Η Παλαιστίνη μετά τον Φαγιάντ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Παλαιστίνη μετά τον Φαγιάντ

Η επιλογή μεταξύ συνεργασίας και σύγκρουσης
Περίληψη: 

Όποιος αντικαταστήσει τον πρωθυπουργό της Παλαιστινιακής Αρχής, Σαλάμ Φαγιάντ, θα πρέπει να δεσμευτεί για μια από τις δύο στρατηγικές: είτε να κερδίσει την εγχώρια υποστήριξη μέσω της αντιπαράθεσης με το Ισραήλ είτε να κερδίσει την απολύτως αναγκαία υποστήριξη της Δύσης μέσω της συνεργασίας. Για χρόνια, η ηγεσία της Δυτικής Όχθης προσπάθησε να επεκταθεί πέρα από αυτές τις δύο στρατηγικές και ως αποτέλεσμα ανέλαβε αμφότερα τα κόστη τους, ενώ δεν αποκόμισε κανένα όφελος.

Ο NATHAN THRALL είναι Ανώτερος Αναλυτής στη Διεθνή Ομάδα Κρίσης για το πρόγραμμα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με έδρα την Ιερουσαλήμ. Γραπτά του έχουν δημοσιευτεί στα έντυπα The New York Times, The New Republic και The New York Review of Books.

Όταν ο πρωθυπουργός της Παλαιστινιακής Αρχής, Σαλάμ Φαγιάντ, παραιτήθηκε πρόσφατα, έχοντας απηυδήσει με τις πολιτικές επιθέσεις από τον πρόεδρο του κόμματος της Φατάχ, Μαχμούντ Αμπάς, μια σειρά από παρατηρητές ανησύχησαν ότι αυτό σηματοδοτούσε «την αρχή του τέλους της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ)». [1] Οι δυτικές κυβερνήσεις θεωρούσαν τον Φαγιάντ ως απαραίτητο, τη μόνη άφθαρτη προσωπικότητα που είχε συμβαδίσει με τα δυτικά συμφέροντα και είχε ανεξαρτητοποιηθεί επαρκώς από την Φατάχ, ώστε να ελέγχει την μη εκλεγμένη εξουσία της στη Δυτική Όχθη.

Αν και ο Φαγιάντ δεν ήταν δημοφιλής - το κόμμα του έλαβε μόλις 2,4% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2006 -, υπήρξε ικανός τεχνοκράτης και διοικούσε με επιτυχία τις διάσπαρτες κοινότητες της Δυτικής Όχθης. Ο Φαγιάντ μιλούσε επίσης την ίδια γλώσσα με τους διεθνείς χορηγούς, έχοντας υπηρετήσει προηγουμένως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως εκπρόσωπος της ΠΑ και θεωρούνταν πολύτιμος στην Ουάσιγκτον, κυρίως λόγω της φήμης του ότι ήταν υπέρ της διαφάνειας, των προσπαθειών του για τη μεταρρύθμιση των δυνάμεων ασφαλείας της ΠΑ και της στενής συνεργασίας του με το Ισραήλ. Παρ’ όλ’ αυτά, η ηχηρή υποστήριξη που έλαβε ο Φαγιάντ [2] από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αρκετή για να δυσφημιστεί στους Παλαιστίνιους - ένα δίλημμα οικείο και στον Αμπάς.

Όπως o Φαγιάντ, έτσι και ο Αμπάς ήταν κάποτε ένας μη εκλεγμένος πρωθυπουργός που ανέλαβε καθήκοντα με την υποστήριξη των ΗΠΑ, αλλά με μικρή αξιοπιστία στα μάτια του λαού και με μικρή κοινωνική υποστήριξη. Ήταν ο πρώτος που διορίστηκε στη νεοσύστατη θέση του πρωθυπουργού, με την οποία η Ουάσιγκτον ήλπιζε ότι θα αποδυναμώσει τον πρόεδρο της ΠΑ, Γιάσερ Αραφάτ. Οι τεταμένες σχέσεις του Αμπάς με τον Αραφάτ έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες με την πρόσφατη σύγκρουση του Φαγιάντ με τον Αμπάς. Ο Αμπάς συγκρούστηκε με τον δύσπιστο πρόεδρο και το κόμμα της Φατάχ, το οποίο οργάνωσε διαδηλώσεις εναντίον του, και τον χαρακτήρισε μαριονέτα του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών – αναγκάζοντάς τον, τελικά, να παραιτηθεί. Σύμφωνα με διαρροές από αμερικανικές διπλωματικές πηγές, ο Αμπάς δήλωσε λίγο μετά την παραίτησή του ότι θα έπρεπε να είναι κοπλιμέντο που τον αποκαλούν Παλαιστίνιο Καρζάι, αναφερόμενος στον Αφγανό Πρόεδρο. Ο Φαγιάντ επέδειξε επίσης ενδιαφέρον να ανταποκριθεί σ’ εκείνο που θα μπορούσε να ηχεί ευχάριστα στα αυτιά των Αμερικανών, διακηρύσσοντας τη «διαρκή δέσμευσή» του να απολύσει από τα συμβούλια των ισλαμικών φιλανθρωπικών οργανώσεων οποιονδήποτε δεν ήταν αρεστός στην Ουάσινγκτον, την εχθρότητά του στην Χαμάς την οποία περιέγραφε ως «δικό μας πρόβλημα παρά του Ισραήλ ή των ΗΠΑ», και την «καλύτερη σχέση του με την Κεντρική Τράπεζα του Ισραήλ συγκριτικά με την Παλαιστινιακή Νομισματική Αρχή.

Τόσο ο Φαγιάντ, όσο και ο Αμπάς έμαθαν ότι οι δυτικοί αξιωματούχοι αν τους υπολόγιζαν ήταν επειδή είχαν κακές σχέσεις με τα δύο μεγαλύτερα παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα. Στην τελευταία ομιλία του ως πρωθυπουργός, ο Αμπάς επέκρινε το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι τον παραπλάνησαν και του έδωσαν ψεύτικες υποσχέσεις. Ομοίως, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ήταν οι Ισραηλινοί και οι Αμερικανοί υποστηρικτές του Φαγιάντ που τον πρόδωσαν. Η παραίτησή του δεν ήταν άσχετη με τα τιμωρητικά οικονομικά μέτρα που επέβαλλαν πρόσφατα οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ εναντίον της Παλαιστινιακής Αρχής, τα οποία η Φατάχ στη συνέχεια χρησιμοποίησε για να πυροδοτήσει τις διαδηλώσεις κατά της οικονομικής πολιτικής του Φαγιάντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ τιμώρησαν επίσης τον Φαγιάντ για την απόφαση του Αμπάς να υποβάλει αίτηση για αναβάθμιση του παλαιστινιακού καθεστώτος κατά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 2012, και απέτυχαν να δείξουν στον παλαιστινιακό λαό ότι το πρόγραμμα της στενής συνεργασίας του Φαγιάντ με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα τους οδηγούσε στην ανεξαρτησία.

Όποιος κι αν αντικαταστήσει τον Φαγιάντ, ειδικά αν αυτός δεν έχει καλές σχέσεις με την Φατάχ, θα πρέπει να διαχειριστεί την ίδια αντίστροφη σχέση μεταξύ της εγχώριας και τη δυτικής υποστήριξης. Η επιτυχία του ή η αποτυχία του θα εναπόκειται στα χέρια της Φατάχ, που είναι πολύ διαλυμμένη για να καταφέρει αξιοσημείωτα πράγματα αλλά είναι επαρκώς συμπαγής για να υπονομεύει τους εχθρούς της. Η θέση του πρωθυπουργού είναι εγγενώς περίπλοκη. Το πρόσωπο που αναλαμβάνει το ρόλο αυτό έχει την ευθύνη για τη συλλογή των μεταβιβαστικών φόρων από το Ισραήλ και για τη δυτική βοήθεια, από τα οποία εξαρτάται η ΠΑ, και τα οποία αμφότερα συνήθως παρακρατούνται για λόγους που ξεφεύγουν του ελέγχου του πρωθυπουργού. Ο Φαγιάντ δεν ήταν υπεύθυνος για το σύνολο της παλαιστινιακής στρατηγικής. Αντιθέτως, οι αποφάσεις για το αν θα δώσουν μια μάχη, αν ανταυτού θα προσφύγουν στα δικαστήρια, αν θα διαπραγματευτούν ή θα συνεργαστούν με το Ισραήλ είναι της αρμοδιότητας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και του προέδρου της, του Αμπάς. Ο Φαγιάντ «έπεσε» τελικά διότι έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για τα βαθύτερα προβλήματα του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος- κυρίως, για την πολιτική δυσφορία που προκαλείται από την αναποφασιστικότητα της ΠΟΑ.