Η Ε.Ε. προς την «ομοσπονδοποίηση» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ε.Ε. προς την «ομοσπονδοποίηση»

Τα διλήμματα της Γηραιάς Ηπείρου
Περίληψη: 

Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεγαλύτερης μεταπολεμικής τραπεζικής κρίσης, η κατάσταση παραμένει αβέβαιη καθώς η κρίση του ευρώ έγινε κρίση της Ευρώπης και η Γηραιά Ήπειρος διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς τον ευρωσκεπτικισμό, τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε την εμπιστοσύνη στον εαυτό της καθώς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την κρίση. Τα κράτη-μέλη από την πλευρά τους εμφανίζονται ανυπεράσπιστα μπροστά στους κερδοσκόπους που προκαταβολικά καταδικάζουν σε αποτυχία κάθε κυβερνητικό μέτρο και πολλαπλασιάζουν τις επιθέσεις τους ενώ οι ευρωπαίοι ηγέτες αντί να αναζητήσουν το νέο όραμα για την Ευρώπη, αγωνίζονται να ορίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα. [1]

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ είναι λέκτορας διεθνών σχέσεων και διεθνούς πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και διδάσκει για το ακαδημαϊκό έτος 2012-13 στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τα τελευταία χρόνια φάνηκε να παραμερίζεται η λογική του αμοιβαίου συμφέροντος πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. [2]

Το κομβικό ερώτημα δεν είναι πλέον αν η Ευρωζώνη είναι σε θέση να αποφύγει έναν φαύλο κύκλο δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών κρίσεων. Η μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ είναι αν η νομισματική ένωση θα βγει ενισχυμένη από την παρούσα κρίση. [3]

Σύμφωνα με τον αναλυτή Mάρτιν Γουλφ των Financial Times, «το θέμα είναι περισσότερο πολιτικό παρά οικονομικό. Είναι εφικτό μια νομισματική ένωση να επιβιώσει από εθνικές χρεοκοπίες. Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα μέλη που μετέχουν σε αυτήν θεωρούν ότι κάτι τέτοιο τα συμφέρει. Η δυσκολία για τις χώρες με πλεονάσματα είναι ότι πρέπει να χρηματοδοτούν εκείνες που έχουν ελλείμματα. Η δυσκολία για τις χώρες με ελλείμματα είναι ότι το να εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη τις φέρνει αντιμέτωπες με νέες κρίσεις χρέους».
Η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την κρίση διακυβέρνησης που υπάρχει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βυθισμένοι στους εθνικούς εγωισμούς τους πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν να ξεχνούν πως χάρις στο ευρώ [4] η ΕΕ γνώρισε δέκα χρόνια ικανοποιητικής ανάπτυξης της τάξεως του 2,1% ετησίως. Το ίδιο διάστημα η απασχόληση αυξήθηκε κατά 15% και οι επενδύσεις κατά 22%, ποσοστό που είναι το μεγαλύτερο από το 1990. Μας το θύμισε ο Ζακ Ντελόρ, υπογραμμίζοντας πως εάν δεν υπήρχε το ευρώ, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετώπιζαν προβλήματα είτε εξαιτίας των ελλειμμάτων τους είτε λόγω του ιδιωτικού χρέους τους είτε των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζαν στην εσωτερική τους πολιτική.

Το ευρώ δεν κατάφερε να απογειώσει την ευρωπαϊκή οικονομία εξαιτίας ενός δομικού λάθους: δεν υιοθετήθηκε το σύμφωνο συντονισμού των οικονομιών που είχε προτείνει ο Ντελόρ την περίοδο 1997-98. Σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το σύμφωνο αυτό θα είχε επιταχύνει την ανάπτυξη και θα είχε επιτρέψει την πρόληψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν σήμερα κάποιες χώρες. [5]

Σήμερα, η ΕΕ βρίσκεται παγιδευμένη σε μια αντιφατική κατάσταση, έχοντας τη δυνατότητα να χαράξει κοινή νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη αλλά δίχως να μπορεί, ταυτόχρονα, να συντονίσει την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της. Είναι προφανές ότι η συνεχιζόμενη εφαρμογή αντικρουόμενων στρατηγικών μεταξύ των «27» δεν μπορεί να διαιωνιστεί σε μια ενιαία αγορά με κοινό νόμισμα. Η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον ενός μεγάλου διλήμματος στην ιστορία της. Είναι αντιμέτωπη με τρεις επιλογές, όπως υποστηρίζει ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Φελίπε Γκονζάλες:

• Να συνεχίσει να ενεργεί όπως παλιά, αντιμέτωπη με ανεξέλεγκτες καταιγίδες από τη μία ημέρα στην άλλη, οι οποίες θα κλιμακώνονται από συγκρουόμενα, βραχυπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα που προκαλούν εθνικιστικές εντάσεις και κλίμα ευρω-σκεπτικισμού. Οι ευρωπαίοι πολίτες θα στραφούν εναντίον δομικών μεταρρυθμίσεων, θεωρώντας ότι επιβάλλονται από εξωγενείς παράγοντες μόνον για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών.

• Να υποκύψει σε πιέσεις για την επαναφορά της ΕΕ στο καθεστώς μιας ελεύθερης ζώνης εμπορικών συναλλαγών, χωρίς την ύπαρξη κοινού νομίσματος και εσωτερικής αγοράς. Αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει ότι κάθε κράτος-μέλος της Ευρωζώνης θα υιοθετήσει εκ νέου το νόμισμά του και θα καταφύγει στη βραχυπρόθεσμη λύση της υποτίμησης αντί να εφαρμόσει μακροπρόθεσμες πολιτικές για να αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητά του.

• Να χαράξει με αποφασιστικότητα το δρόμο της «ομοσπονδοποίησης» των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Κατά την άποψη του πρώην πρωθυπουργού της Ισπανίας, αυτή είναι η σωστή πορεία για την ΕΕ και την έξοδό της από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ορίζοντας τη δική της τύχη σε μια ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομία. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας δυνάμεων στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, αποκτώντας μια ενιαία φωνή και προτείνοντας τις απαραίτητες αλλαγές ώστε να προσαρμοστούν οι συνθήκες της ΕΕ στα νέα δεδομένα. [6]

Όσο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσπαθεί να προωθήσει αυτό που αποκαλεί «οικονομική διακυβέρνηση»: την πιο αυστηρή καταγραφή των προϋπολογισμών της Ευρωζώνης, αλλά ζητάει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει προειδοποιήσεις ή ακόμη και να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον όσων δεν συμμορφώνονται με τις προσταγές των Βρυξελλών. [7]

Διατυπώνονται διάφορες προτάσεις περί βαθύτερου συντονισμού, όπως για παράδειγμα τα κοινά ευρωομόλογα που θα καλύπτουν τμήμα του χρέους, όπως πρότεινε ο Ζαν -Κλοντ Γιούνγκερ μαζί με τον Ιταλό υπουργό Οικονομικών, Τζούλιο Τρεμόντι [8]. Η πρότασή τους θα μπορούσε να κατευνάσει τις αγορές οι οποίες θέλουν να δουν περισσότερους κοινούς στόχους από πλευράς Ευρωπαίων ηγετών.

Σήμερα, φαίνεται να «βρισκόμαστε αρκετά κοντά σε μια συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης που ξεκίνησε από την Ελλάδα και γρήγορα μετατράπηκε σε κρίση δανεισμού των ευάλωτων χωρών της ευρωζώνης, μια κρίση του ευρώ, κυρίως για όσους δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά την πολιτική επένδυση που είχαν κάνει οι Ευρωπαίοι στο κοινό τους νόμισμα», όπως σημείωνε εύστοχα ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης σε άρθρο του τον Φεβρουάριο του 2011. [9]

Στη σύνοδο των Βρυξελλών της 4ης Φεβρουαρίου 2011, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί παρουσίασαν το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», μια πρωτοβουλία που στοχεύει στη στενότερη διασύνδεση των οικονομικών πολιτικών στην ευρωζώνη. Προτείνει έξι μεταρρυθμίσεις, στις μισές από τις οποίες συγκεντρώθηκαν τα βέλη των εταίρων. Ο πανευρωπαϊκός προσδιορισμός των ορίων συνταξιοδότησης, η κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στους μισθούς και η πρόβλεψη να υπάρχει συνταγματική διάταξη που να απαγορεύει τα υπερβολικά ελλείμματα είναι τα σημεία που προκάλεσαν τις περισσότερες αντιδράσεις χωρών όπως το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία και η Ισπανία. [10]