει ηγετικό ρόλο και πως μπορεί να δώσει τον ρυθμό στην αντιπαράθεση της προεκλογικής περιόδου.

Πάνω από όλα, αυτή η εκλογή έχει γίνει μια παράξενη πολιτική κωμωδία. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι αδύναμοι ακτιβιστές που αντηχούν γνώριμες, χιλιοειπωμένες ατάκες. Οι επανειλημμένες δεσμεύσεις του Σαρκοζί για την «μάχη και την νίκη κατά της ανεργίας» ενώ οι αριθμοί των ανέργων είναι σε άνοδο τον κάνουν να φαίνεται ως ένας κουρασμένος ήρωας. Εν τω μεταξύ, τόσο η ηγέτις του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, όσο και ο ακροαριστερός υποψήφιος του αντικαπιταλιστικού κόμματος «Parti de Gauche», Ζαν-Λυκ Μελενσόν, προσελκύουν θυμωμένα, ενεργοποιημένα πλήθη. Ο αντι-ευρωπαϊκός λόγος τους, η φλεγμονώδης ισλαμοφοβία και το αντι-ελίτ ρητορικό συνονθύλευμα απηχεί σε έναν πληθυσμό που βρίσκεται σε αγωνία. Ενώ η ανεργία βρίσκεται σε άνοδο και το δημόσιο έλλειμμα στο 5,2% του ΑΕΠ, ωστόσο, η εκστρατεία έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει το λυπηρό ζήτημα της οικονομίας, αν και είναι αναμφισβήτητα η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Γαλλία.

Παρά την αύξηση της δημοτικότητάς του μετά την επίθεση, οι πραγματικές προοπτικές του Σαρκοζί είναι αρκετά χλωμές. Ποτέ στο παρελθόν ένας Γάλλος πρόεδρος που επεδίωκε την επανεκλογή του δεν ήταν τόσο χαμηλά στις δημοσκοπήσεις για τόσο πολύ καιρό. Σύμφωνα με την (κυριακάτικη εφημερίδα) Le Journal du Dimanche, κατά τους τελευταίους 18 μήνες ο Σαρκοζί έχει διατηρήσει την υποστήριξη μόλις του 31% του γαλλικού εκλογικού σώματος. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ούτε μία δημοσκόπηση που να προβλέπει τη νίκη του στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Η οικονομική κρίση κατέστρεψε την εκστρατεία του το 2007 που είχε στόχο να αυξήσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών: η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών αυξήθηκε μόλις κατά ένα πέμπτο του 1%, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής εργατικής τάξης να αισθάνεται εξαθλιωμένο. Φάνηκε κατώτερος έναντι των υποσχέσεών του όπως επίσης και έναντι των σχεδίων του για το μέλλον. Τέσσερις εβδομάδες πριν από την ψηφοφορία, δεν είχε ακόμα γράψει και δημοσιεύσει την πολιτική του πλατφόρμα.

Υποστηρικτές του Σαρκοζί αναθυμούνται τον ενεργητικό υποψήφιο ο οποίος εντυπωσίασε τη χώρα πριν από πέντε χρόνια. Όσοι πίστεψαν στην υπόσχεσή του για μια υπεράνω κριτικής δημοκρατία είναι σοβαρά απογοητευμένοι. Η αύξηση των αμοιβών του κατά 150% την οποία ενέκρινε ο ίδιος για τον εαυτό του, το σκάνδαλο νεποτισμού (ο 22χρονος γιος του Σαρκοζί ονομάστηκε προσωρινά επικεφαλής της περιοχής La Défense του Παρισιού, που φιλοξενεί την πλειονότητα των οικονομικών υπηρεσιών της Γαλλίας) και οι καταγγελίες περί διαφθοράς σχετικά με την εκστρατεία του του 2007, από κοινού, έκαμψαν τον ενθουσιασμό των πιο ένθερμων οπαδών του Σαρκοζί. Σήμερα, το σύνθημα του προέδρου, «Γάλλοι, βοηθήστε με!» (Françaises, Français, aidez-moi!), δίνει την αίσθηση της πολιτικής απελπισίας. Η φράση ανήκει στον Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος τη χρησιμοποίησε το 1961, όταν του είχαν δοθεί πλήρεις εξουσίες από την κυβέρνηση για να σταματήσει το πραξικόπημα των στρατηγών στο Αλγέρι. Τώρα η εποχή δεν είναι σαν τότε και το γεγονός αφαιρεί την σοβαρότητα από τις κραυγές του Σαρκοζί.

Από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, ο σοσιαλιστής υποψήφιος και κύριος αντίπαλος του Σαρκοζί, Φρανσουά Ολάντ, δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από το σύνθημα «οτιδήποτε άλλο εκτός του Σαρκοζί». Σχεδιάζει να προσλάβει 60.000 εκπαιδευτικούς και να πιέσει για δημόσιες επενδύσεις ώστε να αναζωπυρώσει την οικονομία, αλλά το γεγονός ότι θέλει να επιβάλλει φόρο 75% στις μεγάλες περιουσίες έχει δεχθεί σκληρή κριτική από τον οικονομικό κόσμο, ο οποίος φοβάται ότι οι πλουσιότεροι πολίτες θα εγκαταλείψουν τη χώρα και θα σταματήσουν να επενδύουν στη Γαλλία. Όσο ο Σαρκοζί εκλαμβάνεται ως φίλος των πλουσίων και ισχυρών, ο Ολάντ είναι το ακριβώς αντίθετο.

Πέρα από τη στάση του εναντίων των πολύ πλούσιων, ο Ολάντ διαφέρει και με άλλους τρόπους. Ποτέ δεν έχει καταλάβει μια υπουργική θέση και είναι σχετικά άγνωστος στο εξωτερικό. Εξακολουθεί να πρέπει να κάνει τους ψηφοφόρους να ξεχάσουν ότι είναι ένας νεόκοπος ηγέτης της γαλλικής αριστεράς - πολλοί θεωρούν ότι δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να καλύπτει τη θέση του Νομινίκ Στος Καν, ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του ξαφνικά, αφού κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση σε Νέα Υόρκη. Το γλυκό ύφος του Ολάντ εμποδίζει τους ψηφοφόρους από κάθε είδους επίδειξη ενθουσιασμού. Παρ' όλα αυτά, όμως, έχει το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις: το περιοδικό Paris Match του δίνει 54%.