Πώς η ανάπτυξη σώζει ζωές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η ανάπτυξη σώζει ζωές

Η κινδυνολογία για το περιβάλλον και τα αποδεδειγμένα σφάλματα της Λέσχης της Ρώμης

Στο συνηθισμένο σενάριο, που αποτυπώνεται στο Σχήμα 1, οι συγγραφείς παρουσίασαν το πιο πιθανό μέλλον που επιφυλάσσεται για την ανθρωπότητα. Για το διάστημα των χρόνων από το 1900 έως το 2100, που εμφανίζεται στον οριζόντιο άξονα, το γράφημα παρουσιάζει τα επίπεδα του πληθυσμού, της μόλυνσης, των μη ανανεώσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών, της τροφής και της βιομηχανικής παραγωγής στον κάθετο άξονα. Καθώς το ποσοστό των θανάτων μειώνεται σημαντικά (λόγω της προόδου της ιατρικής) και το ποσοστό των γεννήσεων ελαφρά, ο πληθυσμός αυξάνεται. Καθώς το κάθε άτομο καταναλώνει περισσότερη τροφή και προϊόντα, «απαιτείται τεράστια εισροή φυσικών πόρων» για να καλύψει τη συνολική ζήτηση. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μείωση των διαθεσίμων αποθεμάτων φυσικών πόρων, καθιστώντας ολοένα και δυσκολότερη την κατ’ έτος ικανοποίηση των αναγκών για φυσικούς πόρους, πράγμα που σταδιακά καταλήγει στην κατάρρευση του οικονομικού συστήματος. Επειδή οι επιπτώσεις αργούν να φανούν, ο πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνει, μέχρι την ώρα που συμβαίνει μια συγκλονιστική αύξηση του ρυθμού των θανάτων, λόγω της έλλειψης τροφής και υπηρεσιών υγείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξαφανίζεται ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού. Ο ένοχος είναι γνωστός: «Η κατάρρευση συμβαίνει επειδή εξαντλούνται οι μη ανανεώσιμοι πόροι».

Τι κι αν ο κόσμος βελτιώνεται ως προς τη διατήρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών ή ανακαλύπτει καινούργιες; Δεν έχει σημασία. Αν ξαναδουλέψετε το μοντέλο με διπλάσιους ή απεριόριστους φυσικούς πόρους, η κατάρρευση επέρχεται και πάλι, μόνο που τώρα προκαλείται από τη μόλυνση. Ενώ εκτινάσσονται οι αριθμοί στον πληθυσμό και στην παραγωγή, το ίδιο συμβαίνει και με τη μόλυνση, και ως αποτέλεσμα επέρχεται η δραστική πτώση στην παραγωγή τροφίμων και κατά συνέπεια η απώλεια των τριών τετάρτων του πληθυσμού της γης.

Τι κι αν η μόλυνση βρίσκεται υπό έλεγχο, με όχημα την τεχνολογία και την πολιτική; Και πάλι, δεν έχει σημασία. Ας ξαναδουλέψουμε το μοντέλο με απεριόριστους τους φυσικούς πόρους και με συγκράτηση της μόλυνσης. Και πάλι η πρόβλεψη είναι δυσοίωνη. Καθώς εκτοξεύεται η παραγωγή, το ίδιο συμβαίνει και με τον πληθυσμό, και μαζί του η ανάγκη για τροφή. Στο τέλος, φθάνουμε στα όρια της καλλιεργήσιμης γης και ο αγροτικός τομέας είναι πλέον καταδικασμένος, καθώς τα κεφάλαια διοχετεύονται σε ολοένα και πιο αναιμικές προσπάθειες να αυξηθούν οι στρεμματικές αποδόσεις. Όταν η παραγωγή τροφίμων πέφτει στο επίπεδο της επιβίωσης, το ποσοστό θανάτων εκτινάσσεται και ο πολιτισμός είναι και πάλι καταδικασμένος.

Οι συγγραφείς κατέληξαν ότι «ο βασικός τρόπος συμπεριφοράς του παγκοσμίου συστήματος είναι η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και των κεφαλαίων, με συνεπακόλουθο την κατάρρευση». Και «όταν εισάγουμε τεχνολογικές εξελίξεις που επιτυχώς αίρουν κάποια ανάσχεση στην ανάπτυξη ή αποτρέπουν κάποια ύφεση, το σύστημα απλώς ανεβαίνει σε ένα επόμενο όριο, το υπερβαίνει προσωρινά και ύστερα υποχωρεί».
Σε αντίθεση με προηγούμενες απαισιόδοξες προβλέψεις, η συγκεκριμένη δεν διέβλεπε εύκολη διέξοδο. H Κάρσον πρότεινε την απαγόρευση των φυτοφαρμάκων. Ο Έρλιχ έκανε λόγο για επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού. Όμως, «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» έδειχναν ότι ακόμη και αν μπορούσε να επιτευχθεί έλεγχος στην αύξηση του πληθυσμού και της μόλυνσης, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές στο τέλος θα εξαντλούνταν και η παραγωγή τροφίμων θα υποχωρούσε στο επίπεδο επιβίωσης. Η μόνη ελπίδα ήταν η αναστολή της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης. Ο κόσμος θα έπρεπε να περικόψει την κατανάλωση υλικών αγαθών και να δώσει έμφαση στην ανακύκλωση και τη διατηρησιμότητα. Η μόνη ελπίδα για να αποφευχθεί η πολιτισμική κατάρρευση, έλεγαν οι συγγραφείς, ήταν η εφαρμογή δρακόντειων πολιτικών, που θα ανάγκαζαν τους ανθρώπους να κάνουν λιγότερα παιδιά και να ψαλιδίσουν την κατανάλωση, ώστε η κοινωνία να σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο που να είναι πολύ πιο πενιχρό από το σημερινό.

Καθώς ο περισσότερος κόσμος θεώρησε αυτήν τη λύση ως απολύτως ανεδαφική, το συμπέρασμα ήταν απλό: ο κόσμος είχε στριμωχτεί για τα καλά. Έτσι, το περιοδικό Time δημοσίευσε το 1972 άρθρο με τίτλο «Τα χειρότερα έπονται;», αναφερόμενο στα δεδομένα του βιβλίου «Τα Όρια στην Ανάπτυξη». Συγκεκριμένα, το περιοδικό έγραφε: Οι υψικάμινοι στο Πίτσμπουργκ έχουν παγώσει. Οι γραμμές συναρμολόγησης στο Ντιτρόιτ έχουν σταματήσει. Στο Λος Άντζελες, λίγοι κάτισχνοι επιζώντες από λοιμό με απόγνωση καλλιεργούν νησίδες αυτοκινητοδρόμων, αυλές και απομακρυσμένα γήπεδα, ελπίζοντας σε μια σοδειά για την επιβίωσή τους. Στο Λονδίνο τα γραφεία είναι σκοτεινά, οι αποβάθρες έρημες. Στα αγροκτήματα της Ουκρανίας, παρατημένα τρακτέρ ρυπαίνουν τα χωράφια: δεν υπάρχουν καύσιμα για να δουλέψουν. Τα νερά του Ρήνου, του Νείλου και του Κίτρινου ποταμού βρομούν από τα σκουπίδια.

Προϊόν φαντασίας; Όχι. Ζοφερή πραγματικότητα, αν η κοινωνία παραμείνει προσηλωμένη στην ανάπτυξη και την «πρόοδο».

«Τα Όρια στην Ανάπτυξη» γνώρισαν μεγάλη απήχηση στον τύπο. Το περιοδικό Science τους αφιέρωσε πέντε σελίδες, το Playboy πρόβαλε το βιβλίο σε εξέχουσα θέση, το Life διερωτήθηκε αν υπάρχει κάποιος που θέλει ν’ ακούσει τη «φρικτή αλήθεια». Εκδόσεις όπως ο Economist και το Newsweek υπήρξαν πιο επικριτικές, αλλά το πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973 έκανε το βιβλίο να φανεί προφητικό. Το πετρελαϊκό σοκ και η ραγδαία άνοδος των τιμών των αγαθών έκαναν τον κόσμο να πιστέψει ότι κινείται ταχύτατα προς το μέλλον που περιέγραφε η Λέσχη της Ρώμης.

ΩΠΑ!