Το πρόβλημα του Πούτιν με το πετρέλαιο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα του Πούτιν με το πετρέλαιο

Πώς το πετρέλαιο κρατά πίσω την Ρωσία – και πώς μπορεί να την σώσει

Τον περασμένο χειμώνα, ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων τάραξε ξαφνικά την ήρεμη επιφάνεια της ρωσικής πολιτικής. Μια νέα μεσαία τάξη, που γεννήθηκε από την ευημερία της τελευταίας δεκαετίας με βάση το πετρέλαιο, βγήκε στους δρόμους για να εκφράσει την αντίθεσή της στην διαφθορά της πολιτικής ελίτ, ειδικά της Ενωμένης Ρωσίας, του κυβερνώντος κόμματος του τότε πρωθυπουργού Βλαντιμίρ Πούτιν. Για κάποιο διάστημα, καθώς το κίνημα διαμαρτυρίας διευρυνόταν, τα ίδια τα θεμέλια του καθεστώτος φαίνεται να ταρακουνήθηκαν. Αλλά στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2012, ο Πούτιν κατάφερε να κερδίσει άνετα από τον πρώτο γύρο και, παρά το ευρύ κατηγορητήριο για νοθεία, ακόμη και η αντιπολίτευση παραδέχθηκε ότι είχε κερδίσει μια πειστική νίκη.

Οι πρωτοφανείς διαμαρτυρίες και η επιστροφή του Πούτιν στην προεδρία ανανέωσαν τις εικασίες σχετικά με το αν η Ρωσία θα συνεχίσει να κινείται προς τον πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό ή θα γυρίσει πίσω στην σοβιετικού τύπου στασιμότητα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να βρεθεί στον πιο σημαντικό οικονομικό τομέα της χώρας: τον πετρελαϊκό. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ρωσική κυβέρνηση έχει γίνει όλο και περισσότερο εξαρτημένη από τα έσοδα που προέρχονται από τις εξαγωγές πετρελαίου. Φορολογεί τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη των πετρελαιοπαραγωγών και τα μεταφέρει στην υπόλοιπη οικονομία μέσω επενδυτικών προγραμμάτων με κρατική εντολή και χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας, των συντάξεων και των επιδοτήσεων. Η θεαματική αύξηση των κρατικών εσόδων που προέρχονται από το πετρέλαιο έχει συμβάλει στη διατήρηση του Πούτιν στην εξουσία, επιτρέποντάς του να εξασφαλίζει την υποστήριξη των βασικών ομάδων συμφερόντων και να διατηρήσει, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, ένα υψηλό επίπεδο δημοτικότητας.

Προς το παρόν, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου κρατούν το σύστημα σε λειτουργία. Αλλά η επιβίωσή του απαιτεί μια σταθερή ανάπτυξη της ροής των εσόδων από τις πρώτες ύλες, κυρίως το πετρέλαιο. Κατά τα προσεχή έτη, ωστόσο, τα κέρδη του πετρελαίου είναι πιο πιθανό να συρρικνωθούν αντί να αυξηθούν. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η Ρωσία έχει κινηθεί με βάση την πετρελαϊκή κληρονομιά από τις ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. Τα πάγια της εποχής εκείνης τώρα επιδεινώνονται. Το πετρέλαιο της Ρωσίας δεν εξαντλείται, αλλά της τελειώνει το φτηνό πετρέλαιο. Μεγάλο μέρος του πετρελαίου που είναι ακόμα στο υπέδαφος θα είναι πιο δύσκολο και πιο δαπανηρό να βρεθεί και να παραχθεί. Καθώς τα έξοδα θα ανεβαίνουν, τα περιθώρια κέρδους θα μειώνονται. Την ίδια στιγμή, η πετρελαϊκή βιομηχανία θα πρέπει να δαπανήσει περισσότερα από τα κέρδη που της έχουν απομείνει ώστε να εκσυγχρονιστεί.

Ούτε η βιομηχανία πετρελαίου της Ρωσίας ούτε το ρωσικό κράτος, όμως, είναι επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη πρόκληση. Και οι δύο έχουν περάσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες ανταγωνιζόμενες για τον έλεγχο των πετρελαϊκών υποδομών της χώρας αντί να συνεργαστούν για τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας και να προετοιμαστούν για το επόμενο στάδιο της ανάπτυξης. Το φορολογικό και ρυθμιστικό σύστημα του κράτους, αν και ήταν επιτυχές όσον αφορά την εξεύρεση εσόδων, περιορίζει τις επενδύσεις και να καταπνίγει την καινοτομία. Το αποτέλεσμα είναι μια βιομηχανία που υστερεί σε σχέση με τις αντίστοιχες ξένες και τούτο την ίδια στιγμή που η παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία βιώνει μια άνευ προηγουμένου τεχνολογική επανάσταση. Ταυτόχρονα, η Ρωσία δείχνει μερικά από τα κλασικά σημάδια που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ολλανδική ασθένεια», την οικονομική στασιμότητα, ειδικά στον τομέα της μεταποίησης, η οποία προκαλείται από μια υπέρμετρη εξάρτηση από τις εξαγωγές εμπορευμάτων σε βάρος των άλλων κλάδων της οικονομίας. Σύμφωνα με τα λόγια του Αλεξέι Κουντρίν, υπουργού Οικονομικών της Ρωσίας το 2000 - 2011, «η βιομηχανία του πετρελαίου αντί να είναι μια ατμομηχανή για την οικονομία έχει γίνει ένα φρένο».

Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες της Ρωσίας αντιμετωπίζουν την εξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο με αυξανόμενη ανησυχία, δεν υπάρχει ρεαλιστική διαφυγή: το πετρέλαιο θα κυριαρχεί στο μέλλον της Ρωσίας για τα επόμενα χρόνια. Αλλά η Μόσχα μπορεί ακόμα να επιλέξει το πώς να χειριστεί αυτή την κυριαρχία. Από τη μία πλευρά, το κράτος θα μπορούσε να επεκτείνει περαιτέρω τον ρόλο του στην βιομηχανία πετρελαίου, πιέζοντας τους ιδιώτες μετόχους, ωθώντας σε πτώση τα μερίσματα και υπαγορεύοντας το πού θα επενδύουν τους πόρους τους οι εταιρείες πετρελαίου. Αλλά αυτό είναι απίθανο να προσφέρει πολλά κίνητρα για την αποτελεσματικότητα ή την καινοτομία. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να ακολουθήσει μια πιο παραγωγική πορεία. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις δαπάνες της, μειώνοντας έτσι την ανάγκη για έσοδα από το πετρέλαιο, και να χαλαρώσει τον κλοιό γύρω από τη βιομηχανία πετρελαίου έτσι ώστε να ενθαρρύνει το είδος της καινοτομίας που θα την ανανεώσει.

Και έτσι το πετρέλαιο, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα μια δύναμη τόσο για την παρατεταμένη πολιτική και οικονομική στασιμότητα όσο και η καλύτερη ελπίδα της Ρωσίας για να αποδράσει από αυτήν. Για τους πολιτικούς ηγέτες στη Μόσχα, η βιομηχανία πετρελαίου που κληρονομήθηκε από την σοβιετική εποχή εξακολουθεί να παράγει αρκετό εισόδημα για να υποστηρίξει ένα άνετο πολιτικό και οικονομικό σύστημα στο οποίο το να χαλαρώσει κανείς είναι πολύ δελεαστικό. Μόνο αν αυτή η βιομηχανία εκσυγχρονιστεί η Ρωσία θα έχει τα έσοδα να υποστηρίξει οποιοδήποτε είδος μετάβασης - και αυτό θα συμβεί μόνο αν το κράτος και οι πολιτικές του εκσυγχρονιστούν μαζί με αυτήν. Ωστόσο, προς το παρόν, χάρη στις υψηλές τιμές του πετρελαίου, η ηγεσία φαίνεται να είναι πιο διατεθειμένη να επιλέξει το status quo από την προσαρμογή.

ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗΣΗ

Οι ρίζες του παρόντος διλήμματος βρίσκονται στην δύσκολη έξοδο της Ρωσίας από το σοβιετικό παρελθόν της. Η Ρωσία δεν ήταν πάντα τόσο εξαρτημένη από το πετρέλαιο. Μόνο κατά την τελευταία δεκαετία και στο μισό της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης είχε ηγέτες που χρησιμοποιούσαν το πετρέλαιο και τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως μέσο για την ενίσχυση του βαλτωμένου συστήματός τους και την αποφυγή της αλλαγής. Όταν η σοβιετική βιομηχανική οικονομία κατέρρευσε, άφησε τους φυσικούς πόρους, κυρίως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ως τις βασικές εναπομείνασες πηγές πλούτου.

Η πετρελαϊκή βιομηχανία της σοβιετικής εποχής ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, αλλά ελαττωματική. Οι περισσότερη παραγωγή προέρχεται από μια χούφτα γιγαντιαίων πεδίων στη δυτική Σιβηρία, που έπαθαν ζημιές από τις κοντόφθαλμες πρακτικές που προκλήθηκαν από πολιτικές πιέσεις για να μεγιστοποιηθεί η παραγωγή. Η διατήρηση της ροής του πετρελαίου απαιτούσε μαζική αύξηση επενδύσεων, αλλά με την απότομη πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου το 1986 και την οικονομική κρίση που ακολούθησε, το εξασθενημένο σοβιετικό κράτος δεν ήταν πλέον σε θέση να παράσχει την απαιτούμενη χρηματοδότηση. Με το τέλος του σοβιετικού συστήματος, οι επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα κατέρρευσαν και η παραγωγή βυθίστηκε. Η παραγωγή πετρελαίου της Ρωσίας, η οποία ήταν η υψηλότερη στον κόσμο ως το 1987, μειώθηκε σταθερά κατά τα επόμενα εννέα έτη, φθάνοντας το 1996 στο ήμισυ περίπου από το υψηλότερο σημείο της σοβιετικής εποχής.

Η κυβέρνηση άρχισε να αποκρατικοποιεί την πετρελαϊκή βιομηχανία το 1992 και μια νέα γενιά από ιδιωτικές πετρελαϊκές εταιρείες γεννήθηκε. Αλλά το πετρέλαιο στο έδαφος της Ρωσίας εξακολουθεί να ανήκει στη Μόσχα, όπως και το δίκτυο των αγωγών πετρελαίου. Το κράτος εξακολουθεί να ελέγχει τα σύνορα και τα τελωνεία. Διατήρησε την εξουσία, αν όχι πάντα και τον πραγματικό έλεγχο, για να ρυθμίζει τις εξαγωγές, κυρίως του αργού πετρελαίου. Έτσι, παρά τη φαινομενική απελευθέρωσή της, η πετρελαϊκή βιομηχανία παρέμεινε μπλεγμένη σε ένα σύστημα ελέγχου μιας κυβέρνησης που, μολονότι η μισή ήταν σε κωματώδη κατάσταση στη δεκαετία του 1990, θα μπορούσε να αναβιώσει ουσιαστικά σε μια στιγμή.

Παρ' όλα αυτά, οι ιδιωτικοποιήσεις, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου εκείνη την εποχή, είχαν αποτέλεσμα. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να αυξάνεται ξανά το 1999 και από το 2002 αυξανόταν σχεδόν κατά 10% ετησίως, φαινομενικά χωρίς ορατό τέλος. Το 2002, οι πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες εταιρείες πετρελαίου αντιπροσώπευαν πάνω από το 83% της ρωσικής παραγωγής πετρελαίου. Δύο νέοι ηγέτες της βιομηχανίας, η Yukos και η Sibneft, κάτω από την ηγεσία δύο αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών, του Μιχαήλ Χοντορκόφκι και του Ρομάν Αμπράμοβιτς, εφάρμοσαν μεθόδους παραγωγής και τεχνικές διαχείρισης - κυρίως, υδραυλική διάρρηξη και οριζόντιες γεωτρήσεις – που δεν είχαν εφαρμοστεί ποτέ πριν στη Ρωσία. Άλλες ιδιωτικές εταιρείες πετρελαίου ακολούθησαν από κοντά και οι επενδυτές εκτόξευσαν τις μετοχές τους στα Δυτικά χρηματιστήρια.

Ο Πούτιν, όταν εξελέγη πρόεδρος το 2000, αρχικά ακουγόταν σαν ένας κλασικός οικονομικός φιλελεύθερος, υπέρμαχος του καπιταλισμού και της οικονομικής μεταρρύθμισης. Φάνηκε να έχει βρει ένα modus vivendi με τους ολιγάρχες του ιδιωτικού τομέα των ετών Γιέλτσιν, με βάση την αρχή της αμοιβαίας μη παρεμβολής. Οι ξένες εταιρείες πετρελαίου έγιναν όλο και πιο ενεργές στη Ρωσία και η νέα ρωσική βιομηχανία πετρελαίου ξεκίνησε φιλόδοξα σχέδια για επενδύσεις στην Κασπία Θάλασσα, σε έναν αγωγό στην Κίνα, σε διυλιστήρια στην Ευρώπη καθώς και σε μια σημαντική νέα γραμμή τροφοδοσίας στη Βόρεια Αμερική. Σε πολλούς παρατηρητές εκείνη τη χρονική στιγμή, φάνηκε ότι η νίκη του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς στη Ρωσία ήταν πλήρης.

Αλλά, καθώς οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονταν όλη τη δεκαετία, οι νέες πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας έγιναν το ακαταμάχητο βραβείο για ένα όλο και πιο ισχυρό κράτος. Πίσω από την εμφανή κυριαρχία των ιδιωτικών εταιρειών, μια ανανεωμένη κρατική εταιρεία πετρελαίου, η Rosneft, κέρδιζε γρήγορα δύναμη. Η ρωσική κυβέρνηση, οπλισμένη με καινούργια ισχυρή φορολογική νομοθεσία, κατοχύρωνε ήδη ένα αυξανόμενο μερίδιο από τα κέρδη των ιδιωτικών επιχειρήσεων και θα πήγαινε για να πάρει πολύ περισσότερο. Η αντίσταση του Χοντορκόφσκι στην επαναβεβαίωση της εξουσίας του κράτους τον έφερε σε πικρή σύγκρουση με τον Πούτιν (ειδικά όταν οι πολιτικές φιλοδοξίες του Χοντορκόφσκι έγιναν σαφείς) και το 2003 ο Χοντορκόφσκι συνελήφθη με την κατηγορία της φοροδιαφυγής και η κυβέρνηση άρχισε την εθνικοποίηση της Yukos. Στον απόηχο της υπόθεσης Yukos, η διψήφια αύξηση της ρωσικής παραγωγής πετρελαίου υποχώρησε σύντομα. Από τα μέσα της δεκαετίας, ο ιδιωτικός τομέας είχε περικοπεί, οι ιδιώτες είχαν ταπεινωθεί, η απογείωση του πετρελαίου είχε τελειώσει - και το κράτος είχε επιστρέψει.

Ακόμα κι έτσι, η παραγωγή πετρελαίου συνέχισε να αυξάνεται, αν και πιο αργά από ό, τι πριν, και για έναν χρόνο το ρωσικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα φάνηκε να έχει φτάσει σε ένα σταθερό σημείο ισορροπίας. Στη συνέχεια, όμως, ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008 και η ύφεση που ακολούθησε. Οι τιμές του πετρελαίου παγκοσμίως μειώθηκαν απότομα και, το 2009, το ΑΕΠ της Ρωσίας μειώθηκε κατά 7,8% - η πλέον απότομη πτώση από οποιαδήποτε άλλη σημαντική οικονομία. Οι εταιρείες πετρελαίου περιέκοψαν τις δαπάνες τους και, το 2008, η ρωσική παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε για πρώτη φορά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ

Στα χρόνια από την αρχή της κρίσης, η συνολική παραγωγή πετρελαίου έχει ανακάμψει, αλλά τα σημάδια του προβλήματος βρίσκονται παντού. Η ρωσική παραγωγή πετρελαίου βρίσκεται σε καλό δρόμο για να αυξηθεί φέτος κατά περίπου 1%, αλλά μόνο αφότου απογειώθηκαν οι κεφαλαιακές δαπάνες. Οι επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 34% το 2011 στο επίπεδο ρεκόρ των 31 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θα μπορούσαν να φθάσουν ως τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια το τρέχον έτος. Παρά τις προσπάθειες του κλάδου, ο δυτικός πυρήνας της Σιβηρίας έχει εισέλθει σε μια μακροχρόνια ύφεση. Αν η συνολική παραγωγή εξακολουθεί να αυξάνεται, αυξάνεται μόνο χάρη σε μια χούφτα νέων πεδίων, που βρίσκονται κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές της Ανατολικής Σιβηρίας, όπου η παραγωγή είναι πιο ακριβή. Το υπουργείο Ενέργειας έχει προειδοποιήσει την ηγεσία της Ρωσίας ότι, αν ακολουθηθεί αυτή η πορεία, η παραγωγή πετρελαίου θα μπορούσε κάλλιστα να μπει σε ύφεση από το 2020.

Για να αποφευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, η βιομηχανία θα πρέπει να ψάξει πέρα από την περίμετρο της σοβιετικής εποχής για νέες πηγές πετρελαίου: υπεράκτια στην Αρκτική, στην απομακρυσμένη έρημο στην ανατολική Σιβηρία καθώς και βαθύτερα στην δυτική Σιβηρία. Τα πεδία σε αυτά τα μέρη είναι ποικιλοτρόπως βαθύτερα, πιο ζεστά (ή κρύα), σε υψηλότερη πίεση, υψηλότερη περιεκτικότητα σε θείο, πιο απομακρυσμένα ή πιο πολύπλοκα γεωλογικά από ό, τι όσα αξιοποιούνται σήμερα στη Ρωσία. Γι' αυτό θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος και περισσότερα χρήματα για την εξαγωγή πετρελαίου από αυτά.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η βιομηχανία πετρελαίου της Ρωσίας έχει αργήσει να αντικαταστήσει τις αναποτελεσματικές πρακτικές της εποχής της κατευθυνόμενης οικονομίας με πιο σύγχρονες δομές διαχείρισης και τεχνικές. Αν και η υδραυλική διάρρηξη και οι οριζόντιες γεωτρήσεις έχουν γίνει συνήθεις μέχρι τώρα σε όλη τη ρωσική βιομηχανία, η παγκόσμια τεχνολογία του πετρελαίου έχει έκτοτε προχωρήσει και οι ρωσικές εταιρείες πετρελαίου δεν έχουν ακόμη ακολουθήσει. Ειδικότερα, οι ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν περιορισμένη εμπειρία στα υπεράκτια κοιτάσματα της Αρκτικής, τα οποία θα παρέχουν πιθανόν ένα μεγάλο μέρος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Ρωσίας στο μέλλον.

Ο βασικός λόγος για την αποτυχία της βιομηχανίας να εξελιχθεί είναι απλός: εφόσον τα πεδία που κληρονομήθηκαν από την προηγούμενη εποχή συνεχίζουν να παράγουν, οι εταιρείες δεν βλέπουν λόγο για αλλαγές. Επιπλέον, η υψηλής φορολογική επιβάρυνση και οι περιοριστικές ρυθμίσεις έχουν αφήσει στις επιχειρήσεις - τόσο τις κρατικές όσο και τις ιδιωτικές - ελάχιστα κίνητρα για να επενδύσουν σε νέα τεχνολογία ή να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους. Και χωρίς πρόοδο σε αυτά τα μέτωπα, τα έξοδα θα συνεχίσουν να αυξάνονται αμείλικτα. Υψηλότερο κόστος θα σημαίνει χαμηλότερα κέρδη και, τελικά, μειωμένα έσοδα για το κράτος.

Με άλλα λόγια, η κύρια πηγή εισοδημάτων του ρωσικού κράτους βρίσκεται σε κίνδυνο, ακόμη και αν η εξάρτησή του από αυτήν συνεχίζει να αυξάνεται. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (η τιμή του οποίου είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με το πετρέλαιο) μαζί αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% του ΑΕΠ της Ρωσίας, και από το 2000 η σταθερή άνοδος των τιμών επηρέασε περίπου το ήμισυ του ΑΕΠ της Ρωσίας. Σήμερα, το πετρέλαιο παρέχει σχεδόν το 40% των φορολογικών εσόδων της κυβέρνησης. Έτσι, η ρωσική οικονομία και το κράτος είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε οποιαδήποτε μείωση των κερδών του πετρελαϊκού τομέα.

Η πίεση θα είναι ιδιαίτερα σοβαρή στην περίπτωση μιας μείωσης των τιμών του πετρελαίου. Οι τιμές του πετρελαίου έχουν ξανανέβει σε επίπεδα ρεκόρ και είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι θα παραμείνουν εκεί. Η αύξηση της ζήτησης από την Ασία και τη Μέση Ανατολή, η συνεχής αύξηση του κόστους για την εξεύρεση και την παραγωγή πετρελαίου και η αυξανόμενη αστάθεια στις περιοχές όπου παράγεται το πετρέλαιο (όπως η Μέση Ανατολή και η Αφρική), θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεχίσουν να ωθούν τις τιμές του πετρελαίου πιο ψηλά. Αλλά δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς και το αντίθετο σενάριο. Στη Βόρεια Αμερική, η παραγωγή φυσικού αερίου που βρέθηκε σε υπόγειες λεκάνες σχιστόλιθου και του «στριμωγμένου πετρελαίου» (tight oil) το οποίο είναι παγιδευμένο σε συμπαγείς βράχους, κατέστη δυνατή με νέες τεχνολογίες, ανεβάζει δε ταχύτητα με εκπληκτικό ρυθμό, ξεπερνώντας κατά πολύ όλες τις προβλέψεις. Καθώς οι καινοτόμες τεχνικές για την παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου και «στριμωγμένου πετρελαίου» εξαπλώνονται στον υπόλοιπο κόσμο, αλλάζουν δραματικά τις προοπτικές για την παραγωγή ενέργειας. Η παγκόσμια οικονομία μπορεί να σταθεί πλέον στο κατώφλι μιας νέας εποχής πιο άφθονων υδρογονανθράκων, ενδεχομένως σε χαμηλότερες τιμές.

Κανονικά, θα περίμενε κανείς ότι οι άφθονες ποσότητες και οι χαμηλότερες τιμές θα τόνωναν την κατανάλωση αλλά ίσως αυτό δεν ισχύσει για την ζήτηση πετρελαίου στο μέλλον. Οι σημερινές υψηλές τιμές έχουν επηρεάσει την ζήτηση τόσο πολύ που οι επιπτώσεις θα είναι αισθητές για μεγάλο χρονικό διάστημα (όπως ακριβώς ήταν για δύο δεκαετίες μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970). Η χρήση πετρελαίου έχει ήδη κορυφωθεί στον βιομηχανοποιημένο κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν τω μεταξύ, η οικονομική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σε πολλές από τις χώρες των αναδυομένων αγορών, ιδιαίτερα στην Κίνα και την Ινδία, προκαλώντας επίσης επιβράδυνση της αύξησης της ζήτησης πετρελαίου. Τέλος, κάποιο ποσοστό από την δυνητική αύξηση της ζήτησης πετρελαίου θα αναπληρωθεί από το φυσικό αέριο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να συνδυαστούν για να συγκρατήσουν την ζήτηση πετρελαίου και να κρατήσουν σε λογαριασμό τις τιμές του πετρελαίου.

Για την ώρα, οι παράγοντες που ωθούν υψηλότερα τις τιμές εξακολουθούν να είναι κυρίαρχοι. Αλλά εκείνοι που θα συμπιέσουν τις τιμές τελικά γίνονται όλο και ισχυρότεροι και η πιθανότητα ενός μακροπρόθεσμου περιβάλλοντος μειωμένων τιμών πετρελαίου αυξάνεται. Ωστόσο, ακόμη και αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, ο συνδυασμός της αύξησης του κόστους του πετρελαίου, των χαμηλότερων κερδών και μιας χαμηλότερης φορολόγησης θέτει ολόκληρο το σύστημα της αναδιανομής του ρωσικού πετρελαϊκού πλούτου σε κίνδυνο.

ΣΧΕΔΙΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ

Πολλοί στην άρχουσα τάξη της Ρωσίας συνειδητοποιούν ότι το πρόβλημα βρίσκεται μπροστά. Από το κραχ του 2008, έχει ξεκινήσει μια αξιόλογη συζήτηση σχετικά με τους κινδύνους της εξάρτησης από τους φυσικούς πόρους - μία από αυτές τις περιοδικές ενδοσκοπήσεις για τις οποίες οι Ρώσοι είναι περιβόητοι. Όμως, αν και ο στόχος είναι σαφής, δεν υπάρχει συναίνεση για το πώς να τον πετύχουν. Αντ' αυτού, υπάρχουν τρία ανταγωνιστικά σχέδια για να ξεφύγουν από την πετρελαϊκή εξάρτηση: ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσω της υψηλής τεχνολογίας που υποστηρίζεται από τον Ρώσο πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ένα μοντέλο μεταρρύθμισης της αγοράς που το υπερασπίζεται ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, Κουντρίν, και το αγαπημένο σχέδιο του Πούτιν για τη διατήρηση του ισχυρού ρόλου του κράτους όπως σήμερα.

Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που διετέλεσε πρόεδρος, ο Μεντβέντεφ πρότεινε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικού εκσυγχρονισμού και διαφοροποίησης, που έφθασε ως την έκκληση για μια αλλαγή κατεύθυνσης από τις πολιτικές της προηγούμενης δεκαετίας. «Για αιώνες», δήλωσε το 2010, «έχουμε στείλει τις πρώτες ύλες μας στο εξωτερικό και εισάγουμε όλα τα “έξυπνα” προϊόντα». Η κατάσταση αυτή έχει αποθαρρύνει βαθιά τους επίδοξους νεωτεριστές και τους επιχειρηματίες. Ένας από τους υποστηρικτές του Μεντβέντεφ, ο Andrei Klepach, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, περιγράφει την κατάσταση ακόμα πιο καυστικά: «Η Ρωσία», είπε, έχει γίνει «μια χώρα που εξάγει πετρέλαιο, κορίτσια και μελλοντικούς βραβευμένους με Νόμπελ».

Το πρόγραμμα Μεντβέντεφ προχώρησε επικεντρωμένο στην καινοτομία υψηλής τεχνολογίας, στους υπολογιστές, τη νανοτεχνολογία, την προηγμένη ιατρική, την πυρηνική ενέργεια και το διάστημα. Αντλώντας έμπνευση από την Silicon Valley, ανακοίνωσε σχέδια για ένα νέο κέντρο καινοτομίας που ονόμασε Skolkovo. Άνοιξε ακόμη και έναν λογαριασμό στο Twitter για να σηματοδοτήσει τη νέα κατεύθυνση. Η ενέργεια έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πρόγραμμά του, αλλά το επίκεντρο δεν ήταν στην αύξηση της προσφοράς, αλλά στον περιορισμό της κατανάλωσης με το να γίνει η χώρα ενεργειακά πιο αποδοτική. Εν τω μεταξύ, ο Μεντβέντεφ και οι υποστηρικτές του ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση πρέπει να επενδύσει τα έσοδα από το πετρέλαιο στην υψηλή τεχνολογία και όσο το δυνατόν λιγότερα πάλι στον πετρελαϊκό τομέα. Για πολλούς Ρώσους, ωστόσο, το πρόγραμμα του Μεντβέντεφ, στη φιλοδοξία και την ευρύτητά του, θύμιζε ανησυχητικά τα σοβιετικά πενταετή σχέδια. Επρόκειτο για την ίδια εκ βάθρων εκσυγχρονιστική πολιτική με άνωθεν εντολή, την ίδια επιθυμία να ξεπεραστούν δεκαετίες υστέρησης με ένα γιγαντιαίο άλμα.

Αντίθετα, το όραμα που προωθεί ο Κουντρίν - του οποίου οι πολιτικές έκαναν πολλά για να κρατηθεί σε λογαριασμό η ρωσική οικονομία - σηματοδοτεί μια επιστροφή στην ατζέντα μιας μεταρρύθμισης προσανατολισμένης προς την αγορά. Κατά την άποψή του, οι κρατικοί προϋπολογισμοί έχουν εκτοξευθεί εκτός ελέγχου, και οι ημέρες της ταχέως αυξανόμενης παραγωγής πετρελαίου και των υψηλών τιμών πετρελαίου φτάνει στο τέλος της. Ο Κουντρίν επέκρινε ανοιχτά το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Μεντβέντεφ και τα σχέδια του Κρεμλίνου για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Επεφύλαξε ειδική οργή για τον στόχο του Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης να χρηματοδοτήσει τον εκσυγχρονισμό της Ρωσίας μέσω των ετήσιων ελλειμμάτων. Το κράτος θα πρέπει να προσπαθήσει να δημιουργήσει το καλύτερο δυνατό επενδυτικό κλίμα, υποστήριξε ο Κουντρίν, και να σταματήσει να προσπαθεί να διοχετεύσει τις επενδύσεις μέσω των μεγάλων κρατικών εταιρειών, δεδομένου ότι αυτές θρέφουν την διαφθορά και οδηγούν σε φυγή κεφαλαίων. Μόνο αν ο πληθωρισμός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, το νόμισμα παραμένει σταθερό και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας προστατεύονται, τότε οι επιχειρηματίες θα έχουν ένα κίνητρο για να αναλάβουν ρίσκα και να επενδύσουν στη Ρωσία. Με πολλούς τρόπους, η φόρμουλα του Κουντρίν αντιπροσωπεύει μια αναβίωση του προγράμματος που ο Πούτιν εμφανίστηκε να υποστηρίζει κατά την πρώτη θητεία του. Αλλά το 2011, μη βρίσκοντας καμία υποστήριξη στις προτάσεις του, ο Κουντρίν παραιτήθηκε από την κυβέρνηση.

Το όραμα του Πούτιν δεν διαφέρει από εκείνα του Μεντβέντεφ και του Κουντρίν τόσο πολύ στους στόχους, όσο στα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για να πετύχει. Για τον Πούτιν, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο παραμένουν η μόνη ρεαλιστική πηγή κεφαλαίων για την ανάπτυξη της Ρωσίας και ο καλύτερος τρόπος για τη βελτίωση των επιδόσεων του κλάδου είναι να διατηρηθεί ο ισχυρός κρατικός έλεγχος. Βλέπει το πετρέλαιο ως ακόμη άφθονο στη Ρωσία και υποστηρίζει ότι αν η παραγωγή φαίνεται μικρή, τότε οι εταιρείες θα πρέπει απλώς να δουλέψουν σκληρότερα. Στην αντίληψή του, η πίστη των ιδιωτικών εταιρειών πετρελαίου δεν θα πρέπει να κατευθύνεται προς τους μετόχους τους αλλά προς το κράτος. Στην πραγματικότητα, το προτιμώμενο όχημα του Πούτιν για την εύρεση, την παραγωγή και την μεταφορά πετρελαίου είναι μια μεγάλη κρατική εταιρεία που εξάγει κυρίως προϊόντα διύλισης, παρά αργό πετρέλαιο. Κατά την άποψή του, το κράτος παραμένει η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης και της προόδου. Η δουλειά της βιομηχανίας πετρελαίου είναι απλά να του παρέχει τα καύσιμα.

Ο Πούτιν καταγγέλλει την εξάρτηση της Ρωσίας από το πετρέλαιο, όπως ακριβώς έκαναν και ο Μεντβέντεφ και ο Κουντρίν. Αλλά η άποψή του μετριάζεται από την πεποίθηση ότι το πετρέλαιο μπορεί να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο τις επόμενες δεκαετίες, όχι μόνο ως πηγή εσόδων αλλά και ως μέσο περιφερειακής ανάπτυξης εγχωρίως και γεωπολιτικής επιρροής στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με τον Μεντβέντεφ και την ομάδα του, ο Πούτιν εγκωμιάζει τη βιομηχανία πετρελαίου ως μια πιθανή τεχνολογική ηγέτιδα, αν και για τον ίδιο, παίρνει τη δεύτερη θέση από υποτιθέμενες πιο προηγμένες βιομηχανίες, όπως εκείνες του στρατιωτικού τομέα. Όπως το βλέπει, το κράτος θα πρέπει να συνεχίσει να διοχετεύει έσοδα από το πετρέλαιο στην υποστήριξη άλλων στρατηγικών τομέων.

Χαρακτηριστικά, ο Πούτιν προσπάθησε να πιέσει τις ρωσικές εταιρείες πετρελαίου να εξελιχθούν μέσα από έναν συνδυασμό προτροπών και διοικητικής πίεσης, μαζί με μια ποικιλία από ad hoc φορολογικές ελαφρύνσεις. Έχει ενθαρρύνει την Rosneft, τώρα υπό την ηγεσία του επί μακρόν συνεργάτη του Ιγκόρ Σέτσιν, να συνάψει μια σειρά από συμμαχίες με μεγάλες ξένες πετρελαϊκές εταιρείες ώστε να αναπτύξει τις δεξιότητες της Ρωσίας στην εξερεύνηση της Αρκτικής και της υπεράκτιας παραγωγής. Αυτές οι εταιρικές σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα σημαντικό νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μεταξύ των ρωσικών εταιρειών πετρελαίου και της παγκόσμιας βιομηχανίας πετρελαίου. Η ισχυρή υποστήριξη του Πούτιν και του Σέτσιν σε αυτά δείχνουν ότι κατανοούν τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και ανταποκρίνονται σε αυτό - αλλά ουσιαστικά με την ίδια κρατική καθοδήγηση την οποία έχουν υποστηρίξει κατά το παρελθόν.

Μέχρι στιγμής, καθώς ο Πούτιν αρχίζει την τρίτη θητεία του ως πρόεδρος, το όραμά του δεσπόζει. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, μάλιστα, ότι με τον υποβιβασμό του Μεντβέντεφ στην πρωθυπουργία και την αναχώρηση του Κουντρίν από την κυβέρνηση, οι απόψεις τους έχουν χάσει εντελώς την όποια επιρροή είχαν. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, και οι τρεις παραμένουν με ισχυρή παρουσία και η πραγματική κατεύθυνση της πολιτικής είναι πιθανό να αντανακλά έναν συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Παρά τις εμφανείς διαφορές τους, τα οράματα και των τριών είναι αισιόδοξα σχετικά με την ικανότητα της Ρωσίας να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια οικονομία ως ένας κορυφαίος παραγωγός προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας. Αλλά αυτό, για να τεθεί ήπια, είναι ένα γενναίο στοίχημα, ανεξάρτητα από το ποιανού το όραμα θα επικρατήσει. Η Ρωσία, με το μειωμένο ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιό της, θα πιεστεί σκληρά για να συμβαδίσει με τις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας και την ώριμη οικονομία της γνώσης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες συνεχίζουν να οδηγούν τον κόσμο στον τομέα της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Για το άμεσο μέλλον, οι υδρογονάνθρακες θα παραμείνουν το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας.

Η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Παρά το γεγονός ότι ο Πούτιν κατάφερε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές με ευκολία αυτή τη φορά, το 2018, όταν μπορεί να κατεβεί ως υποψήφιος για άλλη μια φορά, δεν θα είναι τόσο εύκολο. Μέχρι τότε, ο Πούτιν θα έχει μείνει πρόεδρος για 14 χρόνια και de facto επικεφαλής της χώρας για σχεδόν 19. Η αντιπολίτευση θα έχει οργανωθεί καλύτερα και με δεδομένη τη ραγδαία εξάπλωση του Internet και της κοινωνικής δικτύωσης στη Ρωσία, θα έχει αποκτήσει δύναμη και βάθος έξω από την πρωτεύουσα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, μια ολόκληρη μετασοβιετική γενιά θα έχει ωριμάσει. Νέοι ηγέτες θα έχουν προκύψει, ενδεχομένως, από περιοχές έξω από τη Μόσχα, όπου η πολιτική ζωή έχει ξυπνήσει. Η αντιπολίτευση θα βρει αυξημένη υποστήριξη από έναν πληθυσμό που θα νιώθει ακόμα πιο αποξενωμένος καθώς θα αντιλαμβάνεται περισσότερο από όσο σήμερα τις υπερβολές των ευνοημένων ελίτ. Όποια και αν είναι τα σημάδια της φθοράς που δείχνει σήμερα το καθεστώς, θα είναι ακόμη πιο σοβαρά στο τέλος της δεκαετίας.

Παρόλα αυτά, εφ' όσον το Κρεμλίνο είναι σε θέση να διατηρήσει την πίστη των επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ και να συνεχίσει τη λειτουργία του συστήματος πρόνοιας από το οποίο εξαρτάται η πλειοψηφία του πληθυσμού, το καθεστώς είναι πιθανό να παραμείνει σταθερό. Αλλά, κάποια στιγμή στην επόμενη δεκαετία – ακριβώς όταν θα είναι αδύνατο να προβλεφθεί, επειδή εξαρτάται από πάρα πολλές μεταβλητές – το κράτος θα μπορούσε να δει τα έσοδα από το πετρέλαιο να μειώνονται, ακόμη και όταν η εξάρτησή του από αυτά θα μεγαλώνει. Ακόμα κι αν οι τιμές του πετρελαίου παγκοσμίως παραμείνουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα, ο προϋπολογισμός της Ρωσίας και τα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου θα συρρικνωθούν και η παλίρροια των χρημάτων που επέτρεψε στο Κρεμλίνο να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες προσδοκίες όλων την τελευταία δεκαετία, θα εξαφανιστεί. Τότε, και μόνο τότε, οι προϋποθέσεις για το τέλος της εποχής Πούτιν θα είναι παρούσες.

Σε εκείνο το σημείο, η Ρωσία δεν θα βυθιστεί απαραίτητα στην κρίση μέσα σε μια νύχτα. Χάρη σε μια δεκαετία συνετής δημοσιονομικής και νομισματικής διαχείρισης - σε μεγάλο βαθμό έργο του Κουντρίν - η κυβέρνηση θα έχει πιθανώς άφθονο περιθώριο για να δανειστεί. Το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας είναι σήμερα στο πολύ χαμηλό 15% του ΑΕΠ. Το ρούβλι θα μπορούσε να αφεθεί να υποτιμηθεί, κάτι το οποίο θα περιορίσει τις εισαγωγές και θα κάνει τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές. Η Ρωσία θα μπορούσε να ξοδέψει από τα συναλλαγματικά της αποθέματα, τα οποία κατατάσσονται σήμερα ως τα τρίτα μεγαλύτερα στον κόσμο. Ωστόσο, αυτά είναι μόνο προσωρινές λύσεις. Σημαντικά προγράμματα δαπανών θα πρέπει να περικοπούν, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικά ευαίσθητων, όπως οι συντάξεις και οι ενισχύσεις. Τα κρατικά κεφάλαια για τις κακές ημέρες θα εξαντληθούν. Ο πληθωρισμός θα ροκανίσει τις αποταμιεύσεις του πληθυσμού. Η υπόσχεση της αυξανόμενης ευημερίας, η οποία έχει διατηρήσει την δημοτικότητα και την νομιμοποίηση του ισχύοντος καθεστώτος για τόσο πολύ καιρό, θα διαβρωθεί.

Εν μέσω όλων αυτών, το κράτος θα οδηγηθεί τελικά να αντιμετωπίσει μετωπικά την δύσκολη επιλογή που έχει για καιρό αποφύγει: αν θα μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλει στη βιομηχανία πετρελαίου έτσι ώστε να μπορέσει η βιομηχανία να επενδύσει στην επόμενη γενιά πεδίων και τεχνολογιών. Αυτό που το κράτος ήταν απρόθυμο να κάνει περισσότερο από οριακά στο παρελθόν, θα αναγκαστεί να το κάνει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα στο μέλλον, όταν δεν θα απολαμβάνει πλέον άνετα πλεονάσματα. Με ετούτον και με άλλους τρόπους, η πολιτική της επέκτασης της πίτας θα δώσει τη θέση της στην πολύ πιο επώδυνη πολιτική της συρρίκνωσης.

