Ο παράδοξος θρίαμβος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο παράδοξος θρίαμβος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας

Έρικ Χομπσμπάουμ και Γιαν-Βέρνερ Μύλερ φωτίζουν την πρόσφατη ιστορία των ιδεολογιών στην Ευρώπη

Σε αντίθεση με τη γεμάτη σεβασμό μεταχείριση, την οποία ο Μύλερ επεφύλαξε στην προσεκτική απόπειρα του Βέμπερ να συνδυάσει στη θεωρία του την τάξη, τη νομιμότητα και την εκπροσώπηση ενός σύγχρονου έθνους-κράτους, ο ίδιος επιφυλάσσει έναν όχι και τόσο κολακευτικό αλλά, πάντως, συναρπαστικό χαρακτηρισμό για τον Ούγγρο φιλόσοφο Γκεόργκι Λούκατς. Ο Μύλερ αναγνωρίζει μεν στον Λούκατς τη διεισδυτική και ενδελεχή ανάγνωση του Καρλ Μαρξ, η οποία τον ανέδειξε στον διαπρεπέστερο μαρξιστή φιλόσοφο του μεσοπολέμου, αλλά αναδεικνύει εκ παραλλήλου την πολιτική ανωριμότητά του κατά τη διάρκεια της ουγγρικής κομμουνιστικής επανάστασης του 1919, τους οπορτουνιστικούς ελιγμούς του κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου και την οριστική μεταστροφή του, ως παραδείγματος προς μίμηση για τη Νέα Αριστερά, κατά τη δεκαετία του 1960. Ο Μύλερ τον περιγράφει, επίσης, ως έναν από τους «πολλούς γόνους των αφομοιωμένων Εβραίων επιχειρηματιών ... (οι οποίοι) έγιναν μέλη μιας αδέσμευτης και αυτόνομα ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσιας, που περιφέρονταν ανά την Ευρώπη με γενναιόδωρες χορηγίες (από τους συνήθως απελπισμένους πατέρες τους)». Αυτή η άποψη μπορεί να μην είναι απολύτως εσφαλμένη, αλλά πάντως τέτοια στερεότυπα σχετικά με την κοινωνική προέλευση των επαναστατών διανοουμένων απηχούν -σε ηπιότερους τόνους- αυτό που κραύγαζαν από τα μπαλκόνια πολλοί δεξιοί αντισημίτες εκείνης της εποχής: ότι η τάξη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες απειλούνταν από τους χωρίς ρίζες κοσμοπολίτες πλούσιους Εβραίους διανοουμένους.

Κατά την αναφορά του στον φασισμό, ο Μύλερ πολύ σωστά τονίζει την τεράστια επίδραση που είχαν οι ιδέες του φιλοσόφου Ζορζ Σορέλ στον Μουσολίνι και στη γαλλική ριζοσπαστική δεξιά, και ειδικότερα η αντίληψή του ότι η μαζική πολιτική δράση είναι εξαρτημένη από έναν «κοινωνικό μύθο». Όπως κατέδειξε ο ιστορικός Ζέεφ Στέρνχελ, οι εθνικιστικοί μύθοι έδωσαν περιεχόμενο και κίνητρα στις ξεριζωμένες μάζες, που ένιωσαν αποξενωμένες από τις επίσημες θεσμικές δομές των σύγχρονων δημοκρατιών. Αυτή η λαϊκή βάση διέκρινε τη φασιστική μυθολογία από τον ελιτίστικο παραδοσιακό συντηρητισμό, κάτι που πολλοί φιλελεύθεροι και μαρξιστές δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν. Ο φασισμός και ο ναζισμός, όχι μόνο δεν υπήρξαν πράκτορες της συντηρητικής αστικής τάξης πραγμάτων, αλλά ήταν επαναστατικά και άκρως μοντέρνα κινήματα. Μεγάλο μέρος της απήχησής τους βρίσκεται στον ισχυρισμό τους ότι ήταν πιο δημοκρατικά από τις δημοκρατίες.

Καθώς η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε και το τέλος του φασισμού, η δυτική Ευρώπη ανέλαβε το έργο της πολιτικής ανασυγκρότησης, υποστηρίζει ο Μύλερ. Οι πολιτικές ηγεσίες αντιλήφθηκαν ότι το έργο τους ήταν πολύ ευρύτερο από την απλή αναβίωση της μεσοπολεμικής τάξης πραγμάτων, της -άλλωστε- τόσο οικτρά αποτυχημένης. Αντ’ αυτού, επεξεργάστηκαν αυτό που ο Μύλερ ονομάζει «περιορισμένη δημοκρατία», ένα σύστημα που πήρε τους τυπικούς θεσμούς του κοινοβουλευτισμού, της καθολικής ψηφοφορίας και του πολυκομματισμού και προσέθεσε έναν αριθμό από περιορισμούς. Τα συνδικάτα διαπραγματεύονταν απευθείας με το κράτος, γεγονός που αποτελούσε αναγνώρισή τους ως νόμιμων συστατικών στοιχείων του πολιτικού συστήματος (και όχι απλώς εκπροσώπων των σοσιαλιστικών κομμάτων), επιτρέποντας σε εργοδότες, εργαζομένους και κυβέρνηση να διαπραγματεύονται για μισθούς και ημερομίσθια. Τα μη εκλεγμένα συνταγματικά δικαστήρια λειτουργούσαν ως ελιτίστικη τροχοπέδη στην πλειοψηφική vox populi, προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα από τον αχαλίνωτο λαϊκισμό. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο: αυτές οι «περιορισμένες» δημοκρατίες υιοθέτησαν μια βελτιωμένη κεϋνσιανή προσέγγιση στην κρατική παρέμβαση επί της οικονομίας, γεγονός που προσέθεσε ένα στοιχείο ασφάλειας στην πολιτική διάρθρωση, κάτι που έλειπε από την προ του 1939 Ευρώπη.

Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, ο Μύλερ βοηθά τους αναγνώστες να αντιληφθούν τη μεταπολεμική Ευρώπη, εστιάζοντας την προσοχή στην τεράστια συμβολή των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Ιταλός Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, ο Γερμανός Κόνραντ Αντενάουερ και ο Γάλλος Ρομπέρ Σουμάν, μετασχημάτισαν τα κόμματά τους από εχθρούς της δημοκρατίας σε βασικούς πυλώνες της. Πριν από το 1939, πολλά Χριστιανικά κόμματα είχαν συμμαχήσει με αντιδημοκρατικές δυνάμεις και μόνο η φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το Ολοκαύτωμα τα έπεισαν ότι μια τέτοια συνέργεια με τον φασισμό αντιβαίνει προς τις θρησκευτικές αρχές τους. Στο σημείο αυτό, καθοριστική σημασία είχαν τα κείμενα του Γάλλου καθολικού φιλοσόφου Ζακ Μαριτέν, όσον αφορά τον επαναπροσανατολισμό των Χριστιανικών κομμάτων προς τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό. Συμπράττοντας με φιλελεύθερα και σοδιαλδημοκρατικά κόμματα, προκειμένου να ενστερνιστούν ή ακόμη και να συμβάλουν στην καθοδήγηση μιας νέας τάξης πραγμάτων, οι Χριστιανοδημοκράτες προσέφεραν στο σύστημα τον τύπο της διαταξικής υποστήριξης ευρέων λαϊκών πλειοψηφιών, που οι μεσοπολεμικές δημοκρατίες δεν απόλαυσαν ποτέ.

Η ΚΑΜΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