Πού σκόνταψε η Ινδία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πού σκόνταψε η Ινδία

Μπορεί το Νέο Δελχί να ξαναβρεί τις παλιές καλές συνήθειες;

Στο κοινωνικό πεδίο η εικόνα είναι μικτή. Η Ινδία έχει πράγματι εισαγάγει μια σειρά σχεδίων παροχών και κοινωνικής πρόνοιας. Το 2005, ο εθνικός αγροτικός νόμος εγγυημένης απασχόλησης, ο οποίος εξασφάλιζε 100 ημέρες απασχόλησης ετησίως σε τουλάχιστον ένα μέλος κάθε μιας αγροτικής οικογένειας, συνέβαλε στην επιθυμητή αύξηση των μισθών στην ύπαιθρο (αν και η εφαρμογή του ποικίλλει σε κάθε κρατίδιο, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα είναι γυναίκες). Και οι δημόσιες δαπάνες στον κοινωνικό τομέα, περιλαμβανομένης της περίθαλψης και της εκπαίδευσης, αυξήθηκαν από το 13,4% του συνολικού προϋπολογισμού το 2007 σε 18,5% σήμερα. Όμως, λόγω της αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς, μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων δεν φθάνει μέχρι τους δικαιούχους. Είναι πολύ νωρίς, εξάλλου, για να εξακριβωθεί αν τα προγράμματα που έγιναν δεκτά με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό, όπως αυτά της απασχόλησης και της εκπαίδευσης, έχουν δημιουργήσει στους ανθρώπους τις προϋποθέσεις κατάρτισης ώστε να διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα η συμμετοχή τους στην οικονομία. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες πρωτοβουλίες είναι αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού, δεδομένου ότι το κάθε πρόγραμμα ελέγχεται από το Νέο Δελχί. Τα κρατίδια δικαίως εκφράζουν δυσαρέσκεια επειδή δεν τους έχει δοθεί αρκετή ελευθερία κινήσεων, ώστε να δοκιμάσουν τα προγράμματα με τρόπο που να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.

Ορισμένοι υποστήριξαν ότι το ινδικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει καταρρεύσει πλήρως. Τονίζουν τη συνεχιζόμενη μαοϊκή εξέγερση στα ανατολικά της χώρας, τις διαμαρτυρίες των αγροτών για την κρατική διαρπαγή γαιών, που εξελίσσεται σε ολόκληρη την Ινδία, καθώς επίσης και το ανησυχητικό φαινόμενο των αυτοκτονιών αγροτών. Όμως, κάποια ιστορική προοπτική βρίσκεται σε σωστό δρόμο. Σύμφωνα με τον Ντεβές Καπούρ, διευθυντή του Κέντρου Προωθημένων Μελετών για την Ινδία του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, η κοινωνική βία στην Ινδία «κατρακύλησε στο ένα δέκατο του επιπέδου του 2002» και «στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας όλες οι μορφές πολιτικής βίας μειώθηκαν αισθητά, εκτός από μία, τη σχετιζόμενη με τους μαοϊκούς». Οι περισσότεροι διαδηλωτές σήμερα συνειδητοποιούν ότι κάτι έχουν να χάσουν αν η οικονομία της Ινδίας παραπαίει. Και αντί για ένδειξη οικονομικής στασιμότητας, πολλές από αυτές τις διαμαρτυρίες μάλλον φανερώνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας δημιούργησε νέες προσδοκίες, στις οποίες το Νέο Δελχί δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί.

ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΟ ΝΕΟ ΔΕΛΧΙ

Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή να εκπληρώσει τις ελπίδες του λαού; Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική δραστηριότητα στην Ινδία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη, γεγονός που καθιστά πολύ δύσκολη την επίτευξη συναίνεσης. Για παράδειγμα, μια σημαντική φορολογική μεταρρύθμιση, η καθιέρωση ενιαίου τέλους για αγαθά και υπηρεσίες, καθυστέρησε επί τρία χρόνια. Αυτός ο εθνικής κλίμακας φόρος θα αντικαθιστούσε τα διάφορα πολύπλοκα επιμέρους φορολογικά συστήματα των κρατιδίων. Οι οικονομολόγοι, μάλιστα, πιστεύουν ότι θα μπορούσε να τονώσει την ανάπτυξη και το εμπόριο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η συζήτηση σχετικά με το αν η αγορά λιανικού εμπορίου της Ινδίας πρέπει ν’ ανοίξει σε ξένες εταιρείες-γίγαντες, όπως η Walmart. Η κυβέρνηση Σινγκ, από την πλευρά της, υποστήριξε ότι μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε περισσότερα από τρία εκατομμύρια θέσεις εργασίας και ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τρόπο που να μην πλήξει τα μικρά τοπικά καταστήματα. Όμως, μετά την ανακοίνωση του σχεδίου για άνοιγμα του τομέα στα τέλη του 2010, η κυβέρνηση υποχώρησε άτακτα λόγω των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν τόσο στους κόλπους της αντιπολίτευσης όσο και μέσα στο ίδιο το κόμμα του Σινγκ, αλλά και στους δρόμους.

Δεύτερον, η εξουσία των πολιτικών έχει σημαντικά διαβρωθεί. Ομολογουμένως, οι πολιτικοί έχουν πραγματοποιήσει αξιοθαύμαστο έργο όσον αφορά τη δημοκρατική σταθερότητα και τη βελτίωση των όρων πρόσβασης των περιθωριοποιημένων ομάδων στην πολιτική. Υπήρξαν, όμως, παράλληλα, και βαθιά ανεπαρκείς και ιδιοτελείς. Ο λαός κουράστηκε από την κακοδιοίκηση της οικονομίας και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Επιπλέον, μια σειρά σκανδάλων που ξέσπασαν μεταξύ 2010 και 2011, στα οποία περιλαμβάνεται η πώληση αδειών τηλεπικοινωνιών σε πολιτικούς φίλους, προνομιακές συμφωνίες για κατασκευαστικά συμβόλαια και παραχώρηση δικαιωμάτων για αναπτυξιακά έργα στον κλάδο της κτηματαγοράς, με αντάλλαγμα απίστευτα -όπως φημολογείται- ποσά, έθεσαν υπό αμφισβήτηση το ηθικό κύρος μιας σειράς θεσμικών οργάνων, από τη δικαιοσύνη μέχρι τις ένοπλες δυνάμεις.

Η πολιτική ηγεσία, αντί ν’ αναγνωρίσει τις αποτυχίες της και να εργαστεί στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της ηθικής τάξης, αποποιείται των ευθυνών της. Τα ανώτατα στελέχη του κόμματος του Εθνικού Κογκρέσου, στα οποία περιλαμβάνεται ο Σινγκ, η αρχηγός του κόμματος Σόνια Γκάντι και ο Ραούλ Γκάντι, γιος της Σόνιας και πολιτικός διάδοχός της, σπανίως παίρνουν τον λόγο στο κοινοβούλιο ή δίνουν συνεντεύξεις στον τύπο. Όταν, όμως, το κάνουν, εκφράζουν δυσφορία για προβλήματα διακυβέρνησης της Ινδίας, χωρίς να αναγνωρίζουν το γεγονός ότι οι ίδιοι αποτελούν την καρδιά της διακυβέρνησης της χώρας. Για παράδειγμα, όταν η Σόνια Γκάντι μίλησε τον Νοέμβριο του 2010 στο δέκατο συνέδριο για την Ίντιρα Γκάντι, παραδέχθηκε ότι «ο χρηματισμός και η απληστία παρουσιάζουν έξαρση» και εξέφρασε τη θλίψη της για την «αύξηση του ελλείμματος ηθικής» στην Ινδία. Ο τόνος της μαρτυρούσε ότι αντιλαμβανόταν αυτές τις εξελίξεις σαν να ήταν πρόβλημα κάποιου άλλου. Πράγματι, οι ηγέτες του Κογκρέσου χρησιμοποιούν τα γραφεία τους σαν κέντρα διαβιβάσεων, μέσω των οποίων τα προβλήματα απλώς προωθούνται αντί να χρεώνονται και να αντιμετωπίζονται. Το πολιτικό κενό που προκάλεσε αυτή η στάση τους κλόνισε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη του λαού.