Μπορεί να φανταστεί κανείς δύο τρόπους με τους οποίους η Ρωσία θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτή την κρίση. Ο πρώτος τρόπος θα ήταν αντιπαραγωγικός. Μέχρι τώρα, τα κέρδη του πετρελαίου διανέμονταν σε τρεις κύριες ομάδες: τους μετόχους, τους καταναλωτές και το κράτος. Καθώς η ροή των κερδών μειώνεται, ο πειρασμός θα αυξηθεί για το κράτος ώστε να αποσπάσει μερίδιο από τους υπόλοιπους ιδιώτες και το αποτέλεσμα θα είναι μια εκστρατεία εθνικοποιήσεων. Αν αυτό όντως συμβεί, οι ομάδες συμφερόντων στην παρούσα δομή της εξουσίας - οι αντίπαλες υπηρεσίες ασφαλείας, οι διάφορες γενιές ολιγαρχών και ούτω καθεξής - θα πολεμήσουν ο ένας με τον άλλον πάνω από τα λάφυρα και ένα αποδυναμωμένο Κρεμλίνο θα τα βρει σκούρα για να διατηρήσει την τάξη. Παρά τη μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο, οι πολιτικοί θα εξακολουθήσουν να διστάζουν να περικόψουν τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας στον πληθυσμό, προκαλώντας αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Με τους φόρους ακόμα απαγορευτικά υψηλούς, οι πετρελαϊκές εταιρείες, παρά το γεγονός ότι θα είναι όλο και περισσότερο κρατικές, θα ανταποκριθούν με περικοπή των επενδύσεων, κάτι που οδηγεί σε μείωση της παραγωγής. Το αποτέλεσμα θα είναι ένας φαύλος κύκλος, καθώς τα έσοδα θα συρρικνωθούν περαιτέρω και το κράτος θα βυθιστεί πιο βαθιά στο χρέος.

Αλλά οι ηγέτες της Ρωσίας θα μπορούσαν να ακολουθήσουν έναν δεύτερο, πιο εποικοδομητικό τρόπο. Το κράτος θα πρέπει να μειώσει την εξάρτησή του από τα πετρελαϊκά έσοδα. Αυτό θα σήμαινε την υιοθέτηση των κύριων κατευθύνσεων του προγράμματος του Κουντρίν: τη μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, περικοπές των επιδοτήσεων για τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις φθίνουσες βιομηχανίες, περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες και γενικότερα αποκατάσταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Εν τω μεταξύ, το κράτος θα πρέπει να αυτοσυγκρατείται από σπάταλες ad hoc φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις σε κρατικούς οργανισμούς και να τις αντικαταστήσει με ένα σύγχρονο και προβλέψιμο σύστημα με βάση τη φορολογία επί των κερδών. Επίσης, θα πρέπει να βελτιωθούν το ρυθμιστικό και το νομικό σύστημα και να προωθηθούν αλλαγές στην ίδια την δομή της βιομηχανίας πετρελαίου, έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα που θα επιφέρουν την αναγέννησή της. Αυτός ο συνδυασμός δημοσιονομικής και βιομηχανικής μεταρρύθμισης είναι ζωτικής σημασίας. Η Ρωσία δεν θα είναι σε θέση να διαχειριστεί την επερχόμενη κρίση αν δεν διορθώσει τόσο την εξάρτησή της από το πετρέλαιο όσο και την ασθμαίνουσα πετρελαϊκή βιομηχανία της.

Μερικοί από τους γνώστες του ενεργειακού τομέα της χώρας βλέπουν όμως και μια άλλη διέξοδο. Τον τελευταίο καιρό, ειδήσεις από την επιταχυνόμενη επανάσταση στην παραγωγή «στριμωγμένου πετρελαίου» στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταλάβει θυελλωδώς τον τομέα πετρελαίου της Ρωσίας. Η έκπληξη από την μεταστροφή της παραγωγής πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ξαφνικά αυξήσει τις ελπίδες ότι η ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία θα μπορούσε να επιτύχει, με κατ' ουσίαν τα ίδια μέσα και με εξίσου σύντομο τρόπο, μια αναβίωση των πεδίων της δυτικής Σιβηρίας και μια νέα παράταση ζωής.

Αυτό είναι ένα σαγηνευτικό όραμα, αλλά εξαρτάται από μια μεγάλη παραδοχή: ότι ο ανταγωνισμός, η καινοτομία και η δοκιμή και το λάθος, που έχουν καθοδηγήσει την επανάσταση του «σφιχτού πετρελαίου» στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορούν επίσης να συμβούν και στη Ρωσία. Αλλά αυτά είναι ακριβώς τα στοιχεία που λείπουν ως επί το πλείστον από την ρωσική βιομηχανία πετρελαίου σήμερα και, εκτός κι αν η Ρωσία προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, η δυνατότητα για «στριμωγμένο πετρέλαιο» εκεί θα υπάρξει μόνο εν μέρει και θα υλοποιηθεί σιγά-σιγά.

Θα επιλέξει η Μόσχα τη μεταρρύθμιση; Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η χώρα έχει ανατάξει την οικονομία της, ξαναγράφει τους νόμους της και ξαναμπήκε στον κόσμο. Κατά τη διαδικασία αυτή, ταλαντούχοι και αποφασιστικοί άνθρωποι έβαλαν πολύτιμα θεμέλια για ένα σύγχρονο κράτος. Ταυτόχρονα, το σοβιετικό παρελθόν συνεχίζει να κρατάει στην αρπάγη του και τον πληθυσμό και τους θεσμούς. Η προσπάθεια του Πούτιν να δημιουργήσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «κάθετη εξουσία» - το δικό του σύστημα κεντρικού ελέγχου - αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την πρόοδο και εξέθρεψε την διαφθορά. Αυτή η συνταγή θα οδηγήσει σε αδιέξοδο. Και έτσι, τώρα, η Ρωσία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Όποιο μονοπάτι κι αν επιλέξει, το πετρέλαιο θα είναι ένα κεντρικό μέρος της επιλογής - είτε ως βραβείο σε ένα νέο καταμερισμό των λάφυρων είτε ως καταλύτης για την μεταρρύθμιση.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138363/thane-gustafson/putins-pet...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr