Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη

Λιτότητα τώρα, στασιμότητα στη συνέχεια
Περίληψη: 

Η Γερμανία μοιάζει σαν ένα μοναχικό νησί δημοσιονομικής σταθερότητας στην Ευρώπης, αλλά κάτω από τις εντυπωσιακές εξαγωγές που συνέβαλαν στην ανάπτυξή της κρύβονται προβλήματα. Η εμμονή με το χρέος και τη λιτότητα έχει μπλοκάρει τις εγχώριες επενδύσεις, καθώς η χώρα έχει αγνοήσει προβλήματα όπως η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και οι ξεπερασμένες υποδομές. Η Γερμανία θα πρέπει να δανείζεται και να ξοδεύει περισσότερο αλλιώς θα αντιμετωπίσει το τέλος του οικονομικού της θαύματος.

Ο ADAM TOOZE είναι καθηγητής Ιστορίας, συνεργάτης στο Κέντρο MacMillan για Διεθνείς και Περιφερειακές Μελέτες και συν-διευθυντής Σπουδών Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Yale.

Με το ευρώ σε κρίση, η Γερμανία δείχνει σαν ένα απομονωμένο νησί δημοσιονομικής σταθερότητας μέσα στην Ευρώπη. Τα επίπεδα του χρέους της είναι μέτρια, τα κρατικά ομόλογά της αποτελούν ασφαλές καταφύγιο για επενδυτές από όλο τον κόσμο και έχει αποφύγει όλα τα είδη των ιδιωτικών πιστωτικών εκρήξεων και όλες τις στεγαστικές φούσκες που αποσταθεροποίησαν την υπόλοιπη ήπειρο. Η γερμανική οικονομία, που τροφοδοτείται από εξαγωγές ρεκόρ, έχει αναπτυχθεί σταθερά, αυξανόμενη κατά 25% την τελευταία δεκαετία.

Αλλά κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια κρύβεται μια σκοτεινή ιστορία: η οικονομική θέση της Γερμανίας είναι απλά μη βιώσιμη. Κατά πρώτον, ένα μεγάλο μέρος του εμπορικού πλεονάσματός της έχει επιτευχθεί εις βάρος των αντίστοιχων ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται σε κρίση. Ταυτόχρονα, αυτό το υπερμέγεθες πλεόνασμα πηγαίνει χέρι-χέρι με μεγάλες ανισορροπίες στο εσωτερικό της οικονομίας της Γερμανίας. Οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει τα κέρδη τους στο εξωτερικό, βοηθώντας τη χρηματοδότηση ξένων εισαγωγών. Εν τω μεταξύ, καθώς τα γερμανικά χρήματα έχουν διαρρεύσει από τη χώρα, οι εγχώριες επενδύσεις έχουν ατονήσει σε άνευ προηγουμένου χαμηλά επίπεδα.

Η Γερμανία, όπως και άλλες πλούσιες, ρυπογόνες και γηράσκουσες χώρες, αντιμετωπίζει τεράστιες μακροπρόθεσμες προκλήσεις. Το εργατικό δυναμικό της συρρικνώνεται, ο ενεργειακός τομέας της χρειάζεται να ξαναφτιαχτεί και οι δημόσιες υποδομές της έχουν μείνει πάρα πολύ καιρό χωρίς βελτίωση. Παρ’ όλες τις συζητήσεις περί της οικονομικής της ισχύος, η Γερμανία έχει μέχρι στιγμής σπαταλήσει την ευκαιρία να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό μέσω των απολύτως αναγκαίων εγχώριων επενδύσεων.

Οι οικονομικές συνθήκες για τέτοιου είδους δαπάνες δεν ήταν ποτέ πιο ευνοϊκές: τα επιτόκια του δημόσιου δανεισμού προσεγγίζουν το μηδέν. Κι όμως, λόγω μιας συνταγματικής τροποποίησης του 2009 που απαιτεί τόσο η ομοσπονδιακή όσο και οι πολιτειακές κυβερνήσεις να διατηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ο γερμανικός δημόσιος τομέας έχει αρνηθεί στον εαυτό του την ευκαιρία να δανειστεί και να επενδύσει. Και για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, αντί να προσπαθήσει να βγει από αυτή την αυτοπροκληθείσα παγίδα, το Βερολίνο επιμένει ότι η ευρωζώνη ως σύνολο οφείλει να υιοθετήσει αυτό το μοντέλο, με τη μορφή της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εναρμόνισης, μιας συνθήκης που θα επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς σε ολόκληρη την ήπειρο. Το ότι η Γερμανία επιδιώκει να διαμορφώσει την υπόλοιπη Ευρώπη καθ’ ομοίωσή της καθιστά ακόμη πιο επείγον να κατανοηθούν τα ρήγματα που βρίσκονται κάτω από τη βάση του οικονομικού της μοντέλου.

Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΞΕΚΙΝΑ ΕΓΧΩΡΙΩΣ

Οι Γερμανοί μπαίνουν στον πειρασμό να βλέπουν το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα που έχουν απολαύσει από το 2000 ως την επιστροφή στις ημέρες δόξας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Δυτική Γερμανία αναδύθηκε από τα χαλάσματα και το «Made in Germany» έγινε συνώνυμο της ποιότητας. Αλλά η ιστορική αναλογία είναι εσφαλμένη. Είναι αλήθεια ότι στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Γερμανία είχε πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κάτι το οποίο σήμαινε ότι, όπως και σήμερα, η χώρα εξήγαγε κεφάλαια. Αλλά στις μεταπολεμικές δεκαετίες, το κίνητρο για εγχώριες επενδύσεις ήταν τεράστιο. Οι αποταμιεύσεις των γερμανικών νοικοκυριών και τα πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν αρκετά μεγάλα για να διατηρήσουν τόσο το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών όσο και μια οργιώδη εσωτερική ανασυγκρότηση. Τώρα, αντίθετα, η χώρα έχει επενδύσει στο εξωτερικό και όχι εγχώρια. Με αυτή την έννοια, το σημερινό πλεόνασμα δεν είναι μια δικαίωση του δοκιμασμένου και επαληθευμένου μεταπολεμικού γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης, αλλά ένα σημάδι της αποσύνθεσης του.

Από την έναρξη της νέας χιλιετίας, οι καθαρές επενδύσεις στη Γερμανία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν χαμηλότερες από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην καταγραμμένη ιστορία της, εκτός από τα καταστροφικά χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Ο γερμανικός επιχειρηματικός τομέας έχει επενδύσει τα περισσότερο από άφθονα κέρδη του, αλλά το έχει πράξει έξω από τη χώρα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαρροής ιδιωτικού χρήματος έχει επιδεινωθεί από την εκστρατεία του Βερολίνου να επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, κάτι το οποίο εμπόδισε σημαντικές επενδύσεις εκ μέρους του δημόσιου τομέα.