Το ίντερνετ βρίσκεται υπό εντεινόμενη παρακολούθηση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ίντερνετ βρίσκεται υπό εντεινόμενη παρακολούθηση

Η Ουάσιγκτον ευαγγελίζεται την ελευθερία στο ίντερνετ αλλά στην πράξη το παρακολουθεί στενά

Λίγο μετά από την πτώση του Αιγύπτιου προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ πέρυσι, διαδηλωτές εισέβαλαν στο αρχηγείο της αιγυπτιακής Εθνικής Ασφάλειας, στο οποίο στεγάζονται τα αρχεία της αστυνομίας. Κάποιοι Αιγύπτιοι βρήκαν αρχεία που οι αρχές είχαν συντάξει για το πρόσωπό τους. Άλλοι αποκάλυψαν αρχεία που εστιάζονταν σε φίλους και συναδέλφους. Υπήρχαν αντίγραφα υποκλοπών, τεράστιος όγκος εκτυπώσεων από ιδιωτικά e-mail, sms και επικοινωνίες που είχαν υποκλαπεί.

Όπως αποδεικνύεται, η αμερικανική τεχνολογία βοήθησε τον Μουμπάρακ και τις δυνάμεις ασφάλειας του καθεστώτος του να συλλέγουν, να συγκεντρώνουν και να αναλύουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων σχετικά με τους απλούς πολίτες. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση χρησιμοποιούσε μια τεχνολογία «έρευνας βαθέων πληροφοριών» αγορασμένη από την Narus, μια εταιρία με έδρα στο Sunnyvale της Καλιφόρνια και η οποία ανήκει στην Boeing. Το πιο επιτυχημένο προϊόν της εταιρίας είναι το NarusInsight, το οποία σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Narus βοηθά τους «φορείς εκμετάλλευσης δικτύων και ασφάλειας να έχουν σε πραγματικό χρόνο επίγνωση της κατάστασης της κυκλοφορίας που διέρχεται από τα δίκτυά τους». Εν ολίγοις, η ίδια τεχνολογία όχι μόνο βοηθά τους διαχειριστές δικτύου να ανιχνεύσουν επιτιθέμενους και εισβολείς αλλά μπορεί επίσης να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να περιπολούν τις online δραστηριότητες των πολιτών τους. Ο πυρήνας των πελατών της Narus είναι το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας, αλλά ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της εταιρείας προέρχεται από το εξωτερικό. Το 2005, η Narus υπέγραψε μια συμφωνία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για να αδειοδοτήσει τη χρήση της τεχνολογίας της στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Σαουδική Αραβία και τη Λιβύη.

Το να σημειώσει κανείς την περίπτωση της Narus αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα ειρωνικό, καθώς ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε νέες κυρώσεις κατά του Ιράν και της Συρίας, γιατί χρησιμοποιούν τεχνολογία που η Τεχεράνη και η Δαμασκός χρησιμοποιούν για να στοχοποιήσουν τους δικούς τους πολίτες. Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε ότι οι τεχνολογίες του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων «θα πρέπει να υπάρχουν για την ενίσχυση των πολιτών, όχι για την καταστολή τους».

Στην εποχή του διαδικτύου, είναι τεχνικά πανεύκολο για τις εταιρίες και τις κυβερνήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στις ιδιωτικές επικοινωνίες των ανθρώπων και να παρακολουθούν τις κινήσεις τους. Η κυβέρνηση Ομπάμα αναγνωρίζει ότι η ηλεκτρονική ελευθερία απαιτεί όχι μόνο ένα ανοικτό και χωρίς λογοκρισία διαδίκτυο αλλά και ένα διαδίκτυο στο οποίο οι κρατικές και εταιρικές εξουσίες εποπτείας να περιορίζονται κατάλληλα, έτσι ώστε οι πολίτες να προστατεύονται από καταχρήσεις, και οι παραβάτες να λογοδοτούν. Χωρίς ισχυρά παγκόσμια πρότυπα δημόσιας διαφάνειας και λογοδοσίας για το πώς αναπτύσσονται οι τεχνολογίες παρακολούθησης, η ενδυνάμωση των δυνατοτήτων του διαδικτύου μειώνεται γρήγορα.

Ωστόσο, ακόμη και καθώς ο Λευκός Οίκος πιέζει το Ιράν και τη Συρία, άλλα τμήματα της αμερικανικής κυβέρνησης οδηγούν στην ανάπτυξη πολιτικών, ρυθμιστικών κανόνων και πρακτικών των επιχειρήσεων που παρωδούν τις καλοπροαίρετες προσπάθειες της Ουάσιγκτον να επεκτείνουν την ελευθερία στο διαδίκτυο διεθνώς. Με άλλα λόγια, παρότι το υπουργείο Εξωτερικών κατευθύνει εκατομμύρια δολάρια σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς για την καταπολέμηση της λογοκρισίας και της παρακολούθησης πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ, η κατασταλτική ψηφιακή παρακολούθηση σε όλο τον κόσμο συνεχίζει να επεκτείνεται σε περισσότερα πεδία και με εξυπνότερο τρόπο.

Κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ως μέρος της ατζέντας της υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον περί «παγκόσμιας ελευθερίας στο διαδίκτυο» , το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει δαπανήσει περισσότερα από 70 εκατομμύρια δολάρια για την προώθηση της πρόσβασης στο Internet σε όλο τον κόσμο. Τα κεφάλαια αυτά χρηματοδότησαν έργα που παράγουν λογισμικό παράκαμψης – για παράδειγμα τα Tor, Psiphon, UltraSurf και Freegate - που έχουν βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους στην Κίνα, το Ιράν και άλλες χώρες να έχουν πρόσβαση σε λογοκριμένες ιστοσελίδες. Άλλες πρωτοβουλίες έχουν παράσχει εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας στο Internet για ακτιβιστές και μπλόγκερς. Χρηματοδοτούμενες ομάδες από το υπ. Εξωτερικών δημοσιεύουν τώρα τεχνικά εγχειρίδια εκπαίδευσης σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες.

Υπογραμμίζοντας το νόημα αυτό, τον περασμένο Δεκέμβριο η Κλίντον μίλησε σε ένα συνέδριο στη Χάγη υπό την αιγίδα της Ολλανδίας για την ελευθερία στο Διαδίκτυο, κάνοντας έκκληση για μια «παγκόσμια συμμαχία για να διατηρήσει ένα ανοικτό διαδίκτυο». Λίγο μετά την ομιλία της, τα 34 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ υιοθέτησαν αρχές που κατατείνουν στο να παραμείνει το διαδίκτυο ανοικτό και διασυνδεδεμένο και κάλεσαν τα κράτη μέλη να «διασφαλίσουν την διαφάνεια, την δίκαιη διαδικασία και τη λογοδοσία». Αλλά τότε το σχετικό έγγραφο «τα γύρισε» - τόνισε την ανάγκη «να ενθαρρυνθεί η συνεργασία για την προώθηση της ασφάλειας στο διαδίκτυο» και «να δοθεί η δέουσα προτεραιότητα στις προσπάθειες επιβολής του νόμου». Αυτή η φρασεολογία δημιούργησε ένα παραθυράκι για τις κυβερνήσεις να κάνουν αυτό που κρίνουν αναγκαίο για όσο διάστημα ο στόχος ονομάζεται «ασφάλεια» και «επιβολή».

Όσο και αν η παγκόσμια ατζέντα της Κλίντον για το διαδίκτυο μπορεί να ανοίγει δρόμους, επισκιάζεται από μια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων παγκόσμια βιομηχανία τεχνολογιών λογοκρισίας και παρακολούθησης. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου αυτού προέρχεται από την «Έρευνα και Ανάπτυξη» εργαστηρίων που ανήκουν σε εταιρείες που εδρεύουν στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη, των οποίων η κύρια πελατεία - όπως στην περίπτωση της Narus - είναι οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου και οι εθνικές υπηρεσίες ασφαλείας των ίδιων των κυβερνήσεών τους. Σύμφωνα με την εφημερίδα Washington Post, [2], σε μια εμπορική έκθεση τεχνολογίας παρακολούθησης που πραγματοποιήθηκε πέρυσι κοντά στην Ουάσινγκτον, γνωστή ανεπίσημα ως «χορός των κοριών», 35 ομοσπονδιακές υπηρεσίες μαζί με κρατικούς εκπροσώπους και εκπροσώπους από τις τοπικές αρχές επιβολής του νόμου, συνοδεύτηκαν από εκπροσώπους άλλων 43 χωρών για να επιθεωρήσουν τα είδη των εταιρειών που κατασκευάζουν παγκοσμίως τα περισσότερα αριστοτεχνικά εργαλεία και συσκευές παρακολούθησης. Τέτοιες εμπορικές εκθέσεις πραγματοποιούνται τακτικά σε όλο τον κόσμο ως μέρος μιας παγκόσμιας αγοράς που πωλεί κάθε χρόνο υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό παρακολούθησης αξίας περίπου 5 δισ. δολαρίων.

Παρά τη διακηρυγμένη δέσμευση της κυβέρνησης Ομπάμα υπέρ της παγκόσμιας ελευθερίας στο διαδίκτυο, η εκτελεστική εξουσία δεν είναι διαφανής σχετικά με τους τύπους και τις δυνατότητες των τεχνολογιών παρακολούθησης που προμηθεύεται και αγοράζει - ή για ποιο λόγο οι άλλες κυβερνήσεις αγοράζουν την ίδια τεχνολογία. Εκθέσεις, όπως «ο χορός των κοριών» είναι ιδιαίτερα μυστικοπαθείς, οι δημοσιογράφοι απαγορεύεται να τις παρακολουθήσουν. Καμία από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ που πήγαν στον «χορό των κοριών» - όπως το FBI, η Μυστική Υπηρεσία, καθώς και οι κλάδοι του στρατού – δεν ήταν πρόθυμη να σχολιάσει τίποτε όταν ένας δημοσιογράφος τους ρώτησε για την παρουσία τους στην έκθεση.

Αποκαλύψεις τα τελευταία αρκετά χρόνια, ωστόσο, δείχνουν ότι οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν σε παράνομα και αντισυνταγματικά πλαίσια. Η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών αποκάλυψε πρόσφατα στοιχεία [3] ότι τα αστυνομικά τμήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τεχνολογίες παρακολούθησης κινητών τηλεφώνων σε μη επείγουσες καταστάσεις -χωρίς δικαστικές αποφάσεις ή εντάλματα. Το 2004, ένας πληροφοριοδότης αποκάλυψε ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) έφτιαξε ένα μυστικό δωμάτιο μέσα στις εγκαταστάσεις της AT&T (American Telephone & Telegraph) στο Σαν Φρανσίσκο, στο οποίο όλη η κίνηση τηλεφώνων και e-mail που διερχόταν μέσω του μηχανισμού αυτού καταγραφόταν. Το λογισμικό που χρησιμοποιείται για να επιθεωρεί τα δεδομένα και να διαβιβάζει οτιδήποτε ενδιαφέρον στην NSA προήλθε από την Narus. Σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα εθνικής ασφάλειας James Bamford [4], μυστικά δωμάτια της NSA που χρησιμοποιούν τεχνολογία της Narus εξακολουθούν να λειτουργούν σε εγκαταστάσεις της AT&T σε όλη τη χώρα.

Εν τω μεταξύ, προ ημερών η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε την Πράξη για την Ανταλλαγή και την Προστασία των Πληροφοριών στον Κυβερνοχώρο (CISPA), ένα νομοσχέδιο για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο που υπερισχύει όλων των υφιστάμενων νόμων περί ιδιωτικής ζωής, δίνοντας την άδεια στους παρόχους υπηρεσιών Internet και σε άλλες εταιρείες να μοιράζονται πληροφορίες -συμπεριλαμβανομένων και των ιδιωτικών επικοινωνιών των πελατών - με την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας και άλλες ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Οργανώσεις πολιτικών ελευθεριών αντιτάχθηκαν στο νομοσχέδιο ανησυχώντας ότι επιτρέπει την κοινή χρήση προσωπικών επικοινωνιών των πολιτών, χωρίς τη δέουσα διαδικασία ή δικαστική εποπτεία. Πράγματι, ακόμα και καθώς τα αμερικανικά δίκτυα βρίσκονται υπό συνεχείς επιθέσεις από εγκληματίες του κυβερνοχώρου και στρατιωτικών προδιαγραφών διεθνείς χάκερς, ο νόμος CISPA απειλεί να υπονομεύσει το δικαίωμα του πολίτη για προστασία της ιδιωτικής του ζωής από την αδικαιολόγητη έρευνα και παρακολούθηση.

Μια ανακοίνωση της τελευταίας στιγμής, ότι ο Ομπάμα θα ασκήσει βέτο στο νόμο CISPA υπό την παρούσα μορφή του, έδωσε το σήμα ότι ο Λευκός Οίκος αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της αδικαιολόγητης παρακολούθησης. Ένα e-mail από το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού που εστάλη λίγες ημέρες μετά, προειδοποίησε ότι, «η νομοθεσία πρέπει να αντιμετωπίσει κρίσιμης σημασίας τρωτά σημεία των υποδομών, χωρίς να θυσιάζει τις θεμελιώδεις αξίες της ιδιωτικής ζωής και των ατομικών ελευθεριών για τους πολίτες μας». Ο Λευκός Οίκος προσπάθησε επίσης να προωθήσει την υπευθυνότητα στη συλλογή καταναλωτικών δεδομένων και στην πρακτική της χρήσης τους από επιχειρήσεις. Τον Φεβρουάριο, δημοσιοποίησε ένα νομοσχέδιο [5] για μια Χάρτα Δικαιωμάτων Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων των Καταναλωτών και υποσχέθηκε να συνεργαστεί με εταιρείες και την κοινωνία των πολιτών για να διασφαλιστεί ότι οι τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών συλλέγονται και χρησιμοποιούνται με υπεύθυνο και διαφανή τρόπο.

Το βέτο στο νόμο CISPA και η προώθηση της ιδιωτικότητας των καταναλωτών αποτελούν σημαντικά βήματα, αλλά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να έχουν μια πραγματικά αξιόπιστη παγκόσμια ατζέντα για την ελευθερία στο διαδίκτυο, τόσο η κυβέρνηση όσο και το Κογκρέσο πρέπει να επιδείξουν μια σαφή και συνεπή προσήλωση στην ελευθερία του εγχώριου διαδικτύου.

Υπάρχουν πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν. Πρώτον, το Κογκρέσο πρέπει να περάσει νομοθεσία που απαιτεί οι επιχειρήσεις να «γνωρίζουν τον πελάτη τους» εφόσον πωλούν τεχνολογία ασφάλειας του διαδικτύου που μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για λογοκρισία και παρακολούθηση. Η πρόσφατη επιβολή κυρώσεων στο Ιράν και τη Συρία ήταν ένα πρώτο βήμα, αλλά όπως δείχνει η περίπτωση της Narus στην Αίγυπτο, αυτοί που κάνουν κατάχρηση της συγκεκριμένης τεχνολογίας δεν περιορίζονται στις δύο αυτές χώρες. Το Electronic Frontier Foundation (EFF), ένας οργανισμός αφιερωμένος στην προστασία των ατομικών ελευθεριών των χρηστών του διαδικτύου, έχει ζητήσει να γίνει η σχετική νομοθεσία παρόμοια με τον Νόμο περί Πρακτικών Διεθνούς Διαφθοράς. Το EFF συνιστά ένα πλαίσιο για τις εταιρείες ώστε να ελέγχουν τους πελάτες τους [6]. Οι εταιρείες θα πρέπει να έχουν μια «διαδικασία δέουσας επιμέλειας» (due diligence process) για να καθορίζουν πριν να συμφωνήσουν επιχειρηματικά με μια συγκεκριμένη χώρα ή διανομέα την πιθανότητα οι τεχνολογίες τους να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το Κογκρέσο μπορεί επίσης να επιβάλλει προϋποθέσεις στις εταιρείες τεχνολογίας να πληροφορούν σχετικά με το πώς συλλέγονται και διατηρούνται τα δεδομένα των χρηστών, και πώς και υπό ποιες συνθήκες δίνονται στις κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης των ΗΠΑ) σε όλες τις αγορές στις οποίες η εκάστοτε εταιρεία δραστηριοποιείται. Η Google έχει κάνει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση με την δική της Έκθεση Διαφάνειας [7], η οποία καταγράφει τους αριθμούς των αιτήσεων που δέχεται από κυβερνήσεις να καταργήσει περιεχόμενο ή να παραδώσει πληροφορίες για δεδομένα χρηστών, κατανεμημένες ανά χώρα. Παρόμοιες αναφορές θα μπορούσαν να απαιτηθούν από όλες τις εταιρείες των ΗΠΑ.

Με πολλούς τρόπους, η Ουάσιγκτον πρέπει να ηγηθεί προστατεύοντας τους πολίτες των ΗΠΑ από την ασύδοτη παρακολούθηση. Η απαίτηση για τακτική και αξιόπιστη ενημέρωση από τους κρατικούς φορείς, καθώς και από ομοσπονδιακές και πολιτειακές αρχές επιβολής του νόμου, σχετικά με το πώς λαμβάνονται οι πληροφορίες για τις δραστηριότητες των πολιτών, θα περιορίσουν τις δυνατότητες για κατάχρηση. Ομοίως, μια συνολική αναθεώρηση των ομοσπονδιακών και πολιτειακών πρακτικών επιτήρησης, που θα υπόκεινται στους ίδιους κανόνες που εφαρμόστηκαν από την κυβέρνηση στον Νόμο CISPA θα καθορίσει σαφέστερες προδιαγραφές για το τι είναι αποδεκτό και τι δεν είναι.

Υπάρχει επίσης ειδική νομοθεσία που χρειάζεται μεταρρύθμιση: πρώτον, η Πατριωτική Πράξη (Patriot Act), που δίνει σε πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες σαρωτικές εξουσίες για να κατασκοπεύει τους ιδιώτες στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών - και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς καμία υποψία περί αδικήματος. Επίσης, έχει έρθει η ώρα να ακυρώσει την Πράξη Τροπολογίας FISA, η οποία ψηφίστηκε το 2008 και έδωσε στην NSA εξουσία να διεξάγει ολοκληρωμένη παρακολούθηση στις διεθνείς τηλεφωνικές κλήσεις και τα e-mail των Αμερικανών, χωρίς ένταλμα, χωρίς καμιά υποψία οποιουδήποτε είδους και χωρίς επαρκή δικαστική εποπτεία.

Τέλος, ο Νόμος περί Απορρήτου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών ψηφίστηκε το 1986 και δεν αναθεωρήθηκε ποτέ, παρά τις τεράστιες τεχνολογικές καινοτομίες που έχουν γίνει από τότε. Ο νόμος αυτός απαιτεί από τις Αρχές να λάβουν ένα ένταλμα προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε ένα έγγραφο που είναι αποθηκευμένο σε έναν υπολογιστή, αλλά καθιστά πολύ ευκολότερη την πρόσβαση σε έγγραφα και προσωπικές επικοινωνίες που αποθηκεύονται από τρίτες υπηρεσίες e-mail και web hosting, χωρίς απαίτηση για ένταλμα. Στην εποχή του cloud computing, αυτό αφήνει στους χρήστες του διαδικτύου εκτεθειμένους σε αδικαιολόγητη έρευνα και σε παρακολούθηση χωρίς νομική προσφυγή.

Η αμερικανική ατζέντα της παγκόσμιας ελευθερίας στο διαδίκτυο θα επιτύχει μόνο σε μακροπρόθεσμη βάση, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο να ανταποκριθούν στις δικές τους αξίες και να προσφέρουν ένα όραμα - στην πράξη – για το τι μπορεί να προσφέρει ένα ψηφιακό μέλλον που βασίζεται σε πολιτικές ελευθερίες. Όσο επικρατεί σύγχυση, δεν θα υπάρξει επιτυχής ατζέντα για το παγκόσμιο διαδίκτυο, μόνο αντιφάσεις.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137607/rebecca-mackinnon/a-clunky...

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/newsletters?cid=oth-in-newsletters-041312
[2] http://wapo.st/IscOqz
[3] https://www.aclu.org/blog/technology-and-liberty/results-our-nationwide-...
[4] http://bit.ly/If9fog
[5] http://1.usa.gov/IHPO5Z
[6] https://www.eff.org/document/human-rights-and-technology-sales
[7] http://bit.ly/IqS92t

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr