Η καταστροφή της Ευρώπης μπορεί να αποφευχθεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η καταστροφή της Ευρώπης μπορεί να αποφευχθεί

Η μοίρα της νομισματικής ένωσης είναι στα χέρια τής Γερμανίας

Αν οι ηγέτες της Ευρώπης είχαν καταφέρει μια δυναμική απάντηση νωρίτερα στην κρίση, θα μπορούσαν να επιβάλουν μια σημαντική μείωση του χρέους σε ιδιώτες πιστωτές σε ολόκληρη την ήπειρο. Αλλά τώρα πια, οι περισσότεροι ιδιώτες πιστωτές έχουν ξεπουλήσει, μεταφέροντας το χρέος τους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την ΕΚΤ και άλλους επίσημους πιστωτές. (Σίγουρα οι ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν μεγάλα χαρτοφυλάκια ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων. Αλλά δεδομένου ότι ο δημόσιος τομέας είναι έτοιμος για τη διάσωση αυτών των τραπεζών, δεν αποτελούν πραγματικούς ιδιώτες πιστωτές). Η περσινή αναδιάρθρωση του χρέους στην Ελλάδα περιγράφει το πρόβλημα. Σχεδόν δύο χρόνια μέσα στην ελληνική κρίση, οι ιδιώτες πιστωτές της χώρας αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μείωση της αξίας των απαιτήσεών τους της τάξης του 65%. Αλλά σε εκείνο το σημείο, οι περισσότεροι ιδιώτες πιστωτές είχαν ήδη αποτινάξει τα ομόλογά τους, έτσι ώστε η προκύπτουσα ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα να είναι πολύ μικρότερη από όσο χρειαζόταν η χώρα για να διορθώσει τα οικονομικά της.

Δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις των πλεονασματικών χωρών και οι πολυμερείς δανειστές έχουν γίνει σημαντικοί πιστωτές των υπό κρίση χωρών, η ελάφρυνση του χρέους πρέπει να περιλαμβάνει επιείκεια από την πλευρά τους. Αυτό είναι μάλλον απίθανο να λάβει τη μορφή της ρητής μείωσης των απαιτήσεων επί των χρεών: η αξιοπιστία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της ΕΚΤ θα υποφέρουν πάρα πολύ από την παραδοχή ότι τα δάνειά τους μπορεί να μην εξυπηρετηθούν. Ούτε είναι πιθανό να περιλάβει ρητά την εξόφληση χρεών της περιφέρειας από τους φορολογούμενους του πυρήνα της Ευρώπης: αυτό θα ήταν πολιτικά εκρηκτικό. Η πιο πιθανή διαδρομή για την μείωση του χρέους είναι να δημιουργηθεί ένα ομόλογο της ευρωζώνης (το λεγόμενο ευρωομόλογο), έτσι ώστε μέρος του χρέους των χωρών που βρίσκονται σε κρίση να μπορεί να αντικατασταθεί από ομόλογα που εκδίδονται από ολόκληρη την περιοχή. Οικονομικοί σύμβουλοι της γερμανικής κυβέρνησης έχουν προωθήσει ένα σχέδιο το οποίο θα πετύχει αυτόν τον στόχο. Τώρα, η κυβέρνηση πρέπει να το υιοθετήσει.

Εκτός από την αντιμετώπιση των υπερβάσεων των κυβερνητικών χρεών, οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης το οποίο μαστίζεται από έναν συρφετό επισφαλών δανείων και, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ένα έλλειμμα ειλικρίνειας σχετικά με αυτό το ζήτημα. Μέχρι οι τράπεζες να ομολογήσουν ότι τα στεγαστικά δάνεια σε ανέργους ή σε προβληματικές επιχειρήσεις δεν θα εξυπηρετηθούν στην ώρα τους, και μέχρι να βρουν κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών τους, η ανομολόγητη αδυναμία τους θα αναστέλλει το δανεισμό τους: πολύ λίγα άτομα και επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να δανειστούν χρήματα και η ανάπτυξη θα παραμείνει αναιμική. Επιπλέον, η επιστροφή των τραπεζών σε μια υγιή κατάσταση αποτελεί προϋπόθεση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην αγορά, δεδομένου ότι η πιθανότητα δαπανηρών τραπεζικών χρεοκοπιών ρίχνει μια σκιά πάνω από τις χώρες της κρίσης. Προς το παρόν, η γενναιόδωρη χρηματοδότηση της ΕΚΤ έχει εγγυηθεί τη ρευστότητα των τραπεζών, θωρακίζοντάς τις κατά της στάσης δανεισμού που έχουν υποστεί στις ιδιωτικές αγορές ομολόγων. Αλλά εάν τα εκατομμύρια των καταθετών αρχίζουν να εγκαταλείπουν τις τράπεζες ταυτόχρονα, η ρευστότητα της ΕΚΤ μπορεί να μην είναι αρκετή και κανένα ποσό ρευστότητας δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητα των τραπεζών. Υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης εκτός κι αν οι τράπεζες διατηρήσουν περισσότερα κεφάλαια στο ταμείο τους. Οι ιδιώτες επενδυτές είναι απίθανο να παράσχουν αυτά τα κεφάλαια και οι κυβερνήσεις των χωρών της κρίσης είναι πολύ πιεσμένες για να κάνουν μόνες τους τη δουλειά αυτή. Επομένως, μερικά από τα χρήματα θα πρέπει να προέρχονται από ισχυρότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Το 1992, η Γερμανία έδωσε προτεραιότητα στη διαχείριση της δικής της οικονομίας έναντι της υποστήριξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στη συνέχεια φάνηκε να δείχνει μεταμέλεια και υποστήριξε τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Παρά τους σαφείς κινδύνους της ένωσης διαφορετικών οικονομιών σε μια ενιαία νομισματική πολιτική, η πολιτική βούληση για ένωση της Ευρώπης νίκησε. «Η ιστορία της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης χαρακτηρίζεται από αργή, αλλά σταθερή, πρόοδο απέναντι σε έναν συνεχή σκεπτικισμό και σε προβλέψεις καταστροφών», διακήρυξε το 2001 ο Ότμαρ Ίσινγκ (Otmar Issing), ένας Γερμανός, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ. «Η έναρξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής ήταν μια μεγάλη επιτυχία».

Ωστόσο, παρά τις θριαμβολογίες του Ίσινγκ, η Γερμανία σήμερα φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση σχετικά με τον τρόπο που θέλει να προχωρήσει. Το βάρος της ιστορίας και του αίματος τάσσεται υπέρ της διατήρησης της ενότητας της Ευρώπης, και οι ηγέτες των βιομηχανιών της Γερμανίας καταλαβαίνουν ότι η επιτυχία τους ως εξαγωγείς θα πνιγεί σε μια ενδεχόμενη επιστροφή σε ένα ισχυρό εθνικό νόμισμα. Ταυτόχρονα, όμως, οι ηγέτες της Γερμανίας αντιστέκονται ακόμη σε κάποιο έστω και μικρό πληθωρισμό και είναι δικαιολογημένα δύσπιστοι όσον αφορά την υποστήριξη του χρέους άλλων χωρών ή της διάσωσης των τραπεζικών συστημάτων τους. Η Γερμανία είναι φυσικά ελεύθερη να επιλέξει όποια πορεία θέλει. Αλλά αν ξανασυμπεριφερθεί όπως το 1992, η «μεγάλη επιτυχία» του ευρώ θα περάσει στην ιστορία ως μια παταγώδης αποτυχία.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/134937/sebastian-mallaby/europe%E...