Ο μύθος της γερμανικής ηγεμονίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος της γερμανικής ηγεμονίας

Γιατί το Βερολίνο δεν μπορεί μόνο του να σώσει την Ευρώπη

Η Γερμανία, όμως, δεν μπορεί να εκστομίσει τέτοιες απειλές - κυρίως επειδή κανείς δεν θα την πιστέψει. Μια γερμανική έξοδος θα σημάνει τον επικείμενο θάνατο του ενιαίου νομίσματος, κάτι το οποίο δεν θα είναι μόνο μια οικονομική καταστροφή, αλλά επίσης μια ιστορική κληρονομιά που ακόμα και οι Γερμανοί ευρωσκεπτικιστές δεν θα ήθελαν να επωμιστούν. Αν μια άτακτη γερμανική έξοδος έσπρωχνε τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χάος, οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν θα θυμούνταν πλέον ότι η κίνηση αυτή υποτίθεται ότι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα τους και θα τιμωρούσαν την κυβέρνησή τους επειδή άφησε την ευρωπαϊκή ιδέα να αποτύχει. Επιπλέον, οι οικονομικές και δημοσιονομικές απώλειες για τη Γερμανία θα ήταν ανυπολόγιστες. Αν η Γερμανία εισήγαγε ένα νέο νόμισμα, η αξία του θα ανέβαινε στα ύψη, καταστρέφοντας την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Οι γερμανικές απαιτήσεις από το Target 2, το διατραπεζικό σύστημα πληρωμών που επεξεργάζεται τις διασυνοριακές μεταβιβάσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, είναι σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια ευρώ, και θα κάνουν την αποχώρησή της από την ευρωζώνη εξαιρετικά δαπανηρή, καθώς τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα θα χαθούν.

Καθώς επιδεινώνεται η κρίση στην Ευρώπη, η Γερμανία θα είναι ολοένα και πιο δύσκολο να επηρεάσει τις εσωτερικές πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών σύμφωνα με τις δικές της προδιαγραφές. Το Βερολίνο μπορεί να επιθυμεί κυρώσεις και ελέγχους που θα τίθενται σε ισχύ αυτόματα όταν τα μέλη της ευρωζώνης εμφανίζουν μεγάλα ελλείμματα, αλλά στην πράξη η απόφαση για την εφαρμογή αυτών των μέτρων θα παραμείνει μια πολιτική επιλογή κάθε χώρας ξεχωριστά. Και καθώς οι πολίτες της Ευρώπης γίνονται όλο και πιο απογοητευμένοι με την ατζέντα της Γερμανίας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και λιτότητα, θα απαιτήσουν μια χαλαρή ερμηνεία των πρόσφατα ανασχεδιασμένων δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης. Επιπλέον, οι εμπειρίες του παρελθόντος της ΕΕ σχετικά με μεγάλα μεταρρυθμιστικά σχέδια δείχνουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής ή μιας πλήρους πολιτικής ένωσης, συνεπάγεται περίπλοκες διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν σε ένα συμβιβασμό, όχι μια λύση που θα προέλθει από την Γερμανία. Έτσι, αν και η Γερμανία γνωρίζει ότι η πίεση των αγορών είναι με το μέρος της, απλά δεν θα είναι σε θέση να αλλάξει την ζώνη του ευρώ και την ΕΕ καθ’ ομοίωσίν της.

Το Βερολίνο θα πρέπει επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος από τον αδιάλλακτο δημοσιονομικό συντηρητισμό του: η φήμη της Γερμανίας στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία έχει ήδη επιδεινωθεί, και έχει επίσης αρχίσει να διαβρώνεται κι αλλού. Αν το Βερολίνο συνεχίσει να απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, θα μπορούσε να βλάψει τις διμερείς σχέσεις του με όχι μόνο τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που ευνοούν συνήθως την γερμανικού τύπου αυτοσυγκράτηση. Στον αγώνα για τη σταθεροποίηση του ευρώ, η Γερμανία δεν διαθέτει επαρκή ιδεολογική δύναμη για να επιτύχει μια συναίνεση για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Σε όλη την Ευρώπη, η έκκληση της κυβέρνησης Μέρκελ για λιτότητα γίνεται αντιληπτή ως ιδιοτελής λόγος που θα μπορούσε μόνο να καταπνίξει την ανάπτυξη, όχι να την τονώσει. Πιέζοντας αδυσώπητα για μια Ευρώπη που μένει ενωμένη λόγω του οράματός της, η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει πολλούς από τους συνεργάτες της και να μετατρέψει τους φίλους της σε σκεπτικιστές.

Επιπλέον, οι λύσεις που προτιμά η κυβέρνηση Μέρκελ για το μέλλον της ευρωζώνης θα έχουν οικονομικό και πολιτικό κόστος που τώρα φαίνεται να είναι υποτιμημένο για την ίδια τη Γερμανία, καθιστώντας τους ψηφοφόρους λιγότερο πιθανό να συμπορευτούν με τα σχέδιά της. Μια πολιτική διαπραγμάτευση που επιτρέπει το μεγάλο άλμα προς μια ευρωπαϊκή πολιτική ένωση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον επιμερισμό των ευθυνών για τα χρέη των χωρών, φτιάχνοντας μια ένωση τραπεζών καθώς και μεταβιβάζοντας χρήματα διαμέσω των πολιτικών συνόρων – πράγματα τα οποία θα φορτώσουν με μεγάλα έξοδα και κινδύνους τους Γερμανούς φορολογούμενους.

Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι χώρες της ευρωζώνης είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν αυτό που είναι γνωστό ως μια ένωση Παθητικού (σ.σ.: ως αντίθετο του Ενεργητικού σε έναν ισολογισμό), μοιράζοντας την ευθύνη για τα χρέη, είτε τα ιδιωτικά (στον τραπεζικό τομέα) είτε τα δημόσια. Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν ταιριάζει με τις προτιμήσεις της Γερμανίας για την ελαχιστοποίηση των συλλογικών κινδύνων. Ακόμα και το σπρώξιμο της Ελλάδας έξω από την ευρωζώνη, έτσι ώστε η Γερμανία να μην υποχρεούται να την υποστηρίζει, πιθανόν να οδηγήσει σε κάποιο είδος κοινής ευθύνης. Εάν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη, ο τραπεζικός πανικός και η μετάδοσή του στην αγορά ομολόγων θα έθετε σε κίνδυνο την υπόλοιπη ευρωζώνη και θα απαιτούσε τεράστια τείχη οικονομικής προστασίας, μια κοινή ανάληψη των χρεών και κάποιο είδος ένωσης στον τραπεζικό τομέα. Αν σπρώξει την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού, η Γερμανία μπορεί να καταλήξει να πρέπει να δεχτεί σημαντική ευθύνη για τα υπόλοιπα δημοσιονομικά και οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης. Και θα πρέπει να το πράξει με ανεξέλεγκτο τρόπο, χωρίς να είναι σε θέση να εγγυηθεί οποιονδήποτε περαιτέρω οικονομικό συντονισμό ή ρύθμιση επί των προϋπολογισμών των κρατών - μελών.