Η Ελλάδα και η διαχρονική απειλή της χρεοκοπίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και η διαχρονική απειλή της χρεοκοπίας

"Τα χρεοστάσια του 1843, 1893 και 1932, τα πολιτικά τους αίτια και οι δομικές συνέχειες"

Έτσι, ενώ η Ρωσία ανταποκρίθηκε αρχικά στο αίτημα του Ρίζου-Νερουλού και κατέβαλε το τμήμα των χρημάτων που της αναλογούσαν, λίγες μόνο ημέρες μετά απέστειλε νέα επιστολή με την οποία υποστήριζε ότι το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είχε τις ρίζες του στην ανικανότητα της πολιτικής διακυβέρνησης, στη μεγάλη και δαπανηρή δημόσια διοίκηση και στις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες που αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο του εθνικού εισοδήματος. Παρεμπιπτόντως, τα τρία αυτά «κακά» θα αποτελέσουν μόνιμη επωδό της κριτικής των δανειστών αλλά και των εγχώριων παρατηρητών κάθε φορά που το ελληνικό κράτος θα οδηγείται ένα βήμα πριν ή ένα βήμα μετά τη χρεοκοπία (και δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε η περίοδος 2010-2012). Από εδώ και πέρα οι τρεις Δυνάμεις ήταν σαφές ότι θα επιδείκνυαν κοινή και πάντως σκληρή στάση απέναντι στην Αθήνα. Γι’ αυτό και ο Όθωνας, υπό το φόβο της διπλωματίας των κανονιοφόρων από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων, με σκοπό το συνετισμό του (όπως θα γίνει άλλωστε αργότερα, με τον παρατεταμένο αποκλεισμό του Πειραιά, το 1854-57, από τους Αγγλο-Γάλλους), θα σπεύσει να αναγγείλει άμεση περιστολή των δημόσιων δαπανών. Ειδικότερα, περιέκοψε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών (όχι πάντως και του Σώματος των Βαυαρών μισθοφόρων), με τη μέθοδο της προοδευτικής παρακράτησης από τις απολαβές τους, ενώ αποποιήθηκε και ο ίδιος ένα μεγάλο μέρος της βασιλικής του χορηγίας για να δώσει το καλό παράδειγμα. Εν συνεχεία υποχρέωσε σε συνταξιοδότηση όσους δημόσιους υπαλλήλους ήταν κοντά σε αυτή και κατήργησε το Σώμα των μηχανικών και των δασονόμων από τις Γραμματείες Εσωτερικών και Οικονομικών, αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, περιόρισε τον αριθμό των διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό και σταμάτησε τη χορήγηση συντάξεων ακόμη και σε κληρικούς, σπάζοντας ένα θέμα ταμπού για την εποχή. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν φάνηκε να πείθει τις προστάτιδες δυνάμεις ότι δεν θα βρίσκονταν σύντομα ενώπιον μιας νέας ελληνικής αδυναμίας να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις. Το ελληνικό ζήτημα, αυτή τη φορά στην οικονομική του διάσταση, έγινε αντικείμενο συζήτησης κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου, το Μάιο του 1843. Το πρωτόκολλο της 5ης Μαΐου που προέκυψε από τη Διάσκεψη έστρωσε το έδαφος για την υπογραφή μιας οικονομικής σύμβασης με την Αθήνα, που μεταξύ άλλων προέβλεπε την άντληση ορισμένων κρατικών εσόδων -όπως των τελωνειακών δασμών και του φόρου χαρτοσήμου- αποκλειστικά για την εξόφληση του δανείου. Για την εκπλήρωση των δυσμενών αυτών όρων τέθηκαν ως υπεύθυνοι οι πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων και ο οίκος Rothchild, ένας πράκτορας του οποίου θα αναλάμβανε να μεταφέρει τα χρήματα από τον οφειλέτη στους πιστωτές.

Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος για την ασφαλώς ταπεινωτική και επαχθή αυτή εξέλιξη το κατέβαλε, όπως ήταν φυσικό, ο ελληνικός Θρόνος. Ο Όθωνας από δημοφιλής ηγέτης που υποτίθεται ήξερε καλύτερα από τον καθένα, την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του, να διαπραγματεύεται σκληρά με τους ξένους για το καλό της πατρίδας «του», μετατράπηκε στα μάτια της εγχώριας κοινής γνώμης (με τη συμβολή και του Τύπου) στον βασικό υπαίτιο για την ενίσχυση της εθνικής εξάρτησης από τον εξωτερικό παράγοντα. Την ευκαιρία για κριτική στο Θρόνο εκμεταλλεύτηκαν και τα τρία πολιτικά κόμματα της εποχής, το καθένα από τα οποία ήταν ταυτισμένο με κάποια από τις προστάτιδες δυνάμεις, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό». Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την αντιπολίτευση που είχε καταγγείλει ανοικτά τη «βαυαροκρατία» όλο το προηγούμενο διάστημα, να προχωρήσει – και μάλιστα εσπευσμένα- στο σχέδιο της εξέγερσης που θα οδηγούσε τελικά στις 3 Σεπτεμβρίου (με την υποστήριξη και των τριών ξένων πρεσβευτών) στην παραχώρηση του πρώτου συντάγματος στην ιστορία του ελληνικού κράτους, και εντέλει μακροπρόθεσμα στην αποδυνάμωση της οθωνικής μοναρχίας.

«ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ» ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ ΚΡΑΤΟΣ

Από εκεί και μετά, στο καθαρά οικονομικό επίπεδο, το ελληνικό κράτος βρέθηκε αποκλεισμένο από τις αγορές για πολλές δεκαετίες. Θα μεσολαβήσουν πολλά: ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) που αναδιάταξε την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και δημιούργησε άλλες προτεραιότητες στο νέο καθεστώς ασφάλειας της ηπείρου, η έξωση του Όθωνα (που είχε πάρει το μέρος της ηττημένης Ρωσίας στον Κριμαϊκό) και η αντικατάσταση της βαυαρικής δυναστείας των Βιτελσβάχων από τη δανέζικη δυναστεία που εγκαινίασε ο Γεώργιος ο Α’ (1863). Ο τελευταίος θα φέρει μαζί του αφενός την προσάρτηση των Ιονίων νήσων (και της ριζοσπαστικής τους κουλτούρας) ως δώρο της Μ. Βρετανίας με σκοπό την εδραίωση της πρωτοκαθεδρίας της ως προστάτιδα δύναμη (κάτι που όντως θα διαρκέσει ως το 1947), αφετέρου ένα νέο και πιο προοδευτικό σύνταγμα (1864). Αλλά και στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο οι αλλαγές δεν θα είναι ασήμαντες. Θα υπάρξει για πρώτη φορά ανάπτυξη του κλάδου της μεταποίησης, παρότι βέβαια η πλειοψηφία των επιχειρήσεων θα είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους (ελάχιστες θα απασχολούν πάνω από 100 εργάτες) και η υιοθέτηση της τεχνολογικής καινοτομίας χαμηλού βαθμού. Σημαντική θα είναι και η ανάπτυξη της ελληνόκτητης εμπορικής ναυτιλίας έστω και αν η εισαγωγή τού ατμόπλοιου θα καθυστερήσει να γίνει κυρίαρχη στον ημεδαπό κλάδο.

Ταυτόχρονα, θα αρχίσει να δημιουργείται επίσης για πρώτη φορά και ένας αριθμητικά διόλου αμελητέος αστικός πληθυσμός ιδίως στις πόλεις της Αθήνας και του Πειραιά, της Πάτρας, της Καλαμάτας, της Λαμίας ή της Σύρου όπου συσσωρεύονται οι εσωτερικοί μετανάστες αλλά και οι Έλληνες των παροικιών που επιστρέφουν για να επενδύσουν εδώ τα κεφάλαιά τους, ιδίως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και τη γενική αναστάτωση στην περιοχή.