Πού σκόνταψε η Ινδία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πού σκόνταψε η Ινδία

Μπορεί το Νέο Δελχί να ξαναβρεί τις παλιές καλές συνήθειες;

Από μια άποψη, η θλίψη που προκαλούν οι οικονομικές προοπτικές της Ινδίας είναι το αποτέλεσμα προσδοκιών που δεν πατούσαν σε γερή βάση. Όταν ο ρυθμός αύξησης του ινδικού ΑΕΠ ξεπέρασε το 10% το 2010, πολλοί στην Ινδία προέβλεπαν ότι η οικονομία θα εξακολουθούσε να αναπτύσσεται με την ίδια ταχύτητα και στα επόμενα χρόνια. Και με δεδομένη τη σταθερή πρόοδο στη μάχη κατά της φτώχιας, νόμισαν ότι η Ινδία θα μπορούσε σύντομα να γίνει πρότυπο παγκόσμιας εμβέλειας για μια συνεκτική και με υψηλή ανάπτυξη δημοκρατία. Αυτή η ελπίδα έχει ξεθωριάσει, δεδομένου ότι τώρα ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας προβλέπεται στο 6% ετησίως. Ασφαλώς, αυτό το ποσοστό δεν είναι αμελητέο επίτευγμα με βάση τα διεθνή πρότυπα και -οπωσδήποτε- η προσδοκία του 10% εξαρχής δεν μπορεί να είναι ούτε κατά διάνοια ρεαλιστική. Εντούτοις, δεν υπάρχει εμφανής λόγος, εξαιτίας του οποίου η Ινδία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερες επιδόσεις. Και αυτή ακριβώς η αποτυχία είναι που έχει απλώσει ένα σύννεφο πάνω από το μέλλον της χώρας.

Και ο λαός, όμως, εύλογα καλλιεργούσε οικονομικές προσδοκίες, μερικές από τις οποίες είχε δημιουργήσει η ίδια η κυβέρνηση: όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο σημερινός πρωθυπουργός Μανμόχαν Σινγκ ήταν υπουργός Οικονομικών, εισήγαγε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων που σκοπό είχαν να συνάψουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη χώρα. Οι πρωτοβουλίες αυτές προέβλεπαν ότι το κράτος θα καταργούσε τους εσωτερικούς ελέγχους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα ενσωμάτωνε σταδιακά την Ινδία στην παγκόσμια οικονομία, θα προχωρούσε σε εξυγίανση της φορολογικής και δασμολογικής διάρθρωσης και θα καθιέρωνε τη διαφάνεια στο θεσμικό πλαίσιο. Όπως είχε υποσχεθεί ο Σινγκ, από την ανάπτυξη που θα επακολουθούσε, θα επωφελούνταν όλοι. Επρόκειτο να διευρυνθεί η φορολογική βάση της χώρας και αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση των κρατικών εσόδων. Αυτά τα κεφάλαια με τη σειρά τους θα μπορούσαν να επενδυθούν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στην εκπαίδευση και στη βελτίωση υποδομών για τους φτωχούς. Προοδευτικά και οι φτωχοί θα μπορούσαν, επίσης, να γίνουν παραγωγικά συστατικά μέρη της οικονομικής μηχανής της Ινδίας.

Όμως, το κοινωνικό συμβόλαιο της Ινδίας δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με τον σχεδιασμό του. Εκτός από την επιβράδυνση στον ρυθμό ανάπτυξης και την άνοδο στα επιτόκια και στον πληθωρισμό, η χώρα είδε την αξία της ρουπίας να πέφτει κατά 20% περίπου από πέρυσι το καλοκαίρι. Η οικονομία, βέβαια, μπορεί και πάλι ν’ ακολουθήσει ανοδική τροχιά, αν η κυβέρνηση κάνει συνετές πολιτικές επιλογές. Όμως το Νέο Δελχί δεν έχει ακόμη δείξει σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένο να ακολουθήσει επεκτατική νομισματική πολιτική. Αντιθέτως, δείχνει διστακτικό απέναντι στην υιοθέτηση κάποιων συμβιβαστικών επιλογών: αν, δηλαδή θα ήθελε να διαχειρίζεται μια οικονομία με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 6% και πληθωρισμό 4% ή μια οικονομία με 8% ανάπτυξη και πληθωρισμό 8%. Ένας πληθωρισμός της τάξεως του 8% είναι ίσως πολύ υψηλός για να είναι αποδεκτός, αλλά και πάλι ίσως να είναι ένα μικρότερο κακό: για να μπορέσει η ινδική οικονομία να απορροφήσει ικανό αριθμό νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και να διατηρήσει σταθερά τα επίπεδα της ανεργίας, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 7% και 8% ετησίως. Μέχρι το Νέο Δελχί να δώσει σαφή δείγματα των προθέσεών του, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να κάνουν μόνες τους υποθέσεις για το μέλλον και να επενδύουν τα μετρητά που έχουν στα χέρια τους.

Οι μεταρρυθμίσει του Σινγκ έδωσαν επίσης την εντύπωση ότι θα επικρατήσει διαφάνεια στην οικονομική πολιτική της Ινδίας. Εντούτοις, η υποχώρηση από αυτήν τη δέσμευση που παρατηρήθηκε στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, ήταν μία από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις. Η τάση αυτή έγινε φανερή από δύο πρόσφατες ενέργειες.

Πρώτον, μέσα στην τρέχουσα χρονιά η κυβέρνηση αποφάσισε να πουλήσει μετοχές της κρατικής Oil and Natural Gas Corporation (ONGC), αλλά πραγματικοί αγοραστές δεν υπήρξαν. Έτσι, πολύ απλά η κυβέρνηση τον Μάρτιο έπεισε την επίσης κρατική Life Insurance Corporation of India να επενδύσει στην ONGC. Η κίνηση αυτή εξόργισε την οικονομική κοινότητα και η Moody's υποβάθμισε τη Life Insurance Corporation στο Baa3 από το Baa2. Δεύτερον, το Νέο Δελχί αποφάσισε τον Μάιο να φορολογήσει αναδρομικά την εξαγορά μιας ινδικής τηλεφωνικής εταιρείας από τη βρετανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Vodafone. Η ενέργεια αυτή είναι ακόμη υπό αμφισβήτηση, αλλά σε περίπτωση που υλοποιηθεί, θα αποφέρει από 2 έως 4 δισ. δολάρια. Οι επιπτώσεις αυτού του μέτρου για τις ξένες επενδύσεις συζητούνται εντονότατα στους οικονομικούς κύκλους. Μια τέτοια επένδυση δεν απαιτεί πάντα διαφάνεια και ρυθμιστική σαφήνεια. Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει βρει τον τρόπο να τα καταφέρνει ελλείψει και των δύο. Στην Ινδία, όμως, που δεν έχει ακόμη την οικονομική στιβαρότητα της Κίνας, πολλοί φοβούνται ότι τέτοιες αυθαίρετες παρεμβάσεις θα τρομοκρατήσουν τους ξένους επενδυτές.

Επιπλέον, η δέσμευση της κυβέρνησης σε ένα είδος ανάπτυξης που θα ωφελούσε όλους τους Ινδούς, υπήρξε ανακόλουθη. Αντί να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις μικρές επιχειρήσεις, πράγμα που θα έδινε ώθηση στην επιχειρηματικότητα και θα λειτουργούσε αθροιστικά στον οικονομικό δυναμισμό και στην ανάπτυξη, το Νέο Δελχί παρέκκλινε για να κάνει ευκολότερη τη ζωή στις μεγάλες επιχειρήσεις, δίνοντάς τους αβίαστη πρόσβαση σε πιστώσεις, αποκλειστική χρήση ενεργειακών μονάδων και προστασία από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Αυτό το γεγονός αποτελεί πρόβλημα, επειδή οι τομείς μεγάλης επιχειρηματικότητας, όπως η μεταλλευτική βιομηχανία, η ανάπτυξη γης και οι υποδομές, είναι και οι πλέον διεφθαρμένοι στην Ινδία. Η υποστήριξη που τους παρέσχε η κυβέρνηση έχει αρχίσει να διαβρώνει την -ούτως ή άλλως- εύθραυστη συναίνεση του λαού απέναντι στον καπιταλισμό και επανήλθε στο προσκήνιο η παλιά συνάφεια του καπιταλισμού με τη διαφθορά.