Πώς η ανάπτυξη σώζει ζωές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η ανάπτυξη σώζει ζωές

Η κινδυνολογία για το περιβάλλον και τα αποδεδειγμένα σφάλματα της Λέσχης της Ρώμης

Σαράντα χρόνια πέρασαν από τότε που η ανθρωπότητα πληροφορήθηκε ότι αν συνεχίσει να επιδιώκει την όλο και μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, θα είναι καταδικασμένη σε καταστροφή. Η Λέσχη της Ρώμης, ένας διακεκριμένος πολυεθνικός όμιλος βιομηχάνων, ακαδημαϊκών και κυβερνητικών αξιωματούχων, που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του Ιταλού μεγιστάνα Αουρέλιο Πετσέι, κατέληξε στο προηγούμενο συμπέρασμα το 1972, μέσα από έναν λεπτό τόμο υπό τον τίτλο «Τα Όρια στην Ανάπτυξη». Το βιβλίο αυτό, που βασίστηκε σε μια περίπλοκη σειρά υπολογιστικών μοντέλων, τα οποία ανέπτυξαν καθηγητές του ΜΙΤ, προκάλεσε αίσθηση και έπιασε το πνεύμα της εποχής: την πεποίθηση ότι οι αυξανόμενες ανάγκες της ανθρωπότητας βρίσκονταν σε τροχιά πρόσκρουσης με τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους και ότι η σύγκρουση επρόκειτο σύντομα να συμβεί.

Τα Όρια στην Ανάπτυξη δεν ήταν το πρώτο ούτε το τελευταίο βιβλίο που θα ισχυριζόταν ότι το τέλος είναι κοντά, εξαιτίας της αρρωστημένης σύγχρονης ανάπτυξης. Από πολλές απόψεις, όμως, υπήρξε το πιο επιτυχημένο. Αν και στις μέρες μας είναι σχεδόν ξεχασμένο, στην εποχή του αποτέλεσε μαζικό φαινόμενο και πούλησε 12 εκατομμύρια αντίτυπα σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Οι New York Times, μάλιστα το ανακήρυξαν «ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα της εποχής μας». Και παρά το γεγονός ότι αποδείχθηκε εξόφθαλμα λανθασμένο, συνέβαλε στο να τεθούν οι όροι του δημοσίου διαλόγου πάνω σε κρίσιμα ζητήματα της οικονομικής, κοινωνικής και, ιδιαίτερα, της περιβαλλοντικής πολιτικής, με επιζήμιες επιπτώσεις, που δεκαετίες μετά, παραμένουν εντυπωμένες στην κοινή συνείδηση. Δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι αυτό και μόνο το βιβλίο ήταν η αιτία να δημιουργηθεί στον κόσμο μια παθολογική ανησυχία, επειδή ανέδειξε τα ελάσσονα προβλήματα προτείνοντας λανθασμένες λύσεις, ενώ παράλληλα αγνόησε πολύ πιο σοβαρά προβλήματα και λογικούς τρόπους για την αντιμετώπισή τους.

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’70

Αν οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν περίοδος τεχνολογικής αισιοδοξίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το κλίμα στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες είχε αρχίσει να γίνεται ζοφερό. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν καταστροφή, οι κοινωνίες βρίσκονταν σε αναταραχή και οι οικονομίες είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε φάση στασιμότητας. Το 1962 εκδίδεται το βιβλίο της Ρέιτσελ Κάρσον «Σιωπηλή Άνοιξη» και προκαλεί ανησυχία γύρω από τη μόλυνση του περιβάλλοντος, δίνοντας το έναυσμα για τη δημιουργία του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος. Το βιβλίο του Πάουλ Έρλιχ, που εκδίδεται το 1968 με τίτλο Η «Πληθυσμιακή Βόμβα», υποστήριξε ότι η ανθρωπότητα αναπαράγει την έλλειψη συνειδητότητας. Η πρώτη Ημέρα της Γης, που γιορτάστηκε το 1970, σφραγίστηκε από απαισιοδοξία ως προς το μέλλον, και αργότερα την ίδια χρονιά, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον δημιούργησε την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος για να χειριστεί το πρόβλημα. Αυτά είναι τα συμφραζόμενα που απηχούν «Τα Όρια στην Ανάπτυξη». Το πνεύμα τους ήταν να συνενώσουν υπό μία επιχειρηματολογία τον προβληματισμό για τη μόλυνση, τον πληθυσμό και τους φυσικούς πόρους, εκθέτοντας το πώς η αποκαλούμενη πρόοδος σύντομα έμελλε να οδηγήσει σύντομα στον πιο σοβαρό περιορισμό του φυσικού περιβάλλοντος.

Η Λέσχη της Ρώμης ιδρύθηκε το 1968 και πομπωδώς αυτοανακηρύχτηκε ως «πρόγραμμα για τη δυσχερή κατάσταση της ανθρωπότητας». Έθεσε ως αποστολή της τη συγκέντρωση των καλύτερων στον κόσμο εκπροσώπων της αναλυτικής σκέψης, ώστε να βρουν έναν τρόπο «να σταματήσουν την ξέφρενη κούρσα της ανθρωπότητας προς την αυτοκαταστροφή». Αυτή η αποστολή οδήγησε στον Τζέι Φόρεστερ, καθηγητή στο ΜΙΤ, ο οποίος είχε αναπτύξει ένα υπολογιστικό μοντέλο των παγκόσμιων συστημάτων, το λεγόμενο World2, με το οποίο είχε καταστεί δυνατός ο υπολογισμός των επιπτώσεων από τις αλλαγές σε πολλές μεταβλητές που αφορούν το μέλλον του πλανήτη. Η Λέσχη ανέθεσε σε μια ομάδα με επικεφαλής δύο άλλους ερευνητές του ΜΙΤ, τη Ντονέλα και τον Ντένις Μίντοους, να δημιουργήσουν μια αναβαθμισμένη έκδοση, το World3, και το αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου παρουσιάστηκε με τη μορφή του βιβλίου «Τα Όρια στην Ανάπτυξη». Σε μια εποχή πιο αθώα και πιο ευσεβή απέναντι στους υπολογιστές, τα δεδομένα που παράγονταν από αυτούς έδωσαν στην επιχειρηματολογία του βιβλίου την αύρα της επιστημονικής αυθεντίας και του αναπόφευκτου. Εκατοντάδες εκατομμύρια λογικών μικροκυκλωμάτων έκαναν απαγορευτική κάθε πιθανότητα διαφωνίας.

Το μοντέλο δεν ήταν ούτε απλό ούτε γινόταν εύκολα κατανοητό. Ακόμη και οι απεικονίσεις σε διαγράμματα ήταν εξαιρετικά περίπλοκες. Οι πλήρεις προδιαγραφές του μοντέλου δημοσιεύθηκαν έναν χρόνο αργότερα, σε ένα χωριστό βιβλίο 637 σελίδων. Εντούτοις, η γενική ιδέα ήταν απλή. Η ομάδα «μελέτησε τους πέντε βασικούς παράγοντες που καθορίζουν και, ως εκ τούτου, εντέλει περιορίζουν, την ανάπτυξη σ’ αυτόν τον πλανήτη, δηλαδή τον πληθυσμό, την αγροτική παραγωγή, τους φυσικούς πόρους, τη βιομηχανική παραγωγή και τη μόλυνση». Βασικά, οι ερευνητές υπέθεσαν ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, πράγμα τόσο σημαντικό ώστε ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται στην εξήγησή του. Ζήτησαν από τους αναγνώστες να παρατηρήσουν την ανάπτυξη των νούφαρων σε μια λίμνη:

Ας υποθέσουμε ότι έχετε μια λιμνούλα, μέσα στην οποία μεγαλώνει ένα νούφαρο. Το φυτό διπλασιάζεται σε μέγεθος κάθε μέρα. Εάν του επιτρέπατε να αναπτύσσεται ελεύθερα, μέσα σε ένα μήνα το νούφαρο θα είχε ολοκληρωτικά καλύψει την επιφάνεια της λίμνης, εξαφανίζοντας κάθε άλλη μορφή ζωής στο νερό. Για μεγάλο διάστημα το νούφαρο φαίνεται μικρό κι έτσι αποφασίζετε να μη μπείτε στον κόπο να το κόψετε, μέχρι που αυτό καλύπτει τη μισή λίμνη. Πότε θα το αποφασίσετε; Την 29η μέρα, βεβαίως. Έχετε μόλις μία μέρα για να σώσετε τη λιμνούλα σας.

sxima1.jpg

Στο συνηθισμένο σενάριο, που αποτυπώνεται στο Σχήμα 1, οι συγγραφείς παρουσίασαν το πιο πιθανό μέλλον που επιφυλάσσεται για την ανθρωπότητα. Για το διάστημα των χρόνων από το 1900 έως το 2100, που εμφανίζεται στον οριζόντιο άξονα, το γράφημα παρουσιάζει τα επίπεδα του πληθυσμού, της μόλυνσης, των μη ανανεώσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών, της τροφής και της βιομηχανικής παραγωγής στον κάθετο άξονα. Καθώς το ποσοστό των θανάτων μειώνεται σημαντικά (λόγω της προόδου της ιατρικής) και το ποσοστό των γεννήσεων ελαφρά, ο πληθυσμός αυξάνεται. Καθώς το κάθε άτομο καταναλώνει περισσότερη τροφή και προϊόντα, «απαιτείται τεράστια εισροή φυσικών πόρων» για να καλύψει τη συνολική ζήτηση. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μείωση των διαθεσίμων αποθεμάτων φυσικών πόρων, καθιστώντας ολοένα και δυσκολότερη την κατ’ έτος ικανοποίηση των αναγκών για φυσικούς πόρους, πράγμα που σταδιακά καταλήγει στην κατάρρευση του οικονομικού συστήματος. Επειδή οι επιπτώσεις αργούν να φανούν, ο πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνει, μέχρι την ώρα που συμβαίνει μια συγκλονιστική αύξηση του ρυθμού των θανάτων, λόγω της έλλειψης τροφής και υπηρεσιών υγείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξαφανίζεται ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού. Ο ένοχος είναι γνωστός: «Η κατάρρευση συμβαίνει επειδή εξαντλούνται οι μη ανανεώσιμοι πόροι».

Τι κι αν ο κόσμος βελτιώνεται ως προς τη διατήρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών ή ανακαλύπτει καινούργιες; Δεν έχει σημασία. Αν ξαναδουλέψετε το μοντέλο με διπλάσιους ή απεριόριστους φυσικούς πόρους, η κατάρρευση επέρχεται και πάλι, μόνο που τώρα προκαλείται από τη μόλυνση. Ενώ εκτινάσσονται οι αριθμοί στον πληθυσμό και στην παραγωγή, το ίδιο συμβαίνει και με τη μόλυνση, και ως αποτέλεσμα επέρχεται η δραστική πτώση στην παραγωγή τροφίμων και κατά συνέπεια η απώλεια των τριών τετάρτων του πληθυσμού της γης.

Τι κι αν η μόλυνση βρίσκεται υπό έλεγχο, με όχημα την τεχνολογία και την πολιτική; Και πάλι, δεν έχει σημασία. Ας ξαναδουλέψουμε το μοντέλο με απεριόριστους τους φυσικούς πόρους και με συγκράτηση της μόλυνσης. Και πάλι η πρόβλεψη είναι δυσοίωνη. Καθώς εκτοξεύεται η παραγωγή, το ίδιο συμβαίνει και με τον πληθυσμό, και μαζί του η ανάγκη για τροφή. Στο τέλος, φθάνουμε στα όρια της καλλιεργήσιμης γης και ο αγροτικός τομέας είναι πλέον καταδικασμένος, καθώς τα κεφάλαια διοχετεύονται σε ολοένα και πιο αναιμικές προσπάθειες να αυξηθούν οι στρεμματικές αποδόσεις. Όταν η παραγωγή τροφίμων πέφτει στο επίπεδο της επιβίωσης, το ποσοστό θανάτων εκτινάσσεται και ο πολιτισμός είναι και πάλι καταδικασμένος.

Οι συγγραφείς κατέληξαν ότι «ο βασικός τρόπος συμπεριφοράς του παγκοσμίου συστήματος είναι η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και των κεφαλαίων, με συνεπακόλουθο την κατάρρευση». Και «όταν εισάγουμε τεχνολογικές εξελίξεις που επιτυχώς αίρουν κάποια ανάσχεση στην ανάπτυξη ή αποτρέπουν κάποια ύφεση, το σύστημα απλώς ανεβαίνει σε ένα επόμενο όριο, το υπερβαίνει προσωρινά και ύστερα υποχωρεί».
Σε αντίθεση με προηγούμενες απαισιόδοξες προβλέψεις, η συγκεκριμένη δεν διέβλεπε εύκολη διέξοδο. H Κάρσον πρότεινε την απαγόρευση των φυτοφαρμάκων. Ο Έρλιχ έκανε λόγο για επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού. Όμως, «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» έδειχναν ότι ακόμη και αν μπορούσε να επιτευχθεί έλεγχος στην αύξηση του πληθυσμού και της μόλυνσης, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές στο τέλος θα εξαντλούνταν και η παραγωγή τροφίμων θα υποχωρούσε στο επίπεδο επιβίωσης. Η μόνη ελπίδα ήταν η αναστολή της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης. Ο κόσμος θα έπρεπε να περικόψει την κατανάλωση υλικών αγαθών και να δώσει έμφαση στην ανακύκλωση και τη διατηρησιμότητα. Η μόνη ελπίδα για να αποφευχθεί η πολιτισμική κατάρρευση, έλεγαν οι συγγραφείς, ήταν η εφαρμογή δρακόντειων πολιτικών, που θα ανάγκαζαν τους ανθρώπους να κάνουν λιγότερα παιδιά και να ψαλιδίσουν την κατανάλωση, ώστε η κοινωνία να σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο που να είναι πολύ πιο πενιχρό από το σημερινό.

Καθώς ο περισσότερος κόσμος θεώρησε αυτήν τη λύση ως απολύτως ανεδαφική, το συμπέρασμα ήταν απλό: ο κόσμος είχε στριμωχτεί για τα καλά. Έτσι, το περιοδικό Time δημοσίευσε το 1972 άρθρο με τίτλο «Τα χειρότερα έπονται;», αναφερόμενο στα δεδομένα του βιβλίου «Τα Όρια στην Ανάπτυξη». Συγκεκριμένα, το περιοδικό έγραφε: Οι υψικάμινοι στο Πίτσμπουργκ έχουν παγώσει. Οι γραμμές συναρμολόγησης στο Ντιτρόιτ έχουν σταματήσει. Στο Λος Άντζελες, λίγοι κάτισχνοι επιζώντες από λοιμό με απόγνωση καλλιεργούν νησίδες αυτοκινητοδρόμων, αυλές και απομακρυσμένα γήπεδα, ελπίζοντας σε μια σοδειά για την επιβίωσή τους. Στο Λονδίνο τα γραφεία είναι σκοτεινά, οι αποβάθρες έρημες. Στα αγροκτήματα της Ουκρανίας, παρατημένα τρακτέρ ρυπαίνουν τα χωράφια: δεν υπάρχουν καύσιμα για να δουλέψουν. Τα νερά του Ρήνου, του Νείλου και του Κίτρινου ποταμού βρομούν από τα σκουπίδια.

Προϊόν φαντασίας; Όχι. Ζοφερή πραγματικότητα, αν η κοινωνία παραμείνει προσηλωμένη στην ανάπτυξη και την «πρόοδο».

«Τα Όρια στην Ανάπτυξη» γνώρισαν μεγάλη απήχηση στον τύπο. Το περιοδικό Science τους αφιέρωσε πέντε σελίδες, το Playboy πρόβαλε το βιβλίο σε εξέχουσα θέση, το Life διερωτήθηκε αν υπάρχει κάποιος που θέλει ν’ ακούσει τη «φρικτή αλήθεια». Εκδόσεις όπως ο Economist και το Newsweek υπήρξαν πιο επικριτικές, αλλά το πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973 έκανε το βιβλίο να φανεί προφητικό. Το πετρελαϊκό σοκ και η ραγδαία άνοδος των τιμών των αγαθών έκαναν τον κόσμο να πιστέψει ότι κινείται ταχύτατα προς το μέλλον που περιέγραφε η Λέσχη της Ρώμης.

ΩΠΑ!

Σαράντα χρόνια μετά, πόσο ισχύουν αυτές οι προβλέψεις; Οι υπερασπιστές των «Ορίων στην Ανάπτυξη» αρέσκονται να επισημαίνουν ότι οι συγγραφείς είναι πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους όταν υποστηρίζουν ότι δεν παρουσιάζουν «ακριβείς προβλέψεις» και ότι υπήρξαν «σκοπίμως ...κάπως ασαφείς» ως προς τα χρονοδιαγράμματα, επειδή θέλησαν να εστιάσουν στη γενική συμπεριφορά του συστήματος. Αυτό, όμως, είναι σοφιστεία. Από τον τρόπο που παρουσιάστηκε αλλά και από τον τρόπο που έγινε κατανοητό, ήταν προφανές ότι το βιβλίο έκανε μια σειρά ξεκάθαρων προβλέψεων, μεταξύ των οποίων και ότι στον κόσμο σύντομα θα εξαντλούνταν πολλοί μη ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι.

Θέτοντας ως υπόθεση εργασίας τη ραγδαία αύξηση της ζήτησης, «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» υπολόγισαν πόσο σύντομα, μετά το 1970, επρόκειτο να εξαντληθούν διάφοροι φυσικοί πόροι. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι πριν από το 2012, ο κόσμος θα είχε μείνει χωρίς αλουμίνιο, χαλκό, χρυσό, μόλυβδο, υδράργυρο, μολυβδαίνιο, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ασήμι, κασσίτερο, βολφράμιο και ψευδάργυρο, δηλαδή 12 από τους 19 φυσικούς πόρους που εξετάστηκαν. Επρόκειτο, με λίγα λόγια, για ένα θεαματικό λάθος.

Ξεχώρισαν τον υδράργυρο και ισχυρίστηκαν ότι τα γνωστά, το 1970, παγκόσμια αποθέματά του θα διαρκούσαν για μόλις 13 χρόνια μεγάλης αύξησης της ζήτησης, ή για 41 χρόνια, εάν με ένα μαγικό τρόπο τα αποθέματα πενταπλασιάζονταν. Επεσήμαναν ότι «οι τιμές των εν λόγω πόρων, με τους πιο βραχυπρόθεσμους στατικούς δείκτες αποθεμάτων, έχουν ήδη αρχίσει να αυξάνουν. Η τιμή του υδραργύρου, για παράδειγμα, ανέβηκε κατά 500% μέσα στα τελευταία 20 χρόνια». Έκτοτε, ωστόσο, οι τεχνολογικές καινοτομίες οδήγησαν στην αντικατάσταση του υδραργύρου στις μπαταρίες, τα οδοντικά σφραγίσματα και τα θερμόμετρα. Η κατανάλωση υδραργύρου έχει μειωθεί κατά 98%, και μέχρι το 2000 η τιμή του είχε πέσει κατά 90%.

Προέβλεψαν ότι ο χρυσός έμελλε ενδεχομένως να εξαντληθεί μέχρι το 1979, και πάντως οπωσδήποτε μέχρι το 1999, βασιζόμενοι σε εκτιμήσεις του 1970 για αποθέματα ύψους 10.980 τόνων. Εντούτοις, στα επόμενα 40 χρόνια έγινε εξόρυξη 81.410 τόνων και σήμερα τα αποθέματα χρυσού εκτιμώνται σε 51.000 τόνους.
Τα γνωστά αποθέματα χαλκού ανέρχονταν σε 280 εκατομμύρια τόνους το 1970. Από τότε, έχουν παραχθεί διεθνώς 400 εκατομμύρια τόνοι, και σήμερα τα παγκόσμια αποθέματα χαλκού υπολογίζονται σε 700 εκατομμύρια τόνους περίπου. Από το 1946 νέα αποθέματα χαλκού ανακαλύπτονται με ρυθμό ταχύτερο από εκείνον της εξάντλησης των υφισταμένων αποθεμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με ακόμη τρία μέταλλα, που είναι τα πιο σημαντικά από οικονομική άποψη: το αλουμίνιο, τον σίδηρο και τον ψευδάργυρο. Παρά την δεκαεξαπλάσια αύξηση στην κατανάλωση αλουμινίου από το 1950 και παρά το γεγονός ότι ο κόσμος έχει καταναλώσει από τότε τέσσερις φορές τα γνωστά αποθέματα του 1950, τα τωρινά αποθέματα αλουμινίου θα μπορούσαν να στηρίξουν 177 χρόνια κατανάλωσης του μετάλλου, με τα τρέχοντα επίπεδα. «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» εξέφραζαν, επίσης, ανησυχία για την εξάντληση του πετρελαίου (το 1990) και του φυσικού αερίου (το 1992). Όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά τα αποθέματά τους, μετρήσιμα με όρους ετήσιας τρέχουσας κατανάλωσης, είναι σήμερα μεγαλύτερα από οποιαδήποτε περίοδο, από το 1970 και μετά, παρόλο που η κατανάλωση έχει αυξηθεί δραματικά.

ΤΙ ΤΟΥΣ ΔΙΕΦΥΓΕ

Το βασικό θέμα «Των Ορίων στην Ανάπτυξη» φαίνεται ευνόητο, σχεδόν προφανές: όσο περισσότεροι άνθρωποι θα χρησιμοποιούν περισσότερα πράγματα, στο τέλος θα έρθουν αντιμέτωποι με τα φυσικά όρια του πλανήτη. Πού, λοιπόν, έκαναν λάθος οι συγγραφείς; Δεν έλαβαν υπόψη τους την ανθρώπινη επινοητικότητα.

Οι συγγραφείς «Των Ορίων στην Ανάπτυξη» καθόρισαν πέντε οδηγούς του παγκόσμιου συστήματος, αλλά άφησαν απέξω τον πιο σημαντικό απ’ όλους: τον άνθρωπο και την ικανότητά του να ανακαλύπτει και να καινοτομεί. Εάν πιστεύετε ότι υπάρχουν μόνο 280 εκατομμύρια τόνοι χαλκού στο υπέδαφος, πιστεύετε επίσης ότι θα πάψετε να έχετε χαλκό μόλις εξαντλήσετε την εξόρυξη αυτής της ποσότητας. Μιλώντας, όμως, για «γνωστά αποθέματα» είναι σαν να αγνοείς τους πολλούς τρόπους με τους οποίους αυτά τα αποθέματα είναι δυνατόν να αυξηθούν.

Οι μεταλλευτικές έρευνες, για παράδειγμα, έχουν βελτιωθεί. Το 2007, η Βραζιλία ανακάλυψε το πετρελαϊκό κοίτασμα Σούγκαρ Λόουφ στα ανοιχτά των ακτών του Σάο Πάολο, το οποίο μπορεί να αποδώσει 40 δισ. βαρέλια πετρελαίου. Οι διαδικασίες εξόρυξης έχουν επίσης βελτιωθεί. Η πετρελαϊκή βιομηχανία είναι τώρα σε θέση να πραγματοποιεί βαθύτερες τομές στη γη, να πηγαίνει πιο βαθιά στους ωκεανούς και ακόμη πιο ψηλά στην Αρκτική. Οι γεωτρήσεις γίνονται οριζόντια και χρησιμοποιείται νερό και ατμός, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πλήρης εκμετάλλευση των υπαρχόντων κοιτασμάτων.

Το σχιστολιθικό φυσικό αέριο είναι πλέον δυνατόν να απελευθερωθεί με τη νέα τεχνολογία της υδραυλικής διάσπασης, η οποία συνέβαλε στον διπλασιασμό των δυνητικών αμερικανικών αποθεμάτων φυσικού αερίου, στη διάρκεια των τελευταίων έξι χρόνων. Αυτό θυμίζει το τεχνολογικό επίτευγμα του χημικού διαχωρισμού για τον χαλκό, με τον οποίο έγινε δυνατή η εκμετάλλευση μεταλλευμάτων που προηγουμένως θεωρούνταν άνευ αξίας. Μοιάζει, επίσης, με τη διαδικασία Haber-Bosch, που κατέστησε δυνατή τη δέσμευση του αζώτου, με αποτέλεσμα την παραγωγή λιπασμάτων που σήμερα συμβάλλουν στην τροφοδοσία του ενός τρίτου της ανθρωπότητας.

Το αλουμίνιο είναι ένα από τα πιο κοινά μεταλλικά στοιχεία στη γη. Όμως, η εξόρυξή του είναι τόσο δύσκολη και δαπανηρή, ώστε μέχρι πρότινος να είναι τόσο πολυδάπανη όσο και η εξόρυξη χρυσού και πλατίνας. Ο Ναπολέων Γ΄ εξέθετε ράβδους αλουμινίου μαζί με τα διαμάντια του γαλλικού στέμματος. Μάλιστα, σέρβιρε τους υψηλούς προσκεκλημένους του με πιρούνια και κουτάλια αλουμινίου, ενώ οι λιγότερο σημαντικοί καλεσμένοι έπρεπε να αρκεστούν σε χρυσά σκεύη. Μόνο μετά το 1886, όταν επινοήθηκε η διαδικασία Hall-Héroult, μειώθηκαν απότομα οι τιμές του αλουμινίου και αυξήθηκε δραστικά η διαθεσιμότητα του μετάλλου. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, η ανθρώπινη εφευρετικότητα εκδηλώνεται με πολύ λιγότερο θεαματικό τρόπο και σημειώνει σταδιακές βελτιώσεις σε υπάρχουσες μεθόδους, που περιορίζουν το κόστος και αυξάνουν την παραγωγικότητα.

Καμία από αυτές τις μεθόδους δεν εγγυάται ότι η γη και οι πόροι της δεν είναι πεπερασμένοι. Δείχνουν, όμως, ότι η ποσότητα των πόρων που μπορεί να παραχθεί με τη συμβολή της ανθρώπινης επινοητικότητας, είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που απαιτεί η κατανάλωση από τον άνθρωπο. Αυτό ισχύει ακόμη και για την ενέργεια, για την οποία πολλοί θεωρούν ότι έχει φθάσει σε σημείο αιχμής. Για παράδειγμα, και ανεξαρτήτως κόστους, ο Σχηματισμός του Πράσινου Ποταμού στις δυτικές ΗΠΑ, εκτιμάται ότι διαθέτει περίπου 800 εκατομμύρια βαρέλια εκμεταλλεύσιμου σχιστολιθικού πετρελαίου, δηλαδή ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη από τα αποδεδειγμένα πετρελαϊκά αποθέματα της Σαουδικής Αραβίας. Εξάλλου, και με την υπάρχουσα τεχνολογία, η ποσότητα της ενέργειας που σήμερα ο κόσμος καταναλώνει συνολικά, είναι δυνατόν να παράγεται από ηλιακούς συλλέκτες που θα καλύπτουν μόλις το 2,6% της έκτασης της Σαχάρας.

Η ανησυχία σχετικά με την επάρκεια των πόρων δεν είναι καινούργια υπόθεση. Το 1865, ο οικονομολόγος Ουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς έγραψε ένα βιβλίο-καταπέλτη για τη χρήση του άνθρακα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο συγγραφέας διέβλεψε ότι η Βιομηχανική Επανάσταση οδηγούσε τη χώρα σε αδυσώπητα αυξανόμενη ζήτηση για άνθρακα, με αναπόφευκτη την εξάντληση των αποθεμάτων και την κατάρρευση: «Θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει εύλογη προοπτική απαγκίστρωσης από τη μελλοντική ζήτηση για τον πιο βασικό παράγοντα της βιομηχανίας». Και το 1908 ήταν ο Άντριου Κάρνεγκι που, εκφράζοντας τη δυσφορία του, είπε: «Εδώ και πολλά χρόνια μου προκαλεί εντύπωση η σταθερή μείωση στην προσφορά του σιδηρομεταλλεύματός μας. Είναι συγκλονιστική η πληροφορία ότι η άλλοτε θεωρούμενη ως άφθονη προσφορά πλούσιων ορυκτών, μόλις και μετά βίας θα διαρκέσει για τη γενιά που τώρα γεννιέται, και ότι για το τέλος του αιώνα θα υπάρχουν μόνο φτωχά ορυκτά». Ασφαλώς, η γενιά του Κάρνεγκι άφησε πίσω της βελτιωμένη τεχνολογία, ούτως ώστε σήμερα να είναι ευκολότερη και φθηνότερη η εκμετάλλευση πιο δυσεύρετων και κατώτερης ποιότητας ορυκτών.

Ένας άλλος τρόπος να μελετήσουμε το ζήτημα των φυσικών πόρων είναι να εξετάσουμε τις τιμές των διαφόρων πρώτων υλών. Οι υποστηρικτές της θεωρίας του βιβλίου «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» υποστηρίζουν ότι όσο περιορίζονται οι φυσικοί πόροι, τόσο οι τιμές θα ανεβαίνουν. Αντιθέτως, η επικρατούσα γενική τάση στους κύκλους των οικονομολόγων εκφράζει την πεποίθηση ότι η ανθρώπινη εφευρετικότητα θα νικήσει και ότι οι τιμές θα πέσουν. Το 1980 παίχτηκε ένα διάσημο στοίχημα ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Ο οικονομολόγος Τζούλιαν Σάιμον, ενοχλημένος από τους αδιάκοπους ισχυρισμούς ότι ο πλανήτης έμελλε να στερηθεί το πετρέλαιο, τα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες, προσφέρθηκε να στοιχηματίσει 10.000 δολάρια στην υπόθεση ότι στο πέρασμα του χρόνου θα σημειωθεί πτώση στην τιμή οποιαδήποτε πρώτης ύλης επιλέξουν οι αντίπαλοί του. Το γάντι που πέταξε ο Σάιμον έπιασαν ο βιολόγος Έρλιχ και οι φυσικοί Τζον Χαρτ και Τζον Χόλντρεν (ο τελευταίος είναι σήμερα επιστημονικός σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα), οι οποίοι υποστήριζαν ότι «το δέλεαρ του εύκολου χρήματος μπορεί να είναι ακαταμάχητο». Οι τρεις στοιχημάτισαν στο χρώμιο, στον χαλκό, στο νικέλιο, στον κασσίτερο και στο βολφράμιο και επέλεξαν τον χρονικό ορίζοντα της δεκαετίας. Όταν πέρασαν τα δέκα χρόνια, οι τιμές και στα πέντε εμπορεύματα είχαν υποχωρήσει και οι τρεις παραδέχθηκαν την ήττα τους (αν και παρέμειναν πιστοί στην αρχική επιχειρηματολογία τους). Κι αυτό δεν ήταν τυχαίο: οι τιμές των αγαθών σε γενικές γραμμές έχουν παρουσιάσει πτωτική τάση στη διάρκεια του τελευταίου ενάμισι αιώνα (βλ. Σχήμα 2).

sxima2.jpg

Εν ολίγοις, οι συγγραφείς «Των Ορίων στην Ανάπτυξη» εξέλαβαν εντυπωσιακά λανθασμένα την πιο φημισμένη υπόθεση εργασίας τους, τους φυσικούς πόρους. Στα διαγράμματά τους εμφανίζονται τα επίπεδα των πόρων να ξεκινούν από ψηλά και να πέφτουν, αλλά η διαμορφωθείσα κατάσταση είναι η ακριβώς αντίθετη: ξεκινούν από χαμηλά και ανεβαίνουν. Τα αποθέματα ψευδαργύρου, χαλκού, βωξίτη (από τον οποίο παράγεται το αλουμίνιο), πετρελαίου και σιδήρου, έχουν όλα εντυπωσιακά αυξηθεί (βλ. Σχήμα 3).

sxima3.jpg

ΚΙ ΑΛΛΟ, ΚΙ ΑΛΛΟ, ΚΙ ΑΛΛΟ

Τι γίνεται με τους άλλους παράγοντες της ανάλυσης; Η καταστροφική κατάρρευσή τους είχε προβλεφθεί για το διάστημα αμέσως μετά το 2010, οπότε ίσως είναι πολύ νωρίς για να αποφανθούμε οριστικά ότι έχει διαψευσθεί. Όμως, οι τάσεις μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να στηρίζουν το απαισιόδοξο σενάριο.
Η μέχρι σήμερα αύξηση της κατά κεφαλήν βιομηχανικής παραγωγής είχε ελαφρώς υπερτιμηθεί από «Τα Όρια στην Ανάπτυξη», πιθανόν επειδή οι φυσικοί πόροι είχαν γίνει φθηνότεροι και όχι ακριβότεροι, και επειδή όλο και μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής μεταφερόταν στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, οι γενικές προβλέψεις για τη μακροπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ, ενός αξιόπιστου δείκτη, είναι θετικές, όσο μπορεί κανείς να δει, σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις «Των Ορίων στην Ανάπτυξη». Για παράδειγμα, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, η μόνη αξιόλογη ομάδα που έχει καταθέσει ενημερωμένα ως προς το ΑΕΠ σενάρια μέχρι το 2100, εκτιμά ότι το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 14 φορές στη διάρκεια του αιώνα μας και κατά 24 φορές όσον αφορά τον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Το ύψος της πληθυσμιακής αύξησης ήταν κάπως υποτιμημένο, κυρίως λόγω της προόδου της ιατρικής, που μείωσε τα ποσοστά θνησιμότητας ταχύτερα από το αναμενόμενο (παρά τη μη αναμενόμενη κρίση που προκάλεσε ο απρόβλεπτος ιός HIV/AIDS). Όμως, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού επιβραδύνθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε αντίθεση με τις προβλέψεις του World3, επειδή τα ποσοστά γεννήσεων μειώνονταν παράλληλα με την ανάπτυξη.

Και οι προβλέψεις για τους δύο τελευταίους παράγοντες, την αγροτική παραγωγή και τη μόλυνση, έπεσαν έξω, πράγμα πολύ σημαντικό γιατί αυτοί ήταν οι δύο εφεδρικοί παράγοντες καταστροφής, στην περίπτωση που η ανεπάρκεια των φυσικών πόρων δεν οδηγούσε εκεί. Η παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφίμων αναμενόταν να αυξηθεί πάνω από 50% στο διάστημα των τεσσάρων δεκαετιών μετά το 1970, να κορυφωθεί το 2010 και κατόπιν να μειωθεί κατά 70%. Η θερμιδική διαθεσιμότητα πράγματι αυξήθηκε, αν και όχι τόσο δραματικά (λίγο περισσότερο από 25%), αλλά η κατάρρευση της προσφοράς τροφίμων δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, και υπάρχει κάθε λόγος να πιστέψουμε ότι η άνοδος θα συνεχιστεί και θα έχει διάρκεια. Ο υποσιτισμός δεν έχει νικηθεί και είναι αλήθεια ότι ο απόλυτος αριθμός των υποσιτιζόμενων ανθρώπων έχει προσφάτως ελαφρώς αυξηθεί (εν μέρει επειδή ορισμένες καλλιέργειες έχουν στραφεί στον τομέα των βιοκαυσίμων, εξαιτίας της ανησυχίας που δημιουργεί η υπερθέρμανση του πλανήτη). Τα τελευταία 40 χρόνια, όμως, το ποσοστό του υποσιτιζόμενου παγκόσμιου πληθυσμού μειώθηκε από το 35% σε λιγότερο από 16% και γνωρίζουμε ότι πάνω από δύο δισεκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι διατρέφονται επαρκώς. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει κίνδυνος να εξαντληθεί η καλλιεργήσιμη γη. Σήμερα χρησιμοποιούνται 3,7 δισ. στρέμματα και ως απόθεμα υπάρχουν άλλα 6,7 δισ. Ούτε, βέβαια, η παραγωγικότητα έχει φθάσει στα όριά της. Η πιο πρόσφατη, από το 2006, μεγάλης κλίμακας μελέτη των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη διαθεσιμότητα τροφίμων, εκτιμά ότι ο κόσμος θα είναι σε θέση να τρέφει όλο και περισσότερους ανθρώπους, τον καθένα με όλο και περισσότερες θερμίδες, μέχρι τα μέσα του αιώνα μας.

Όσον αφορά τις προβλέψεις για τη μόλυνση, «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» υπήρξαν εξίσου τρομακτικά και ασαφή. Η αύξηση της μόλυνσης υποτίθεται ότι θα επέφερε παγκόσμια κατάρρευση, αν αυτό δεν το πετύχαιναν πρώτα τα τρόφιμα και οι φυσικοί πόροι. Αυτό που, όμως, παρέμενε ασαφές, ήταν το πώς ακριβώς έπρεπε να οριστεί η μόλυνση. Αναφέρονταν ιδιαίτεροι ρυπαντές, όπως το DDT, ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και τα φυτοφάρμακα, αλλά παρέμενε απροσδιόριστο το πώς αυτοί θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον θάνατο σημαντικού αριθμού ανθρώπων, με αποτέλεσμα να γεννιούνται κάποιες δυσκολίες στην επιβεβαίωση αυτών των προβλέψεων. Η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική της γενικότερης μόλυνσης, καθώς υπήρξε ένοχη για τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελέστηκαν στον εικοστό αιώνα και γιατί η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος εκτιμά ότι η θέσπιση κανόνων για την ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει το 86-96% των ευεργετημάτων που προκύπτουν από τη γενικότερη ρύθμιση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση παρουσιάζει αύξηση και γίνεται αιτία για περισσότερους θανάτους, που πιθανόν στις μέρες μας να αγγίζουν και τους 650.000 ετησίως. Η εσωτερική ρύπανση του αέρα (από βρώμικα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και στη θέρμανση) είναι ακόμη πιο φονική, ανεβάζοντας τον αριθμό των θανάτων σε δύο εκατομμύρια ετησίως (αν και τώρα παρουσιάζει ελάχιστη κάμψη).

Ακόμη και στον ανεπτυγμένο κόσμο, η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί τη μεγαλύτερη περιβαλλοντική αιτία θανάτων (τουλάχιστον 250.000 θανάτους ετησίως), παρά το γεγονός ότι η περιβαλλοντική νομοθεσία συνέβαλε στη δραστική μείωση των θανάτων κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Η εσωτερική ρύπανση του αέρα στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν προκαλεί σχεδόν κανένα θάνατο. Ενώ, λοιπόν, η Λέσχη της Ρώμης είχε επινοήσει ένα ειδυλλιακό παρελθόν με ευτυχισμένους αγρότες και χωρίς ρύπανση, καθώς και έναν μελλοντικό κόσμο πνιγμένο στους καπνούς και τα δηλητήρια από την ξέφρενη εκβιομηχάνιση, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ διαφορετική. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η μόλυνση ούτε ανεξέλεγκτη έγινε ούτε πιο θανατηφόρος, ενώ ο κίνδυνος πρόκλησης θανάτων από την ατμοσφαιρική ρύπανση αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του τάση (βλ. Σχήμα 4).

sxima4.jpg

ΠΟΙΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ;

Έτσι, λοιπόν, η μελέτη που πραγματοποίησαν «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» υπήρξε απολύτως λανθασμένη όσον αφορά τους τρεις βασικούς άξονες και εν μέρει λανθασμένη όσον αφορά τους άλλους δύο. Ο κόσμος δεν απειλείται με εξάντληση των φυσικών πόρων ή των τροφίμων, ούτε πνίγεται στη μόλυνση. Ο παγκόσμιος πληθυσμός και η βιομηχανική παραγωγή αυξάνουν με βιώσιμους ρυθμούς. Και λοιπόν; Γιατί τότε να ανησυχούμε; Απλώς, γιατί η ανάλυση της συγκεκριμένης μελέτης έχει διεισδύσει βαθιά στη συνείδηση των λαών και της άρχουσας τάξης και συντελεί στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίον οι άνθρωποι σκέφτονται σήμερα για μια σειρά σημαντικών ζητημάτων πολιτικής.

Ας πάρουμε τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον. Αν ρωτήσουμε κάποιον σήμερα αν φροντίζει για το περιβάλλον και τι κάνει για την προστασία του, το πιθανότερο είναι να τον ακούσουμε να λέει κάτι σαν: «Βεβαίως και φροντίζω για το περιβάλλον. Κάνω ανακύκλωση». Το ποσοστό εκείνων που νοιάζονται για το περιβάλλον είναι ενθαρρυντικό και αποτελεί πολύ σημαντική επί το θετικότερο αλλαγή, σε σύγκριση με ό,τι συνέβαινε μερικές δεκαετίες πριν. Ωστόσο, εκείνοι που κάνουν ανακύκλωση ενεργούν συχνά με τη νοοτροπία του «να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου», μια νοοτροπία που, έναντι υψηλού κόστους, προσφέρει μικρά περιβαλλοντικά οφέλη.

Η ανακύκλωση δεν είναι μια καινούργια ιδέα. Άτομα και επιχειρήσεις ήταν λογικό να ανακυκλώνουν πολύτιμα αγαθά, πολύ καιρό προτού πραγματοποιηθεί η μελέτη «Των Ορίων στην Ανάπτυξη», πράγμα το οποίο και έκαναν. Ο χαλκός, για παράδειγμα, ανακυκλωνόταν σε ένα ποσοστό της τάξεως του 45% στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα, όχι για περιβαλλοντικούς αλλά για αμιγώς πρακτικούς λόγους. Γιατί το ποσοστό δεν ήταν υψηλότερο; Επειδή ένα μέρος του χρησιμοποιημένου χαλκού υπάρχει σε μεγάλες δέσμες και είναι εύκολη η επανεπεξεργασία του, με αποτέλεσμα η ανακύκλωση ν’ αξίζει τον κόπο. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, ο χρησιμοποιημένος χαλκός υπάρχει σε διάσπαρτα και μικρά κομμάτια, που είναι δύσκολο να συλλεγούν, πράγμα που καθιστά αναποτελεσματική την ανακύκλωση.

Εντούτοις, όταν οι άνθρωποι σκέφτονται την ανακύκλωση, συχνά φέρνουν στον νου τους το χαρτί. Κι αυτή, επίσης, δεν είναι καινούργια ιδέα. Εδώ και αιώνες τα σκουπίδια υπήρξαν πλουτοπαραγωγική πηγή, της οποίας η αξιοποίηση εξαρτήθηκε από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς για τα εκάστοτε αγαθά. Σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ανακυκλώθηκε περίπου το 30-50% όλου του χαρτιού, κι αυτό πριν από την εμφάνιση των εκστρατειών ενημέρωσης του κοινού και την άσκηση οποιασδήποτε μορφής πίεσης.

Στην εποχή μας όμως, ύστερα από καταστροφολογίες σαν αυτήν των «Ορίων στην Ανάπτυξη», η ανακύκλωση τείνει να μεταβληθεί από ζήτημα οικονομικό σε ζήτημα, μάλλον, προσωπικής και πολιτικής αρετής. Τα παιδιά μαθαίνουν «να μειώνουν, να ξαναχρησιμοποιούν και να ανακυκλώνουν», ως μέρος της επίσημης ηθικής εκπαίδευσής τους. Τους λένε ότι κάνοντάς το αυτό, «σώζουν τα δέντρα». Εντούτοις, στην πραγματικότητα σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Σουηδία γίνεται συνεχώς αναφύτευση ορθά διαχειριζόμενων δασών για παραγωγή χαρτιού, αποδίδοντας περισσότερα δένδρα και όχι λιγότερα. Η τεχνητή ενθάρρυνση της ανακύκλωσης χαρτιού μειώνει την αποδοτικότητα αυτών των δασών, καθιστώντας πιθανότερη τη μετατροπή τους σε αγροτική ή αστική γη. Η ανακύκλωση του χαρτιού δεν αποτελεί σωτηρία ούτε για τα τροπικά δάση, καθώς το χαρτί δεν κατασκευάζεται από τροπική ξυλεία. Ούτε, τέλος, η ανακύκλωση χαρτιού λύνει το πρόβλημα των αστικών απορριμμάτων: η αποτέφρωση μπορεί να ανακτήσει μεγάλο μέρος της ενέργειας από το χρησιμοποιημένο χαρτί, σχεδόν χωρίς κανένα πρόβλημα αποβλήτων. Μάλιστα, ακόμη και χωρίς αποτέφρωση, όλα τα αμερικανικά αστικά απορρίμματα από ολόκληρο τον 20ο αιώνα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μία και μόνη τετράγωνη χωματερή με διαστάσεις 29Χ29 χιλιομέτρων και ύψους τριάντα μέτρων.

Από την άλλη, η προσπάθεια για ανακύκλωση υλικών όπως το χαρτί και το γυαλί, απαιτεί χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό, δύο πόρους επίσης ανεπαρκείς, που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε άλλα κοινωνικά πολύτιμα έργα, όπως η οδοποιία και η στελέχωση νοσοκομείων. Εν τω μεταξύ, καθώς η τιμή του χαρτιού έχει μειωθεί και η αξία της ανθρώπινης εργασίας έχει αυξηθεί δραστικά, σήμερα πληρώνουμε φόρο τιμής στην ειδωλολατρική θεότητα της οικολογίας δαπανώντας αμέτρητες ώρες για τη διαλογή, την αποθήκευση και τη συλλογή χρησιμοποιημένου χαρτιού. Αυτή, λοιπόν, η οικολογία, αφού ενισχυθεί και με κρατικές επιδοτήσεις, παράγει τελικά ένα ελαφρώς χαμηλότερης ποιότητας χαρτί, κι όλο αυτό για να διασφαλίσει έναν φυσικό πόρο που ποτέ δεν έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή επικινδυνότητας.

Επιπροσθέτως, αυτό που είναι αλήθεια όσον αφορά τους φυσικούς πόρους, είναι αληθινό και ως προς τις άλλες δύο υποτιθέμενες παραμέτρους καταστροφής, τον πληθυσμό και τη μόλυνση. Εξαιτίας αναλύσεων σαν αυτή που εκτέθηκε στο βιβλίο «Τα Όρια στην Ανάπτυξη», στο πέρασμα των ετών πολλή προσπάθεια και χρόνος δαπανήθηκε σε δράσεις αμφίβολες ή και ολέθριες, στερώντας δυναμική από άλλες χρήσιμες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, το φάσμα ενός ολοένα και αυξανόμενου πληθυσμού, που καταβροχθίζει τους ολοένα και μειούμενους πόρους, συνέτεινε στο να φοβίσει τους ανθρώπους και να λάβουν δρακόντεια μέτρα, όπως είναι η πολιτική του ενός παιδιού στην Κίνα και η υποχρεωτική στείρωση στην Ινδία. Οι ενέργειες αυτές δεν ήταν δικαιολογημένες. Άλλες πολιτικές μπορεί να είχαν αποδώσει καλύτερα, με χαμηλότερο κόστος και προτιμότερα αποτελέσματα. Η βελτίωση της εκπαίδευσης των γυναικών, η μείωση της φτώχιας και η εξασφάλιση υψηλότερης οικονομικής ανάπτυξης, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει σε μείωση των μελών της οικογένειας μαζί με άλλα δευτερεύοντα οφέλη.

Εν τω μεταξύ, τρομακτικά σενάρια για ρυπαντές όπως το DDT και τα φυτοφάρμακα που εξοντώνουν την ανθρωπότητα, οδήγησαν σε προσπάθειες απαγόρευσής τους και στη διαδεδομένη ανάπτυξη του κινήματος των βιολογικών τροφίμων. Όμως, παρότι είναι αλήθεια ότι η χρήση τέτοιων προϊόντων έχει τίμημα (σε μεγάλες δόσεις το DDT πιθανόν να είναι επιβλαβές για τα πουλιά, ενώ ακόμη και τα σωστά φυτοφάρμακα πιθανόν προκαλούν περί τους 20 θανάτους ετησίως στις ΗΠΑ), έχει επίσης και ουσιαστικά οφέλη. Το DDT είναι ο φθηνότερος και ένας από τους καλύτερους τρόπους για την αντιμετώπιση της ελονοσίας. Η απαγόρευσή του στο μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου (μια ενέργεια που αυτή καθαυτή μπορεί να έχει λογική) οδήγησε στη δημιουργία πιέσεων από μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλες οργανώσεις αρωγής, ώστε να επεκταθεί το μέτρο της κατάργησης και αλλού. Οι καμπάνιες αυτές, που σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, είναι πιθανόν να συνέβαλαν σε αρκετά εκατομμύρια άσκοπων θανάτων.

Στον ανεπτυγμένο κόσμο, η πίεση που ασκείται για κατάργηση των φυτοφαρμάκων μοιάζει να αγνοεί τα τεράστια πλεονεκτήματά τους. Η πλήρης εφαρμογή βιολογικών καλλιεργειών θα αύξανε το κόστος της αγροτικής παραγωγής στις ΗΠΑ πάνω από 100 δισ. δολάρια ετησίως. Δεδομένου ότι η βιολογική γεωργία είναι τουλάχιστον κατά 16% λιγότερο επαρκής, η διατήρηση της αγροτικής παραγωγής στα σημερινά επίπεδα θα απαιτούσε την προσθήκη άλλων 50 εκατομμυρίων στρεμμάτων αγροτικής γης, δηλαδή μια περιφέρεια μεγαλύτερη από την πολιτεία της Καλιφόρνιας. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών συμβάλλει στη μείωση των κρουσμάτων καρκίνου, αλλά και του γεγονότος ότι η βιολογική γεωργία θα οδηγούσε σε υψηλότερες τιμές και άρα σε χαμηλότερη κατανάλωση, η καθιέρωση αποκλειστικά βιολογικής γεωργίας θα είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση δεκάδων χιλιάδων επιπλέον θανάτων από καρκίνο.

Η αύξηση του κόστους κατά 100 δισ. δολάρια, η μαζική αύξηση του συνόλου των αγροτικών εκτάσεων και ο θάνατος δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, δεν μοιάζει καθόλου συμφέρων ως απολογισμός για την αποφυγή μερικών δεκάδων θανάτων Αμερικανών ετησίως από τη χρήση φυτοφαρμάκων. Εντούτοις, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» και άλλες παρόμοιες μελέτες δίδαξαν τον κόσμο να σκέφτεται, κάνοντάς τον απερίσκεπτα να ανησυχεί για ελάσσονα ζητήματα, αγνοώντας παράλληλα τις λογικές ενέργειες με τις οποίες θα αντιμετωπίζονταν τα μείζονα.

ΚΑΝΕ ΤΟ ΣΩΣΤΟ

Η προβληματική κληρονομιά που αφήνουν «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» δεν είναι μόνο η περιττή ανακύκλωση του χαρτιού και η γοητεία που ασκεί η βιολογική καλλιέργεια. Γενικότερα, το συγκεκριμένο βιβλίο και οι επίγονοί του έχουν διαδώσει τα χειρότερα σενάρια περιβαλλοντικής καταστροφής, που καθιστούν πολύ δύσκολη τη χάραξη ορθολογικής πολιτικής.

Η κινδυνολογία προκαλεί πάντα την προσοχή, αλλά σπανίως οδηγεί σε έξυπνες λύσεις για τα πραγματικά προβλήματα, πράγμα που απαιτεί ψύχραιμο υπολογισμό του κόστους και του οφέλους των διαφόρων προτεινομένων ενεργειών. Όταν υπονοείς ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος είναι τόσο μεγάλα και τόσο επείγοντα, ώστε η αντιμετώπισή τους να μπορεί να γίνει μόνο με μαζικές άμεσες παρεμβάσεις και θυσίες (οι οποίες είναι συνήθως πολιτικά αδύνατες και άρα ανεφάρμοστες), η κινδυνολογία όσον αφορά το περιβάλλον αποπροσανατολίζει τον δημόσιο διάλογο από τις πιο ρεαλιστικές δράσεις, αυτές που θα μπορούσαν να κάνουν τη μεγάλη διαφορά.

Μια από τις πλέον οξυδερκείς και πρωτότυπες κριτικές στα «Όρια στην Ανάπτυξη», που κατέγραψε στις σελίδες αυτού του περιοδικού ο οικονομολόγος Καρλ Κέισεν, είχε τον έξυπνο τίτλο «Ο Υπολογιστής που Εκτύπωσε W*O*L*F*». Αφού πρώτα ο συγγραφέας ανέδειξε ανελέητα τα αδύνατα σημεία στην επιχειρηματολογία των «Ορίων», υπογράμμισε ότι στον μύθο του αγοριού που φώναξε «λύκος», «στο τέλος υπήρχαν πραγματικοί λύκοι», όπως ακριβώς «στον κόσμο σήμερα υπάρχουν υπαρκτά και δύσκολα προβλήματα, συνακόλουθα της οικονομικής ανάπτυξης, όπως τη βιώνουμε σήμερα». Πρόκληση αποτελεί το να μπορέσουμε να κάνουμε τη διαφοροποίηση ανάμεσα στον παραπλανητικό και στον αληθινό συναγερμό και στη συνέχεια να καταβάλουμε συνετές προσπάθειες για τη διαχείριση του κινδύνου.

Ας πάρουμε τη μόλυνση. Χάρη σε έργα όπως η «Σιωπηλή Άνοιξη» και «Τα Όρια στην Ανάπτυξη», ο προβληματισμός γύρω από τη χρήση των φυτοφαρμάκων κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του πρώιμου δημοσίου διαλόγου για το περιβάλλον και σχεδόν μονοπώλησε την πολιτική ατζέντα της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Δυστυχώς, κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αντιμετωπίστηκε ούτε κατ’ ελάχιστον ο πραγματικός λύκος, που είναι η εσωτερική και η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση. Η τελευταία μπορεί κάθε χρόνο να γίνεται αιτία θανάτου για 135.000 Αμερικανούς, ακόμη και σήμερα. Πρόκειται για αριθμό τετραπλάσιο εκείνου των θανάτων σε τροχαία δυστυχήματα. Επειδή, όμως, η εξωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα και δεν ενισχύεται από διάσημους υποστηρικτές, παραμένει ένας αφανής λύκος. Λύκος είναι και η εσωτερική ατμοσφαιρική ρύπανση, αυτή που είναι αιτία θανάτου κάθε χρόνο για δύο εκατομμύρια ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Η Λέσχη της Ρώμης δεν αποσπά μόνο την προσοχή του κόσμου, αλλά στην πράξη κατευθύνει την προσοχή του σε απολύτως λάθος κατεύθυνση, επειδή κατονομάζει την οικονομική ανάπτυξη ως το βασικό πρόβλημα της ανθρωπότητας. Μια τέτοια διάγνωση μπορεί να γίνει δεκτή μόνο από τους πλούσιους και άνετους κατοίκους των ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίοι απολαμβάνουν ήδη εύκολη ικανοποίηση των βασικών αναγκών της ζωής. Αντιθέτως, όταν μια απελπιστικά φτωχή γυναίκα του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν μπορεί να έχει αρκετά τρόφιμα για την οικογένειά της, ο λόγος δεν είναι ότι η γη δεν μπορεί να τα παραγάγει, αλλά ότι η ίδια δεν έχει αρκετά χρήματα για να τα αγοράσει. Και όταν τα παιδιά της αρρωσταίνουν από τις αναθυμιάσεις καπνού και από την καύση κοπριάς, η απάντηση δεν είναι να χρησιμοποιεί βιολογικά πιστοποιημένη κοπριά, αλλά να ανεβάσει τόσο το βιοτικό της επίπεδο ώστε να μπορεί να αγοράζει καθαρότερα και καταλληλότερα καύσιμα. Η φτώχια, κοντολογίς, είναι ένας από τους πιο αμείλικτους δολοφόνους και η οικονομική ανάπτυξη είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για την αντιμετώπισή της. Εύκολα ιάσιμες ασθένειες εξακολουθούν να θανατώνουν 15 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Αυτό που θα τους έσωζε τη ζωή είναι η δημιουργία πιο πλούσιων κοινωνιών, που θα τους έδιναν την οικονομική δυνατότητα για θεραπεία, έρευνα και πρόληψη νέων κρουσμάτων.

Συμβουλεύοντας τον κόσμο να περιορίσει την ανάπτυξη ώστε να αποφύγει μια υποτιθέμενη μελλοντική κατάρρευση, «Τα Όρια στην Ανάπτυξη» έκαναν τον κόσμο να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συνεχώς επιδιωκόμενη οικονομική ανάπτυξη. Αν οι προτάσεις του βιβλίου είχαν υιοθετηθεί στις δεκαετίες που ακολούθησαν, δεν θα είχε συμβεί η λεγόμενη «άνοδος των υπολοίπων», μισό δισεκατομμύριο Κινέζοι, Ινδοί και άλλοι δεν θα είχαν ξεφύγει από τη μεγάλη φτώχια, δεν θα είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην υγεία, στη μακροβιότητα και στην ποιότητα ζωής για δισεκατομμύρια ανθρώπων στον πλανήτη. Παρά το γεγονός ότι η γενική σχολή σκέψης της Λέσχης της Ρώμης έχει ευτυχώς πάρει τη θέση της κοντά σε άλλα κειμήλια της δεκαετίας του ’70, η επιρροή της παραμένει δημοφιλής τόσο στη συνείδηση των λαών όσο και των αρχουσών τάξεων. Ο κόσμος δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μοίρα του Πρωτοκόλλου του Τόκυο παρά για τον Γύρο της Ντόχα, έστω και αν η εξάπλωση του εμπορίου θα επιφέρει εκατονταπλάσια και χιλιαπλάσια οφέλη σε σύγκριση με έναν αναιμικό περιορισμό στις εκπομπές αερίων. Και αυτό θα το κάνει πιο φθηνά, πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά γι’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους που είναι οι πιο ευάλωτοι. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η οικονομική ανάπτυξη (ακόμη κι αν δεν έχουμε καλύτερη λέξη) είναι καλή, κι ότι ο κόσμος έχει περισσότερη -και όχι λιγότερη- ανάγκη απ’ αυτήν.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137681/bjorn-lomborg/environmenta...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr