Ο ρόλος των τραπεζών στη δημιουργία και την επίλυση της κρίσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ρόλος των τραπεζών στη δημιουργία και την επίλυση της κρίσης

Πώς μια Τραπεζική Ένωση μπορεί να δώσει πειστικές λύσεις στα προβλήματα της Ευρωζώνης.

Παράλληλα με τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ, που κορυφώθηκαν με την σε μαζική κλίμακα μακροπρόθεσμη (τριετούς διάρκειας) αναχρηματοδότηση του τραπεζικού τομέα (LTROs), η κατάσταση αυτή οδήγησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να υιοθετήσει στις 26 Οκτωβρίου 2011 ένα πακέτο μέτρων με βασική επιδίωξη την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα επιβίωσης των τραπεζών. Προς αυτή την κατεύθυνση, το πακέτο προέβλεπε την άμεση επανακεφαλαιοποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, έτσι ώστε μέχρι τα μέσα του 2011 όλες οι μεγάλες τράπεζες να διαθέτουν βασικά εποπτικά κεφάλαια (Core Tier 1 capital) άνω του 9% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού – και μάλιστα, αφού ληφθούν υπ’ όψιν οι ζημίες από τα κρατικά ομόλογα που κατέχουν. Η επανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιήθηκε, πράγματι, συντονισμένα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο υπό την ευθύνη των εθνικών εποπτικών αρχών σε συνεργασία με την ιδρυθείσα προσφάτως Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), στην οποία έχουν ανατεθεί ορισμένες συντονιστικές αρμοδιότητες επί των εθνικών αρχών. Το σύνολο των ελλειπόντων κεφαλαίων υπολογίστηκε από την ΕΑΤ σε 115 δισ. ευρώ. Εξαιρουμένων των ελληνικών τραπεζών, η ανακεφαλαιοποίηση των οποίων αποτελεί τμήμα του δεύτερου προγράμματος χρηματοδότησης, και τεσσάρων ακόμη τραπεζών, οι οποίες ετέθησαν στο μεσοδιάστημα σε διαδικασία ανασυγκρότησης με την ενίσχυση των κρατών τους (αυστριακή Öesterreichische Volksbank AG, βελγική Dexia, γερμανική WestLB AG και ισπανική Bankia), η διαδικασία αφορούσε 27 μεγάλες τράπεζες, οι συνολικές ανάγκες των οποίων σε κεφάλαια ανέρχονταν σε 76 δισ. ευρώ. Εν τέλει, αντλήθηκαν πάνω από 94 δισ., με τη μεγάλη πλειοψηφία των τραπεζών να καλύπτει εγκαίρως και πλήρως τους ατομικούς στόχους. Οι φόβοι που είχαν διατυπωθεί αρχικά, ότι δηλαδή οι τράπεζες θα αποκαθιστούσαν την σχέση των εποπτικών κεφαλαίων προς το ενεργητικό τους, όχι συγκεντρώνοντας νέα κεφάλαια, αλλά μειώνοντας το ενεργητικό τους, δηλαδή ρευστοποιώντας παλαιά δάνεια και αρνούμενες να χορηγήσουν καινούργια, αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Από τον Σεπτέμβριο 2011 έως τον Ιούνιο 2012 η συνολική μείωση των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού ήταν μόλις 0.62%. Με άλλα λόγια, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τουλάχιστον, η χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων διατηρήθηκε σταθερή.

Εν τούτοις, η εμπιστοσύνη δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη. Οι διατραπεζικές αγορές παραμένουν κλειστές, ιδίως για τις τράπεζες της νότιας Ευρώπης, που για την εξεύρεση ρευστότητας επαφίενται σχεδόν αποκλειστικά στην ΕΚΤ και τις εθνικές τους κεντρικές τράπεζες. Το κύριο πρόβλημα για πολλές τράπεζες είναι η διατήρηση στο χαρτοφυλάκιό τους άγνωστου αριθμού επισφαλών δανείων. Έως ότου οι επισφάλειες αναγνωριστούν και τα χαρτοφυλάκια καθαρίσουν, η αβεβαιότητα θα εξακολουθεί και η τραπεζική αγορά θα δυσλειτουργεί. Για να γίνει αυτό, όμως, είναι αναγκαίο οι εποπτικές αρχές να πάψουν να επιδεικνύουν ανοχή στην πρακτική του εξωραϊσμού της λογιστικής εικόνας των τραπεζών δια της συνεχούς αναβολής της αναγνώρισης του πλήρους εύρους των ζημιών.

ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΩΣΗ: ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΑΥΛΟ ΚΥΚΛΟ

Η περίπτωση της Ισπανίας είναι χαρακτηριστική, τόσο ως προς την διστακτικότητα των εθνικών εποπτικών αρχών, όσο και ως προς το μέγεθος που ενδέχεται να έχουν οι κρυφές επισφάλειες του τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε κανείς να μη μπορεί να διαπιστώσει ποια τράπεζα αντιμετωπίζει προβλήματα και τι τάξεως. Οι απόπειρες της κυβέρνησης να επιλύσει το πρόβλημα με ίδια μέσα, εθνικοποιώντας την Bankia και ανακεφαλαιοποιώντας τα διάφορα ταμιευτήρια (cajas de ahorros), δεν ήταν πειστικές, αφού ούτε σε πλήρη αναγνώριση των προβλημάτων οδήγησαν, ούτε σε επαρκή και μόνιμη ενίσχυση με κεφάλαια του τραπεζικού τομέα, έτσι ώστε η μελλοντική του βιωσιμότητα να είναι εμφανής. Η υποψία ότι οι ισπανικές τράπεζες θα χρειαστούν και νέα πακέτα στήριξης από το κράτος οδήγησε σε έκρηξη των επιτοκίων δανεισμού της χώρας και ταχεία χειροτέρευση των δημοσιονομικών της προοπτικών. Η Ισπανία αναγκάστηκε έτσι να προβεί στην ενέργεια που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποφύγει – δηλαδή, να προσφύγει στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, με τις δεσμεύσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Η κλιμάκωση του ισπανικού ζητήματος έφερε κατά τρόπο αδήριτο στο επίκεντρο της δημόσιας πολιτικής την στενή αλληλεπίδραση των προβλημάτων του δημοσίου χρέους, αφ’ ενός, και του τραπεζικού συστήματος, αφ’ ετέρου. Τις καλές εποχές, οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες ζουν ως υπερεθνικές οντότητες· στην κρίση, όμως, πεθαίνουν ως εθνικοί φορείς, με το κόστος της αναδιάρθρωσής τους να πέφτει αποκλειστικά στην χώρα καταγωγής τους, που, εάν δεν έχει επαρκή μέσα για να καλύψει το πρόβλημα, οδηγείται και αυτή σε αδιέξοδο. Από την άποψη αυτή, η περίπτωση της Ισπανίας είναι ανάλογη με την προηγηθείσα της Ιρλανδίας, αλλά και την επακολουθήσασα της Κύπρου. Όμως, το μέγεθος της ισπανικής οικονομίας και η προοπτική μεταδόσεως της κρίσης σε ένα ακόμη μεγάλο κράτος μέλος, την Ιταλία, ανάγκασε τους Ευρωπαίους ιθύνοντες να αντιδράσουν με πολύ διαφορετικό τρόπο.

Η μετάδοση της κρίσης στις μεγάλες χώρες της περιφέρειας, με άλλα λόγια, μετέβαλε άρδην το γενικότερο πλαίσιο ερμηνείας της κρίσης της Ευρωζώνης, αλλά και τις προτεινόμενες μεθόδους αντιμετώπισής της. Οι κύριοι διαμορφωτές της ευρωπαϊκής πολιτικής βρέθηκαν αναγκασμένοι να αναθεωρήσουν τις υποθέσεις εργασίας τους, να ενσκήψουν στις μέχρι τώρα υποτονισμένες, παρ’ ότι προφανείς, διασυνοριακές παραμέτρους της καταστροφικής οικονομικής πραγματικότητας και να θέσουν νέους στόχους και προτεραιότητες στην προσπάθεια ανάταξης της Ευρωζώνης. Η πολυσυζητημένη, αλλά εξαιρετικά δυσχερής και αμφιλεγόμενη δημοσιονομική ένωση αποτελεί ένα μόνον στοιχείο της νέας θεματολογίας. Πιο άμεση και όχι λιγότερο σημαντική είναι η προοπτική μιας άλλης ένωσης: της τραπεζικής.