Τα κέρδη του ΝΑΤΟ στη Λιβύη
Η επιχείρηση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη ορθώς έχει επαινεθεί γιατί έσωσε ζωές και κατάργησε ένα τυραννικό καθεστώς, γράφουν ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης. Αλλά για να επαναληφθεί αυτή η επιτυχία, τα κράτη μέλη πρέπει να ενισχύσουν την πολιτική συνοχή τους και να βελτιώσουν την κατανομή των βαρών που έκανε την αποστολή αυτή επιτυχημένη.
Ο Ivo H. Daalder είναι Μόνιμος Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Ο James G. Stavridis είναι Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης και Διοικητής της Ευρωπαϊκής Διοίκησης των ΗΠΑ.
- previous-disabled
- Page 1of 4
- next
Η επιχείρηση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη έχει δικαίως χαιρετισθεί ως μια παρέμβαση - πρότυπο. Η συμμαχία αντέδρασε γρήγορα σε μια επιδεινούμενη κατάσταση, η οποία απειλούσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που επαναστάτησαν εναντίον ενός καταπιεστικού καθεστώτος. Πέτυχε την προστασία αυτών των αμάχων και, τελικά, παρέσχε τον χώρο και τον χρόνο που απαιτείτο για να ανατρέψουν οι τοπικές δυνάμεις τον Μουαμάρ αλ Καντάφι. Και το έπραξε με εμπλέκοντας συμμάχους στην περιοχή και κατανέμοντας αρμοδιότητες στα μέλη της συμμαχίας.
Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη απέδειξε ότι η συμμαχία παραμένει μια σημαντική πηγή σταθερότητας. Αλλά για να διατηρήσει αυτό το ρόλο, το ΝΑΤΟ πρέπει να σταθεροποιήσει την πολιτική συνοχή και τις κοινές δυνατότητες που κατέστησαν δυνατή την επιχείρηση στη Λιβύη - ιδιαίτερα καθώς οι ηγέτες του προετοιμάζονται για την επερχόμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Σικάγο αυτόν το Μάιο.
ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Όταν ο λαός της Λιβύης ξεσηκώθηκε ενάντια στον Καντάφι τον Φεβρουάριο του 2011, πολλοί ήλπιζαν ότι οι μη βίαιες διαδηλώσεις θα ακολουθούσαν την επιτυχημένη πορεία παρόμοιων εξεγέρσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Αλλά αντί να παραδοθούν, όπως είχε γίνει με τους Μπεν Αλί και Χόσνι Μουμπάρακ, ο Καντάφι εξαπέλυσε μια άγρια καταστολή.
Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε γρήγορα. Στα τέλη Φεβρουαρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλε κυρώσεις, εμπάργκο όπλων και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της Λιβύης, και κατήγγειλε τα εγκλήματα του Καντάφι κατά της ανθρωπότητας στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Λίγο αργότερα, ο Αραβικός Σύνδεσμος απέκλεισε τη Λιβύη από τις συνόδους του και στη συνέχεια κάλεσε την διεθνή κοινότητα να επιβάλει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Στις 17 Μαρτίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας έκανε δεκτή την αίτηση, εντέλλοντας τη λήψη «όλων των αναγκαίων μέτρων» για την προστασία των αμάχων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διευκόλυναν αυτή την ταχεία διεθνή αντίδραση. Στα τέλη Φεβρουαρίου, η Ουάσιγκτον ήταν η πρώτη χώρα που διέκοψε τη χρηματοδότηση του Καντάφι, παγώνοντας 32 δισεκατομμύρια δολάρια από τα περιουσιακά στοιχεία της Λιβύης και προτρέποντας άλλες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Η Ουάσιγκτον ήταν επίσης επικεφαλής στο ψήφισμα του ΟΗΕ που επέτρεψε την παρέμβαση, αιτιολογώντας την ενέργεια αυτή ως συνεπή με «την ευθύνη για την προστασία», έναν κανόνα που καλεί τη διεθνή κοινότητα να παρέμβει όταν οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν να προφυλάξουν τους πολίτες τους. Και στις 19 Μαρτίου, μετά την έγκριση του ΟΗΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστάτησαν σε μια συμμαχία για έναρξη αεροπορικών και πυραυλικών επιθέσεων κατά των δυνάμεων της Λιβύης - καθώς και εναντίον μιας μεγάλης συγκέντρωσης τεθωρακισμένων οχημάτων που πλησίαζαν τη Βεγγάζη, έδρα της επανάστασης και κατοικία 750.000 ανθρώπων που ο Καντάφι είχε χαρακτηρίσει «αρουραίους» όταν απείλησε να «εξαγνίσει κάθε σπίτι της Λιβύης». Η αρχική παρέμβαση έσωσε το λαό της Βεγγάζης, εξάλειψε το εναέριο αμυντικό σύστημα της Λιβύης εντός 72 ωρών και ανέπτυξε αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις για να επιβάλει το ψήφισμα του ΟΗΕ.
Μετά από αυτή την αρχική επιτυχία, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ζήτησε από το ΝΑΤΟ να αναλάβει τη διοίκηση και τον έλεγχο της επιχείρησης, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματική ενοποίηση των συμμαχικών και συνεργαζόμενων στρατιωτικών δυνάμεων. Η Ουάσιγκτον θα συνέχιζε να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά θα το έκανε κυρίως με τη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών, ανεφοδιάζοντας τα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ και των συμμάχων και συμβάλλοντας και σε άλλες υψηλής τεχνολογίας στρατιωτικές ενέργειες, όπως οι ηλεκτρονικές παρεμβολές.
Με πολλές χώρες του ΝΑΤΟ, όπως το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Δανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, να συμβάλλουν ήδη στην επέμβαση, το ΝΑΤΟ ήταν η λογική επιλογή για να αναλάβει τη διοίκηση και συμφώνησε να το πράξει στις 27 Μαρτίου. Υπό την ονομασία «Επιχείρηση Unified Protector», η αποστολή της συμμαχίας στη Λιβύη αποτελείτο από τρεις ξεχωριστούς τομείς: την αστυνόμευση του εμπάργκο όπλων, την περιπολία στη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων και την προστασία των αμάχων. Παρόλο που σταθεροποίησε αμέσως τον ναυτικό αποκλεισμό και τη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, αντιμετώπισε δυσκολίες στην προστασία του λιβυκού λαού. Η εγγύτητα των δυνάμεων του καθεστώτος, οι εγκαταστάσεις του και ο εξοπλισμός των πολιτικών υποδομών, η αρχικά περιορισμένη ικανότητα της Λιβυκής αντιπολίτευσης να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα αστικά κέντρα που είχε υπό τον έλεγχό της αλλά και η ανάγκη του ΝΑΤΟ να ελαχιστοποιήσει τη ζημιά στους αμάχους, επιβράδυναν τις επιχειρήσεις και κάποιες φορές οδήγησαν στη δημιουργία μιας εντύπωσης αδιεξόδου και στασιμότητας.
Έως τα μέσα του Αυγούστου, ωστόσο, η αντιπολίτευση είχε αποκτήσει αρκετή δύναμη για να επιτεθεί στα οχυρά του Καντάφι , πρώτα στην Τρίπολη και στη συνέχεια στη Σύρτη. Μέσα σε δύο μήνες, το Λιβυκό Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο είχε εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της χώρας και οι αντάρτες είχαν συλλάβει και σκοτώσει τον Καντάφι. Η «Επιχείρηση Unified Protector» έληξε στις 31 Οκτωβρίου, 222 ημέρες αφότου είχε αρχίσει.
ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Από όλες τις απόψεις, το ΝΑΤΟ πέτυχε στη Λιβύη. Έσωσε δεκάδες χιλιάδες ζωές από σχεδόν σίγουρο θάνατο. Πραγματοποίησε μια αεροπορική εκστρατεία απαράμιλλης ακρίβειας, η οποία, παρότι δεν ήταν τέλεια, ελαχιστοποίησε σημαντικά τις παράπλευρες απώλειες. Επέτρεψε στη λιβυκή αντιπολίτευση να ανατρέψει έναν από τους πιο μακρόχρονους στην εξουσία δικτάτορες παγκοσμίως. Και τα κατάφερε όλα αυτά χωρίς ούτε μια συμμαχική απώλεια και με κόστος -1,1 δισεκατομμύρια δολάρια για τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλά δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά - το οποίο ήταν ελάχιστο σε σχέση με αυτά που σπαταλήθηκαν σε παρεμβάσεις στα Βαλκάνια, το Αφγανιστάν και το Ιράκ.
- previous-disabled
- Page 1of 4
- next