Έτσι θα ενσωματωθούν οι μετανάστες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έτσι θα ενσωματωθούν οι μετανάστες

Ποια είναι τα ενδεδειγμένα μέτρα που, όμως, δεν ακολουθεί η Ελλάδα.

Το πρόβλημα της προσαρμογής και της ένταξης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία υποδοχής αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο επιβάλλεται να ρυθμισθεί αποτελεσματικά για το καλό των μεταναστών και της τοπικής κοινωνίας υποδοχής.

Πραγματικά, πολλοί από τους μετανάστες προέρχονται από χώρες με τελείως διαφορετικό πολιτισμό, συνήθειες, τρόπο διαβίωσης και γλώσσα, από εκείνα της τοπικής κοινωνίας στην οποία εισέρχονται για να παραμείνουν για μικρό ή μεγάλο διάστημα, διαφορές που έχουν, αν δε μειωθούν και περιορισθούν, ως αποτέλεσμα οι μετανάστες αυτοί να αποτελούν στην καλύτερη των περιπτώσεων ομάδες ξεκομμένες λειτουργικά από την τοπική κοινωνία, δηλαδή χωρίς ή με πολύ λίγη επαφή μ’ αυτή, στη δε χειρότερη των περιπτώσεων, αιτία συγκρούσεων με την τοπική κοινωνία, η ένταση των οποίων ποικίλει ανάλογα με το μέγεθος των ομάδων αυτών, το βαθμό προσαρμογής τους στις τοπικές κοινωνία και ζωή, αλλά και την επιθυμία τους να προσαρμοσθούν σ’ αυτές και αντίστοιχα της τοπικής κοινωνίας να τους παράσχει τον χρόνο και τα μέσα μιας τέτοιας προσαρμογής.

Η προσαρμογή των αλλοδαπών στην τοπική κοινωνία υποδοχής είναι αναγκαία, έστω και για την προσωρινή παραμονή τους στην κοινωνία αυτή, είτε είναι βραχυπρόθεσμη είτε ιδίως αν είναι μεσοπρόθεσμη και προϋποθέτει να δημιουργηθούν δίαυλοι επικοινωνίας με την τοπική κοινωνία, αλλά και κυρίως συμμετοχή στις δραστηριότητες της τοπικής κοινωνίας, για αμοιβαίο όφελος, τόσο αυτής, όσο και των μεταναστών που ζουν σ’ αυτή. Αν δεν δημιουργηθούν αυτές οι συνθήκες επικοινωνίας και συνεργασίας με την τοπική κοινωνία, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και η ζημία που θα προκύψει σημαντική, όχι μόνο υλική αλλά και ηθική. Πράγματι, η μη αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία δημιουργεί συνθήκες εχθρότητας μεταξύ των ομάδων της τοπικής κοινωνίας και των αλλοδαπών, αφού προκαλεί εμπόδια στην κοινωνική διαβίωση, για τα οποία οι μεν θεωρούν τους δε ως αποκλειστικώς υπαίτιους και αντίστροφα, αυξάνοντας έτσι με την πάροδο του χρόνου και την δημιουργία των προβλημάτων, την ακατανοησία και ασυνεργασία και την αμοιβαία καχυποψία και αντίθεση, ή εχθρότητα.

Δεν χρειάζεται να δοθούν πολλά παραδείγματα για την κατανόηση των παραπάνω, μιας και η παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα, τον τελευταίο καιρό, είναι αρκετά «εύγλωττη» και ενδεικτική σχετικά. Μετά το 1990 η κατάσταση άλλαξε για την Ελλάδα: από χώρα αποστολής μεταναστών μεταβλήθηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Στην αρχή, παρά την απότομη αυτή μεταβολή, και ιδίως μέχρι το 2005 δεν υπήρξαν μείζονα προβλήματα: οι πρώτοι μετανάστες έρχονταν από γειτονικές χώρες, που μόλις είχαν βγει από το σύστημα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η ελευθερία μετακίνησης και ιδίως η ανάγκη εξεύρεσης εργασίας, που δεν εύρισκαν στην χώρα τους επειδή άλλαξε σύστημα, τους οδηγούσαν στην Ε.Ε. και ιδίως στην Ελλάδα ως την πιο κοντινή χώρα. Αλβανοί κυρίως, αλλά και Βούλγαροι, Ρουμάνοι, καθώς και από την πρώην Γιουγκοσλαβία και ιδίως τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και τα Σκόπια, ήταν στην πλειοψηφία οι πρώτοι μετανάστες, οι οποίοι μπόρεσαν να προσαρμοσθούν κάπως εύκολα, έστω και μερικώς, στην ελληνική κοινωνία, κοινωνία ανοικτή και ανεκτική, λόγω της συμμετοχής της σε μια πολυπολιτισμική ένωση που ήταν η ΕΕ και με συγγενικές καταβολές (ευρωπαϊκές) προς αυτή των πρώτων μεταναστών, αλλά και λόγω της «προϋπηρεσίας» μεγάλου αριθμού των Ελλήνων ως μεταναστών, ιδίως σε χώρες με παρόμοια και συγγενικά πολιτισμικά πλαίσια (ευρωπαϊκές), τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά το 1960 (μετά τον εμφύλιο και την δικτατορία).

Όμως, τα γεγονότα που συνέβησαν στη συνέχεια - πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στην Άπω Ανατολή (Ινδία, Κίνα) και ανακατατάξεις εκεί - είχαν ως συνέπεια τη μεταβολή της ροής των μεταναστών στην Ευρώπη και ιδίως στις χώρες «πύλες» της Ευρώπης, Ελλάδα και Ισπανία, τόσο αριθμητικά, όσο και γεωγραφικά και κυρίως πολιτισμικά ως προς την προέλευση: ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών από μη ευρωπαϊκές χώρες με τελείως διαφορετικό πολιτισμό, γλώσσα, θρησκεία και συνήθειες εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα όπου και παρέμειναν οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να δημιουργηθεί μία μεγάλη μάζα αλλοδαπών μεταναστών, που παρέμενε ξεκομμένη και ξένη για την τοπική κοινωνία, στην οποία δεν μπορούσε (λόγω της παράνομης εισόδου και παραμονής των περισσοτέρων) ή και δεν ήθελε να προσαρμοσθεί και με την οποία κατέληγε να μη συνεργάζεται, δημιουργώντας έτσι συνθήκες σύγκρουσης, όχι μόνο μεταξύ αυτής της μερίδας των μεταναστών και της τοπικής κοινωνίας, αλλά ορισμένες φορές πιο γενικευμένης, ακόμα και μεταξύ των μεταναστών και ιδίως των παλαιών νόμιμων μεταναστών, που είχαν ήδη ενταχθεί και λειτουργούσαν σε συνεργασία με την τοπική κοινωνία και των νέων, που ήλθαν απότομα σ’ αυτή και δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να προσαρμοσθούν, προκαλώντας έριδες και συγκρούσεις.

Το υλικό αυτό μας παρέχεται για εξέταση του τί χρειάζεται για την προσαρμογή αρχικά των μεταναστών, αλλά και για την πιο μόνιμη ένταξή τους στην συνέχεια στην τοπική κοινωνία και ιδίως την ελληνική και θα εξετάσουμε στην συνέχεια διαδοχικά, για να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα ως προς το τι απ’ αυτά πραγματοποιήθηκε και τι χρειάζεται να γίνει ακόμη στη συνέχεια.

Η ΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

Η προσαρμογή αυτή πρέπει να ξεκινάει πριν έλθουν οι αλλοδαποί στην χώρα που σκοπεύουν να εγκατασταθούν για κάποιο χρονικό διάστημα, όχι σαν απλοί επισκέπτες και να συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, μέχρι να κριθούν ικανοί για πλήρη ένταξη στην τοπική κοινωνία της χώρας αυτής, ή να αποφασίσουν να επιστρέψουν στην χώρα προέλευσης ή άλλη τρίτη χώρα.

Για το διάστημα πριν έλθουν στην χώρα υποδοχής, απαιτείται να έχουν γίνει διάφορες διαδικασίες και να έχουν ληφθεί ορισμένα μέτρα που θα βοηθήσουν στην προσαρμογή τους στην τοπική κοινωνία: Το βασικότερο μέτρο απ’ αυτά είναι να έχουν εξασφαλίσει κάποιο είδος απασχόλησης και δραστηριότητας, καθώς και τα μέσα επιβίωσής τους στην χώρα υποδοχής. Έτσι, η νόμιμη μετανάστευση ξεκινάει με την χορήγηση άδειας εισόδου (visa) και παραμονής στην χώρα, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει εξασφαλίσει κάποια δραστηριότητα, που του αποφέρει εισόδημα ή έχει γίνει αποδεκτή η αίτησή του να έλθει στην χώρα για κάποια δραστηριότητα που δεν του παρέχει υλικές αποδοχές αλλά έχει, όμως, εξασφαλισμένες τις αναγκαίες δαπάνες τόσο γι’ αυτή όσο και για την παραμονή του στην Ελλάδα κατά την διάρκειά της.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η εξαρτημένη εργασία (ως εργάτης ή ιδιωτικός υπάλληλος) μόνιμου ή εποχιακού χαρακτήρα, καθώς και η άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος. Τόσο η εξαρτημένη εργασία, όσο και το ελεύθερο επάγγελμα πρέπει να έχουν εξασφαλισμένους από πριν τους όρους άσκησής τους: έτσι, για την εξαρτημένη εργασία πρέπει να υπάρχει εργοδότης που καλεί τον αλλοδαπό να εργασθεί, σε τομείς όπου υπάρχει ανάγκη, επειδή δεν προσφέρονται ή δεν επαρκούν οι ημεδαποί Αυτή η προϋπόθεση που είναι απαραίτητη από τη βασική νομοθεσία (τόσο από το ν. 2910/2001 όσο και το ν. 3386/2005), υπέστη πολλές εξαιρέσεις στη συνέχεια, με τη νομιμοποίηση (παροχή πράσινης κάρτας διαμονής σε όσους δηλώνονταν εντός προθεσμίας από διάφορα νομικά κείμενα) πολλών μεταναστών που δεν είχαν τέτοια σύμβαση εργασίας και αντίστοιχη άδεια, αλλά που εισήλθαν χωρίς τέτοια άδεια, είτε ως τουρίστες, είτε ως «παράνομοι» μετανάστες και στη συνέχεια προσπάθησαν να βρουν δουλειά, άλλοτε επιτυχώς άλλοτε ανεπιτυχώς ή ακόμη και κάτι μεταξύ των δύο, δηλαδή να βρουν μαύρη αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία. Ακριβώς, για να μπορέσει να καλύψει την τελευταία περίπτωση ο νομοθέτης αναγκάστηκε πολλές φορές να δώσει την ευκαιρία στους «παράνομους» μετανάστες να νομιμοποιηθούν και να δηλωθούν, απαιτώντας έτσι, μια νόμιμη παραμονή και εργασία στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ελκύσει κι’ άλλους παράνομους μετανάστες, με την ελπίδα ότι κι’ αυτοί θα νομιμοποιηθούν με τη σειρά τους κ.ο.κ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τη «νομιμοποίηση των αυθαιρέτων κτισμάτων», αλλά και την «περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων» πάσης φύσεως. Αν και η αιτία λήψεως όλων των μέτρων αυτών κατ’ αρχή φαίνεται ορθή και αναγκαία, αφού ρυθμίζουν καταστάσεις ανώμαλες για την διοίκηση και την κοινωνία, που ορισμένες φορές αποδίδουν και δικαιοσύνη, η άκριτη και γενικευμένη εφαρμογή τους έχει ως αποτέλεσμα να επαυξάνουν και να πολλαπλασιάζουν στη συνέχεια την ανωμαλία και να δημιουργούν κατάφορες αδικίες για όλους.

Επίσης, όσον αφορά την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος, αναγκαίο είναι να έχει ο ενδιαφερόμενος τα προσόντα για την άσκηση αυτή (τίτλους, προϋπηρεσία κ.ά.), αλλά και τα μέσα για την εγκατάστασή του και επιπλέον η άσκηση του επαγγέλματος αυτού να συμβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Έτσι, όχι μόνο ορισμένα επαγγέλματα από τα οποία εξαρτάται θεμελιακά η εθνική οικονομία ή η κρατική συγκρότηση, όπως π.χ. αυτά του χρηματιστή, τραπεζίτη, του μεταφορέα ιδίως ναυτικού αλλά και του συμβολαιογράφου, δικηγόρου κλπ. δεν επιτρέπεται να ασκηθούν από υπηκόους τρίτων (μη κοινοτικών) χωρών. Αλλά κι’ αυτά που επιτρέπονται πρέπει να ασκούνται με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, δηλαδή να μπορούν και Έλληνες πολίτες να τα ασκήσουν στην χώρα προέλευσης του αλλοδαπού (της ιθαγενείας του).

Για τις μη προσοδοφόρες και ίσως δαπανηρές δραστηριότητες αλλοδαπών στην Ελλάδα, η άδεια εισόδου και παραμονής εξαρτάται, όχι μόνο από την αποδοχή για την δραστηριότητα (π.χ. σπουδές, νοσηλεία), αλλά και από τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει ο ενδιαφερόμενος στις δαπάνες και τα έξοδα που συνεπάγονται η δραστηριότητα και η σχετική μ’ αυτή παραμονή στην Ελλάδα.

Αυτές είναι οι απαιτήσεις της νομοθεσίας, τόσο για την είσοδο, όσο και για την άδεια παραμονής και ανανέωσή της.

Όμως, αν αυτά βοηθούν στην οικονομική προσαρμογή και ένταξη των μεταναστών στην τοπική κοινωνία, δεν ολοκληρώνουν τη διαδικασία για να γίνει μέλος ο αλλοδαπός της κοινωνίας αυτής, συμμετέχοντας πλήρως σ’ αυτή, κατανοώντας την και κατανοούμενος απ’ αυτή. Λείπει το πολιτιστικό στοιχείο προσαρμογής του μετανάστη στην τοπική κοινωνία: το στοιχείο αυτό είναι η δυνατότητα επικοινωνίας και συμμετοχής του μετανάστη στη ζωή και την εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας. Γι’ αυτό απαραίτητη είναι η γνώση της τοπικής γλώσσας, που μιλάει η πλειοψηφία, αλλά και μέσω αυτής και της επικοινωνίας με τα μέλη της τοπικής κοινωνίας, της κατανόησης βασικών στοιχείων του τοπικού πολιτισμού. Αν και σήμερα η αγγλική γλώσσα έχει γίνει διεθνής γλώσσα και σχεδόν η δεύτερη εθνική γλώσσα, που την μιλούν στα περισσότερα κράτη και οι περισσότεροι λαοί, αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε και με τους μετανάστες, αλλά ούτε είναι αρκετό για την καλύτερη ένταξή τους στην τοπική κοινωνία: αν είναι αρκετό για την αρχή και την συμμετοχή τους στην εργασία και άλλη δραστηριότητα, δεν είναι αρκετό για την αμοιβαία συμμετοχή τους στην τοπική κοινωνία και την αμοιβαία κατανόηση αυτής και απ’ αυτή.

Έτσι, είναι αναγκαίο για να αποκτήσει κάποιος δικαίωμα διαμονής μακράς διαρκείας, πέραν των 5 ετών, να γνωρίζει ικανοποιητικά την τοπική γλώσσα, αφού του παρασχεθεί η δυνατότητα να την μάθει με μαθήματα γλώσσας και πολιτισμού που παρέχονται από τις τοπικές αρχές αυτοδιοίκησης (κυρίως την περιφέρεια που έχει τις αρμοδιότητες εκπαίδευσης, αλλά και αρκετές από εκείνες της ρύθμισης της Μετανάστευσης). Έτσι, δεν αρκεί να προσκομίζουν για την ανανέωση, πέραν ορισμένου χρονικού ορίου, μόνο σύμβαση εργασίας, ασφαλιστική κάλυψη κ.α. σχετικά με την υλική υποδομή, αλλά θα πρέπει «να διαθέτουν επαρκή γνώση της γλώσσας και του πολιτισμού της τοπικής (ελληνικής) κοινωνίας» (βλ. σχετικά και το άρθρο 4,§ 1 γ του π.δ. 150/2006 που εφαρμόζει την κοινοτική Οδηγία 2003/109/ΕΚ «για τους επί μακρόν διαμένοντες»).

Η μη προσαρμογή των αλλοδαπών στην τοπική κοινωνία μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να αποτελεί, κατ’ αρχή και λόγο για την μη ανανέωση της άδειας, ιδίως ως «επί μακρόν διαμένοντος» και «αορίστου διάρκειας». Αντίθετα, η πολιτισμική προσαρμογή του αλλοδαπού στην τοπική κοινωνία μπορεί να επιτρέψει και την δυνατότητά του παραμονής ακόμη και σε περίπτωση που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, για λόγους που δεν τον βαρύνουν: π.χ. ανεργία στον τομέα της δραστηριότητάς του και συγκεκριμένα στην επιχείρηση που δούλευε, κλείσιμο της ατομικής δραστηριότητας λόγω κρίσης κλπ. Ο συγκεκριμένος αλλοδαπός όχι μόνο συνέβαλε στην τοπική οικονομία και ανάπτυξη, με την συμμετοχή του κατά το παρελθόν, αλλά αποτελεί και μέρος της κοινωνίας που μπορεί να την κατανοήσει και να συμβάλλει και στο μέλλον στην (τοπική) οικονομία, την ανάκαμψη και ανάπτυξή της, ακολουθώντας τον δρόμο που ακολουθούν και τα άλλα μέλη της κοινωνίας αυτής, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο να ακολουθήσει άλλες επικίνδυνες για την κοινωνία μεθόδους και δραστηριότητες.

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ

Η παραπάνω ένταξη του αλλοδαπού στην τοπική κοινωνία, με τη συμμετοχή του στην οικονομική και πολιτισμική της ζωή, θα πρέπει, εφόσον κρίνεται επαρκής, να του παράσχει τη δυνατότητα και της σταδιακής πλήρους ένταξής του στην κοινωνία αυτή, παρέχοντάς του, διαδοχικά, ορισμένα δικαιώματα (και αντίστοιχες υποχρεώσεις) για συμμετοχή στη κοινωνία αυτή και το νομικό της γίγνεσθαι: έτσι, θα πρέπει να έχουν δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα των μελών της τοπικής κοινωνίας, των ημεδαπών. Μόνο που τα δικαιώματα αυτά χρειάζεται να αποκτηθούν σταδιακά, ανάλογα με τον χρόνο παραμονής τους και το βαθμό προσαρμογής και ένταξής τους στην κοινωνία υποδοχής. Τα μέτρα αυτά αφορούν την κοινωνικο-οικονομική ένταξή τους, την πολιτική ένταξή τους στην λήψη αποφάσεων και τέλος στην πλήρη ένταξή τους με την απόκτηση της ιθαγένειας του κράτους υποδοχής ,δηλαδή της ελληνικής για την χώρα μας.

Η γενική κοινωνικό-οικονομική ένταξη στην τοπική κοινωνία προϋποθέτει την ασφάλειά τους μέσα σ’ αυτή, δηλαδή την μη δυνατότητα διακοπής της διαμονής τους, εφόσον δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Συνεπώς θα πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα παραμονής, τόσο των ιδίων όσο και των μελών της οικογένειάς τους (νόμιμοι σύζυγοι και ανήλικα τέκνα τους), ακόμη και σε περιόδους που δεν έχουν προσωρινά εργασία, λόγω οικονομικών ή άλλων συνθηκών (ασθένειας). Επίσης, θα πρέπει να έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αντίστοιχη με εκείνη των ημεδαπών, εφόσον έχουν καταβληθεί οι αντίστοιχες εισφορές κλπ. Να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες κατά τον ίδιο λόγο με τους ημεδαπούς και ιδίως στην εκπαίδευση, όλων των βαθμίδων.

Αυτά τα προέβλεπε και η προηγούμενη νομοθεσία (νόμοι 1975/1991 και 2910/2001), τα προβλέπει δε και η ισχύουσα, εκείνη του ν. 3386/2005 όπως συμπληρώθηκε στη συνέχεια με τους νόμους 3536/2007, 3741/2008 και 3801/2009, αλλά και με διάφορα π.δ. και ιδίως εκείνα με αριθ. 150/2006 και 106/2007 (που ρύθμισαν το καθεστώς των αδειών «αόριστης» και «δεκαετούς διάρκειας», «επί μακρόν διαμένοντος» και «μόνιμης διαμονής») και 131/2006 (που ρύθμισε το δικαίωμα επανένωσης της οικογένειας του νόμιμου μετανάστη, εκτελώντας σχετικά τις διατάξεις της κοινοτικής Οδηγίας 2003/88/ΕΚ), παρέχοντάς τους καθεστώς σταθερής παραμονής και παροχών του δημόσιου τομέα και ιδίως της κοινωνικής ασφάλισης.

Όμως, αυτοί οι αλλοδαποί, αν και επαρκώς ενταγμένοι, οικονομικά και πολιτισμικά, στην τοπική κοινωνία, δεν είχαν μέχρι πρότινος επαρκές δικαίωμα στη νομική συγκρότησή της: μόνο δικαιώματα συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν και ευρύτερα οι τοπικές αρχές έπρεπε να συμβουλεύονται τις διάφορες αντιπροσωπευτικές ενώσεις των αλλοδαπών προκειμένου να λάβουν διάφορα μέτρα που τους αφορούν, διαδικασία απλώς συμβουλευτική και όχι δεσμευτική.

Αν και η τύχη τους και ιδίως η διαμονή και οι συνθήκες εργασίας τους εξαρτιόταν από τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης (δήμους, νομαρχίες κλπ.) δεν είχαν φωνή στα όργανα αυτά.

Έτσι, με βάση ξένα πρότυπα, ιδίως ευρωπαϊκά και όχι μόνο (βλ. σχετικά τη μελέτη μας «Ανθρώπινα δικαιώματα και αλλοδαποί», σε περιοδικό Digesta έτος 2009, σελ 1 επ και ιδίως 4-6 και τις εκεί παραπομπές), ο τελευταίος ν. 3838/2010 τους έδωσε τη δυνατότητα, εφόσον ανήκουν σε κατηγορίες που έχουν ενταχθεί επαρκώς στην ελληνική κοινωνία, να συμμετέχουν στα όργανα της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης (δήμους), με το δικαίωμα του εκλέγειν (να ψηφίζουν), αλλά και του εκλέγεσθαι (να είναι υποψήφιοι), το τελευταίο σε ορισμένες αιρετές θέσεις (δημοτικοί, διαμερισματικοί και τοπικοί σύμβουλοι) απαιτώντας προς τούτο τα προσόντα που προβλέπονται από τα άρθρα 14-15 και 17 αντίστοιχα του νόμου αυτού.

Η ρύθμιση αυτή, αν και αμφισβητήθηκε από ορισμένους, για πολιτικούς ή άλλους λόγους, κρίνεται μάλλον ορθή και χρησιμοποιείται ακριβώς στα πλαίσια της διαδικασίας σταδιακής ένταξης των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία. Οι αλλοδαποί πρέπει να μάθουν να συμμετέχουν στη συγκρότηση της τοπικής κοινωνίας σταδιακά και με τον ρυθμό που αποκτούν τα αντίστοιχα προσόντα: αυτό θα τους ανταμείψει για την σταθερή και συνεπή συμμετοχή στην τοπική κοινωνία και την κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική της ζωή, αλλά και θα τους βοηθήσει να την κατανοήσουν καλύτερα, ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν στη συνέχεια σ’ αυτή, πλήρως και ως ισότιμοι πολίτες, με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση ή αλλιώς.
Η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην ένταξη των αλλοδαπών στην τοπική, ελληνική κοινωνία και γίνεται συνήθως με πολιτογράφησή τους ως ελλήνων πολιτών. Έτσι, γίνονται πλήρως μέλη της τοπικής (ελληνικής) κοινωνίας, αποκτώντας την ιθαγένεια και μαζί όλα, ή τουλάχιστον τα περισσότερα, από τα δικαιώματα του έλληνα πολίτη, ακόμη κι’ αυτά που έχει έλληνας πολίτης από καταγωγή (ομογενής). Αν και προβλέπεται ορισμένος χρόνος (ένα με δύο έτη) για τη δυνατότητα διορισμού του πολιτογραφηθέντος σε διάφορες δημόσιες θέσεις και λειτουργήματα, οι περιορισμοί αυτοί είναι μόνο χρονικοί και βαίνουν μειούμενοι, ανάλογα με τον χαρακτήρα προσαρμογής που προηγήθηκε της απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας.

Η κύρια εξαίρεση που αφορά τους πολιτογραφημένους έλληνες είναι εκείνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, που πρέπει να είναι «Έλληνας πολίτης από πέντε τουλάχιστον έτη και έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή» (άρθρο 31 ισχύοντος Συντάγματος), δηλαδή ομογενής. Παραδείγματα, όμως, αλλογενών Προέδρων, δεύτερης ή μεταγενέστερης γενιάς, υπάρχουν στην διεθνή κοινότητα και μπορεί εδώ να αναφερθεί το παράδειγμα του κ. Nicolas Sarkozy στη Γαλλία.

Έτσι, φρονούμε ότι βρίσκεται στην ορθή κατεύθυνση ο ίδιος ν. 3838/2010 (βλ. παραπ σε αριθ. 12 ) με τις τροποποιήσεις που καθιερώνει, με τα άρθρα του 1 επ., στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας ( ΚΕΙ, ν. 3284/2004), ο οποίος νόμος:

- αφενός μεν δίνει το δικαίωμα να αποκτήσουν την Ελληνική ιθαγένεια, από το χρόνο της γέννησής τους, παιδιά δεύτερης γενιάς μεταναστών (δηλαδή από πατέρα ή μητέρα που γεννήθηκε και κατοικεί από τη γέννησή του μόνιμα στην Ελλάδα) και τα οποία γεννήθηκαν επίσης στην Ελλάδα (άρθρο 1, παράγραφος 2 , εδάφιο α, νέο ΚΕΙ), και παιδιά που γεννήθηκαν και εξακολουθούν να ζουν νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα και των οποίων οι δύο γονείς διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα τουλάχιστον επί πενταετία όπου εξακολουθούν να ζουν κι’ αυτοί (γονείς) και τα παιδιά έχουν αποκτήσει ελληνική εκπαίδευση και παιδεία (έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου) στην Ελλάδα, με απόκτηση της ιθαγένειας, στην τελευταία αυτή περίπτωση, από τον χρόνο της δήλωσης και εγγραφής στα δημοτολόγια (άρθρο 1Α νέο ΚΕΙ),

- αφετέρου δε κάνει ευκολότερη την πολιτογράφηση, μειώνοντας τον χρόνο της προηγούμενης παραμονής του ενδιαφερόμενου στην Ελλάδα (άρθρο 5 , παρα. 1, εδ. δ νέο ΚΕΙ, που προβλέπει επταετή και όχι δεκαετή συνολικά προηγούμενη παραμονή του αλλοδαπού στην Ελλάδα, μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων για την πολιτογράφησή του, ενώ οι άλλες παραμένουν αμετάβλητες).

Αν και θα μπορούσε κανείς να συζητήσει για ορισμένες λεπτομέρειες των μεταρρυθμίσεων, αυτές βρίσκονται στα πλαίσια ομοίων ή αντιστοίχων λύσεων και ρυθμίσεων ξένων κρατών και της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών και ιδίως της παλαιάς Ευρωπαϊκής Κοινότητας των «15», τα περισσότερα των οποίων καθιερώνουν ακόμη περισσότερο ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους μετανάστες 2ης γενιάς ως προς την απόκτηση της ιθαγένειας του κράτους υποδοχής (βλ. περισσότερα σε ΠΑΠΑΣΙΩΠΗ-ΠΑΣΙΑ, «Ιθαγένεια και ανθρώπινα δικαιώματα – Οι δεύτερης γενιάς μετανάστες», σε ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ, Αλλοδαποί και Ανθρώπινα Δικαιώματα – Εισηγήσεις Επιστημονικής Εκδήλωσης στο ΔΣΑ στις 29 Νοεμβρίου 2009, Αθήνα 2009, σελ. 51 επ. και ιδίως 67-71 και τις εκεί παραπομπές).

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ

Τελικά, η Ελληνική Κοινωνία προσαρμόζεται σταδιακά στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά το 1990 και την αντίστροφη φορά στην μετανάστευση. Από την άκριτη και ελεύθερη υποδοχή ξένων που όμως δεν είχαν πάντοτε μέλλον στην Ελλάδα, προχωράμε, τουλάχιστον σε επίπεδο νομοθεσίας αν και όχι και σε εκείνο της πλήρους εφαρμογής της, σε μια πιο επιλεκτική διαλογή αυτών που θα ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο και θα ενισχύσουν το λαό της, Έτσι, η κοινωνικο-οικονομική συμπλήρωση και «αιμοδοσία» του ελληνικού πληθυσμού πρέπει να ανταποκρίνεται σε κοινωνικά και πολιτισμικά κριτήρια ένταξης. Με βάση και το αρχαίο ρητό (Ισοκράτης, “Πανηγυρικός”) «Έλληνες εισί και οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες» και με βάση ότι Έλληνες πολίτες δεν μπορεί να είναι μόνο οι Έλληνες το γένος, αλλά και οι Έλληνες το έθος και συνεπώς το έθνος, που είναι νοητική και πολιτισμική οντότητα και όχι μόνο βιολογική, ορθή είναι η αντιμετώπιση στο νομικό πλαίσιο.

Βέβαια, χωλαίνει, και μάλιστα σημαντικά, η αντιμετώπιση στην πραγματική κατάσταση, αφού τα αφύλακτα ως «ξέφραγο αμπέλι» σύνορα, η αδυναμία επαναπροώθησης με αποδεκτούς όρους των μη νομίμως ευρισκομένων στην ελληνική επικράτεια αλλοδαπών, οδηγεί σε φαινόμενα όπου τα ορθά μέτρα εφαρμόζονται λανθασμένα και άκριτα, καταλήγοντας σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: συσσώρευση και γκέτο «παράνομων» αλλοδαπών, παράνομη άσκηση απ’ αυτούς δραστηριότητας και ιδίως του εμπορίου, συγκρούσεις με την τοπική κοινωνία και υποβάθμιση των ηθών (Trafficking, ναρκωτικά κλπ).

Ορισμένες φορές δεν είναι μόνο η αδυναμία των αρχών να εφαρμόσουν το νόμο, αλλά ίσως και κάποια ενδιάθετη στάση ορισμένων, διαφόρων λόγων και αιτιολογιών, όπως ανοχή για λόγους οικονομικούς, συναισθηματικούς, ιδεολογικούς κ.λπ., αν όχι όλα μαζί ανακατεμένα, πιστεύοντας ότι αυτό λειτουργεί για το κοινό καλό των μεταναστών και της τοπικής κοινωνίας.

Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ειδική εκπαίδευση όλων όσων ασχολούνται με το θέμα: από τους υπουργούς μέχρι και τον τελευταίο υπάλληλο ή αστυνομικό της δημοτικής ή της ελληνικής αστυνομίας. Δεν αποτελεί δε δικαιολογία η μη ύπαρξη χρημάτων και η παρούσα κρίση για να τα αποφύγουμε. Τα χρήματα μάλλον ξοδεύτηκαν, αλλά όχι πάντοτε για την πραγματοποίηση του σκοπού. Ινστιτούτα, Κέντρα κ.ά. πολλά έγιναν, αλλά δεν έκαναν πάντοτε εκπαίδευση και επιμόρφωση, σταθερή και συνεχή, των αρμοδίων: στην καλύτερη των περιπτώσεων έγιναν κάποια συνέδρια και σεμινάρια και ορισμένες παρουσιάσεις στην τηλεόραση.

Πλέον έχει γίνει κατανοητή η ανάγκη της ορθής αντιμετώπισης του μεταναστευτικού προβλήματος και τα μέτρα που εξαγγέλλονται και προγραμματίζονται θα οδηγήσουν, ίσως, σε καλύτερη αντιμετώπισή του, τουλάχιστον μερικά και για τα πλαίσια της Ελληνικής Κοινωνίας σε συνάρτηση με εκείνα της Ε.Ε. Χρειάζεται, όμως, και ευρύτερη, διεθνής, συνεργασία, για να είναι πιο γενικά, αποτελεσματικά και μόνιμα.

Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί με ικανοποίηση η πρόσφατη ψήφιση του ν. 3907/2011 για την «Ίδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ “σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασία στα κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών” και λοιπές διατάξεις». Παρέχεται, έτσι, ενιαίο νομικό πλαίσιο και δημιουργείται αποδεκτή οργανωτική υποδομή για την επαναπροώθηση ή απέλαση όσων αλλοδαπών δεν διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και αποτελούν ξένο σώμα στην Ελληνική Κοινωνία, ο αριθμός των οποίων είναι σήμερα αρκετά υψηλός, ιδίως λόγω και των επιπτώσεων του κοινοτικού Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ» (ΕΚ/343/2003), που δίνει δικαίωμα στα κράτη-μέλη για επαναπροώθηση των παρανόμων μεταναστών από τρίτες χώρες στο κράτος-μέλος εισόδου τους στην ΕΕ, το οποίο πολλές φορές είναι η Ελλάδα με τα πολύ εκτεταμένα και δυσκολοφύλακτα σύνορά της (ιδίως θαλάσσια): γι’ αυτό παρατηρείται μεγάλη σώρευση «παρανόμων» μεταναστών στην Ελλάδα, η οποία δύσκολα μπορεί να την διαχειριστεί μόνη της και χωρίς βοήθεια κατά τρόπο αποδεκτό (ιδίως μετά από σχετικές καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για συνθήκες ομαδικής φύλαξης των υπό απέλαση ή επαναπροώθηση αλλοδαπών αντίθετες προς την αξιοπρέπεια του ανθρώπου).

Έτσι, θα έπρεπε να ζητηθεί από τα όργανα της Ε.Ε. μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη βοήθεια για την αντιμετώπιση τόσο της παράνομης εισόδου όσο και της παράνομης διαμονής και διακίνησης μεταναστών από τρίτες χώρες, όχι μόνο με τη συνδρομή της FRONTEX, αλλά και με την πλήρη αναγνώριση και προστασία των κοινοτικών συνόρων (ως τέτοιων και των ελληνικών) και όχι μόνο των τελωνειακών συνόρων της Ένωσης (δηλαδή για την εφαρμογή του ενιαίου κοινοτικού δασμολογίου): αυτό θα οδηγούσε διάφορες τρίτες χώρες και ιδίως τη γείτονα Τουρκία να σεβαστούν τα σύνορα αυτά και να εφαρμόσουν καλύτερα και αποτελεσματικότερα τις σχετικές διεθνείς (και με Συνθήκες) υποχρεώσεις τους. Με τον τρόπο αυτό, αλλά και τη σχετική αναμόρφωση του Κανονισμού «Δουβλίνο», θα μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των «μη νόμιμων» μεταναστών στην ΕΕ και θα παύσει να θεωρείται οπό ορισμένους η Ελλάδα ως κατά μεγάλο μέρος υπεύθυνη γι’ αυτούς, ώστε να ζητούν ως προς τη χώρα μας τη μη εφαρμογή της Συνθήκης του Σένγκεν και την επαναφορά του έλεγχου των διαβατηρίων! Και στο θέμα της μετανάστευσης η Ελλάδα δεν είναι η αποκλειστικά υπεύθυνη, όπως συχνά παρουσιάζεται κυρίως τελευταία: ιδίως στο συγκεκριμένο ζήτημα οι ευθύνες μας είναι πολύ λιγότερες απ’ ότι σε άλλα θέματα.-

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr