Πώς και γιατί η Κύπρος βυθίστηκε στην κρίση
Μια σειρά από ιδεολογικές αγκυλώσεις, λαϊκίστικες πολιτικές προσεγγίσεις και αποφυγή πολιτικού κόστους σε συνδυασμό με την αδυναμία κατανόησης της λειτουργίας της σύγχρονης οικονομίας, οδήγησαν την Κύπρο στο χείλος του οικονομικού γκρεμού. Κι όμως, οι προειδοποιήσεις ήταν πολλές και σαφέστατες.
Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗΣ είναι Αν. Καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
- previous-disabled
- Page 1of 5
- next
«Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;» Αυτό ήταν το ρητορικό ερώτημα του Χαρίλαου Τρικούπη, όταν στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» το άρθρο του «Τις πταίει». Το ερώτημα παραμένει διαχρονικό και μπορεί να τεθεί και στην παρούσα τραγική κατάσταση της κυπριακής οικονομίας. Η Κυβέρνηση Δημήτρη Χριστόφια ανέλαβε την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2008. Το 2007 ήταν ένα έτος με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και αξιόλογους μακροοικονομικούς δείκτες, με μοναδική εξαίρεση το ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Υπήρξε δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1.5%, δημόσιο χρέος κάτω του 60% (εξαιρούμενου του ενδοκυβερνητικού), πληθωρισμός 2.2%, ανεργία μόλις 3.9% και κατά κεφαλή εισόδημα στο 92% του μέσου κοινοτικού όρου σε μονάδες αγοραστικής αξίας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρέμενε σε υψηλά επίπεδα στο 4.4% για το 2007 έναντι 3.8% για το 2006. Πέντε χρόνια μετά, με την λήξη της θητείας του προέδρου Χριστόφια, η κυπριακή οικονομία βρίσκεται στον αναπνευστήρα.
Τα αίτια της κρίσης σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πολιτική αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης από την κυπριακή κυβέρνηση. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2008, ο πρόεδρος Χριστόφιας υποσχέθηκε την διενέργεια επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής μέσω κοινωνικών παροχών, η οποία να ανέρχεται σε τρία δισεκατομμύρια ευρώ κατά την διάρκεια της πενταετούς του θητείας (δηλαδή περί τα 600 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος), ποσοστό αντίστοιχο του 33.5% του κυπριακού ΑΕΠ. Ο νέος πρόεδρος επέκρινε προεκλογικά την απερχόμενη κυβέρνηση Παπαδόπουλου για ακατανόητη έλλειψη «γενναιοδωρίας» σε κοινωνικές παροχές ως προς την οικονομική της πολιτική και αρνήθηκε ότι υπήρχε ανάγκη για συγκράτηση των δαπανών ενόψει της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Δεσμεύθηκε, επίσης, πως δεν θα επιβάλλονταν νέες φορολογίες ως αντιστάθμισμα των παροχών. Η προεκλογική πλειοδοσία σε εξαγγελίες αναμφίβολα υπερέβαινε τις δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας. Αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε την παροχή πασχαλινού επιδόματος συνολικού ύψους περί τα 33 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο θα διδόταν χωρίς σαφή εισοδηματικά κριτήρια.
Εντούτοις, ήδη από τον Απρίλιο 2008, αναλυτές προειδοποιούσαν πως το μικρό μέγεθος και η ανοικτή οικονομία της Κύπρου την καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτη στην διεθνή οικονομική κρίση [1] και καλούσαν για ορθολογική και περιορισμένη χρήση των κρατικών δαπανών και στενή παρακολούθηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Προειδοποιούσαν δε πως η υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών θα μπορούσε να δυναμιτίσει τα θεμέλια της κυπριακής οικονομίας. O αμερικανικός επενδυτικός οίκος Moody’s προειδοποίησε με έκθεσή του, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τους δημοσιονομικούς δείκτες θα οδηγούσε σε χαμηλότερη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρομοίως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας της Κύπρου για τα έτη 2007-2011 υπέδειξε με έμφαση ότι η κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει να συγκρατήσει το δημόσιο χρέος, αναμορφώνοντας ιδιαίτερα το συνταξιοδοτικό σύστημα και προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας.
Η αντίδραση της κυβέρνησης στις προειδοποιήσεις υπήρξε εξ αρχής αμυντική, εστιάζοντας στην πεποίθηση ότι η διεθνής κρίση δεν θα αγγίξει την κυπριακή οικονομία, διότι αυτή στηρίζεται σε στέρεα θεμέλια. Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση υπήρξε οπωσδήποτε οικονομικά ανεδαφική, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η κυπριακή οικονομία στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα, τομέα που εκ φύσεως είναι εξαρτώμενος από τις επιδράσεις των διεθνών αγορών. Από το πρώτο τετράμηνο του 2008 παρατηρήθηκε ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθωρισμού λόγω των εξωτερικών δυσμενών επιδράσεων, αλλά και της ανυπαρξίας σοβαρής κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Σημάδια φανέρωναν μείωση των εσόδων από τον τουρισμό, τα οποία κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Μαϊου 2008 σημείωσαν μείωση 5.7% συγκριτικά προς την αντίστοιχη περίοδο του 2007 και αυτό παρά το γεγονός ότι υπήρχε σημαντική αύξηση στον αριθμό των τουριστών, γεγονός που φανέρωνε μια φθίνουσα μεταβολή τής κατά κεφαλή δαπάνης των τουριστών. Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 4.6% τον Μάιο του 2008 σε σύγκριση με 1.9% του αντίστοιχου μήνα του 2007, πληθωριστικές πιέσεις που ενισχύονταν λόγω του αυξημένου εγχώριου δανεισμού.
Αντί για χάραξη οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση επέλεξε σπασμωδικές κινήσεις, όπως την ανατροπή της συμφωνίας δεκατριών σημείων που είχε συνομολογηθεί μεταξύ της Εκκλησίας και της κυβέρνησης Παπαδόπουλου στη βάση της οποίας η Εκκλησία θα αναλάμβανε άμεσα την υποχρέωση καταβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, γεγονός που θα είχε ως συνέπεια άμεσα έσοδα για το κράτος. Η συμφωνία τελικά υπεγράφη ετεροχρονισμένα τρία χρόνια αργότερα. Άλλη ενέργεια αφορούσε την προσπάθεια για εκποίηση μέρους των κρατικών αποθεμάτων χρυσού με το επιχείρημα ότι με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ευρωζώνη είχε μειωθεί η ανάγκη διατήρησης αποθεμάτων χρυσού. Η πρόταση απορρίφθηκε ορθά από τον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Αθανάσιο Ορφανίδη. Το κυβερνητικό επιχείρημα ήταν ιδιαίτερα προβληματικό, ενόψει του ότι το απόθεμα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας ανερχόταν σε μόλις 28.7% του συνολικού ποσοστού των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, έναντι 58.7% του αντίστοιχου ποσοστού της ευρωζώνης.
- previous-disabled
- Page 1of 5
- next