Το πρόβλημα με την πολιτική Ομπάμα για την Ασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα με την πολιτική Ομπάμα για την Ασία

Γιατί φαίνεται να είναι άσκοπη και αναποτελεσματική
Περίληψη: 

Η κυβέρνηση Ομπάμα απάντησε στον κινεζικό δυναμισμό με ενίσχυση των αμερικανικών στρατιωτικών και διπλωματικών δεσμών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, κερδίζοντας την επιδοκιμασία στο εσωτερικό αλλά και στην περιφέρεια. Όμως η «στροφή» αυτή στηρίζεται σε σοβαρή παρερμηνεία του στόχου. Η Κίνα παραμένει πολύ πιο αδύναμη και βαθιά ανασφαλής σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Για να κάνει το Πεκίνο πιο συνεργάσιμο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εργαστεί ώστε να κατευνάσει τις αγωνίες της Κίνας και όχι να τις εκμεταλλευθεί.

Ο ROBERT S. ROSS είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κολέγιο της Βοστόνης και αντεπιστέλλον μέλος του John King Fairbank Centre για τις κινεζικές σπουδές, στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Έχει γράψει το βιβλίο Chinese Security Policy: Structure, Power, and Politics.

Από τότε που ο Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Ξιαοπίνγκ προχώρησε σε άνοιγμα της οικονομίας της χώρας του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Κίνα κατόρθωσε να δυναμώσει, να πλουτίσει και ν’ αποκτήσει στρατιωτική ισχύ, ενώ παράλληλα συνέχισε να διατηρεί σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια, όταν το Πεκίνο φάνηκε ν’ αλλάζει ρότα και να συμπεριφέρεται με τρόπο που αποξενώνει τους γείτονές του και δημιουργεί καχυποψία στο εξωτερικό. Τον Δεκέμβριο του 2009, για παράδειγμα, το Πεκίνο αρνήθηκε να υποχωρήσει στο πλαίσιο της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα να εξοργίσει τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Κατόπιν, μετά την πώληση αμερικανικών όπλων στην Ταϊβάν τον Ιανουάριο του 2010, η κινεζική κυβέρνηση ανέστειλε για πρώτη φορά συνομιλίες υψηλού επιπέδου με τις ΗΠΑ για θέματα ασφαλείας και εξήγγειλε κυρώσεις χωρίς προηγούμενο για τις αμερικανικές εταιρείες που διατηρούσαν σχέσεις με την Ταϊβάν (αν και δεν είναι βέβαιον ότι οι κυρώσεις προκάλεσαν ουσιαστική ζημιά). Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, το Πεκίνο διαμαρτυρήθηκε με οργή κατά των σχεδίων για διενέργεια κοινής ναυτικής άσκησης ΗΠΑ-Ν. Κορέας στην Κίτρινη Θάλασσα, και τον Σεπτέμβριο κατήγγειλε την Ιαπωνία επειδή συνέλαβε τον πλοίαρχο ενός κινεζικού αλιευτικού που εμβόλισε σκάφος της ιαπωνικής ακτοφυλακής σε αμφισβητούμενα ύδατα. Και για να ολοκληρώσει αυτήν τη σειρά ανησυχητικών επεισοδίων, το Πεκίνο εκδήλωσε υπερβολική εχθρότητα σε βάρος δημοκρατικών χωρών και επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στη Νορβηγία, μετά την απόφαση της αρμόδιας επιτροπής να απονείμει τον Οκτώβριο το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης στον Κινέζο δημοκράτη ακτιβιστή Λιου Σιαομπό. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, η Κίνα κατάφερε να ακυρώσει πολλά από όσα είχε κερδίσει ύστερα από χρόνια συζητήσεων σχετικά με την «ειρηνική άνοδό» της.

Πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν τότε αυτήν την καινοφανή εριστική διάθεση της Κίνας ως ένδειξη της αυξανόμενης αυτοπεποίθησής της. Γράφοντας στην Ουάσιγκτον Ποστ, ο Τζον Πάμφρετ σημείωνε πως το Πεκίνο επεδείκνυε «μια νέα θριαμβευτική στάση». Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η Κίνα βρισκόταν σε ανοδική τροχιά και η ανερχόμενη δύναμή της έπεισε τους ηγέτες της ότι θα είχαν -όπως ποτέ άλλοτε- τη δυνατότητα να διαμορφώνουν την πραγματικότητα στην Ασία. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, το 2010, η κυβέρνηση Ομπάμα εγκαινίασε αυτό που αποκάλεσε «στροφή» προς την Ασία, δηλαδή μια αλλαγή στρατηγικής, με σκοπό την ενίσχυση των αμυντικών δεσμών των ΗΠΑ με χώρες της περιφέρειας και την ανάπτυξη της αμερικανικής ναυτικής παρουσίας εκεί. Το διπλωματικό μέρος της στρατηγικής αυτής αποκαλύφθηκε το 2011, όταν ο υπουργός Άμυνας Λέον Πανέτα επαναβεβαίωσε τους συμμάχους των ΗΠΑ, πολλοί από τους οποίους ανησυχούν για την άνοδο της Κίνας, ότι «οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν για πολύ καιρό την παρουσία τους στον Ειρηνικό». Φέτος, ο ίδιος αξιωματούχος υποσχέθηκε ότι ο αμερικανικός στρατός θα «ενισχύσει τη δύναμή του σ’ αυτήν τη ζωτική περιοχή». Υπό το κράτος της ανησυχίας μήπως η ισχυρή Κίνα αναδειχθεί σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα, ο Λευκός Οίκος αντέδρασε με ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, ώστε ν’ αντισταθμίσει τυχόν σχόλια περί αμερικανικής αδυναμίας.

Ατυχώς, ωστόσο, αυτή η αλλαγή πολιτικής βασίστηκε σε θεμελιώδη παρερμηνεία της πραγματικότητας που επικρατεί στα ηγετικά κλιμάκια της Κίνας. Η σκληρή διπλωματία του Πεκίνου δεν πηγάζει από την εμπιστοσύνη στην ισχύ της χώρας (καθώς οι Κινέζοι ηγέτες έχουν από καιρό καταλάβει ότι ο στρατός τους παραμένει σημαντικά κατώτερος εκείνου των ΗΠΑ), αλλά από βαθιά αίσθηση ανασφάλειας, που προέρχεται από μια σειρά βασανιστικών χρόνων οικονομικής κρίσης και κοινωνικής αναταραχής. Αντιμέτωποι με αυτές τις προκλήσεις και συνειδητοποιώντας ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν είναι πια σε θέση να τους προσφέρει άνετη στήριξη, οι Κινέζοι ηγέτες θέλησαν να διατηρήσουν τη λαϊκή νομιμοποίηση, ικανοποιώντας ένα όλο και πιο εθνικιστικό κοινό, με συμβολική επίδειξη ισχύος.

Αν αντικρύσουμε τη συμπεριφορά της Κίνας υπό αυτό το πρίσμα, οι κίνδυνοι της «στροφής» γίνονται προφανείς. Η νέα αμερικανική πολιτική επιδεινώνει χωρίς λόγο τις ανασφάλειες του Πεκίνου και το μόνο που πετυχαίνει είναι να τροφοδοτήσει την επιθετικότητα της Κίνας, να υπονομεύσει την περιφερειακή σταθερότητα και να περιορίσει τη δυνατότητα συνεργασίας Πεκίνου - Ουάσιγκτον. Αντί, λοιπόν, να υπερεκτιμούν την κινεζική ισχύ και συνακόλουθα να εγκαταλείπουν την μακροχρόνια πολιτικής της διπλωματικής δέσμευσης, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τις υφιστάμενες αδυναμίες της Κίνας και τα δικά τους διαρκή πλεονεκτήματα. Η σωστή πολιτική απέναντι στην Κίνα θα πρέπει να κατευνάζει και όχι να εκμεταλλεύεται τα άγχη του Πεκίνου, ενώ παράλληλα να προστατεύει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.

Ο ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΤΙΓΡΗΣ ΒΡΥΧΑΤΑΙ