Σπάζοντας τη σιωπή στη Βραζιλία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Σπάζοντας τη σιωπή στη Βραζιλία

Οι θεατρικοί συγγραφείς που προηγήθηκαν των διαδηλωτών

Όταν ξεκίνησε το Bailei, οι σελίδες της Folha de São Paulo, μιας σημαντικής βραζιλιάνικης εφημερίδας, ήταν ακόμα γεμάτες με συνταγές που οι συντάκτες χρησιμοποιούσαν για να γεμίσουν τους χώρους από τους οποίους οι λογοκριτές τής κυβέρνησης αφαιρούσαν άρθρα. Τα θεατρικά έργα έπρεπε να παίζονται για τους λογοκριτές πριν την επίσημη πρεμιέρα, και οι θίασοι που δούλευαν με αμφιλεγόμενο υλικό έφτιαχαν συνήθως μια συντομευμένη εκδοχή για την περίσταση. Αυτό ήταν και το σχέδιο του Κόντε, έως ότου εμφανίστηκε ο λογοκριτής. Κατάλαβε ότι ο θίασος χρειαζόταν μια επιπλέον πρόβα τζενεράλε και τους είπε, «Ας το κάνουμε ένα πραγματικό σόου».

Ο λόγος που το Bailei ξεγλίστρησε από τους λογοκριτές είναι ίσως ο ίδιος που είχε στην εποχή του τόσο μεγάλη επιτυχία και που συνεχίζει να είναι επιτυχημένο θεατρικό έργο μέχρι σήμερα: δεν είναι σκληροπυρηνικό. Η ιστορία πίσω από τις ιστορίες (είναι εμφανές, αν το ψάξεις) είναι ο τρόπος με τον οποίο η δικτατορία διαμόρφωσε ζωές και χώρισε οικογένειες. Αλλά σε πρώτο επίπεδο, οι κακουχίες των χαρακτήρων είναι τυπικές εφηβικές αδεξιότητες. Το έργο κατάφερε να αποκαλύψει τα ρήγματα της δικτατορίας χωρίς μια κατά μέτωπο επίθεση.

Οκτώ χιλιάδες άνθρωποι είδαν το Bailei, στις έξι εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του, τον Οκτώβριο του 1983. Κάθε παράσταση ξεπουλούσε τα εισιτήριά της, οπότε το έργο παιζόταν εκ νέου σε άλλο θέατρο και στη συνέχεια σε άλλο, και μόλις πέρασαν τρεις μήνες, οι ηθοποιοί περιόδευσαν στην χώρα, μένοντας έκπληκτοι με το πόσο ευρεία απήχηση είχαν οι ιστορίες τους. Η Λίζα Γκερτούμ Μπέκερ, ηθοποιός και μεταφράστρια από το Πόρτο Αλέγκρε, θυμάται να διαβάζει συνεντεύξεις από Βραζιλιάνους που είχαν βασανιστεί, και στη συνέχεια να βλέπει μια από τις πρώτες παραστάσεις του Bailei, επιδιώκοντας να ακούσει εμπειρίες από πρώτο χέρι για το τι είχε συμβεί στην χώρα της κατά τη διάρκεια της ζωής της. «Ήμασταν τόσο διψασμένοι για να ακούσουμε [ιστορίες]», λέει. «Εμείς απλά θέλαμε να ξέρουμε».

Μετά την πρεμιέρα, το κοινό ξεχύθηκε στα καμαρίνια και άρχισε να λέει ιστορίες από τις εμπειρίες του κατά τη δικτατορία. Σπάζοντας τη σιωπή στη σκηνή, το Βailei είχε αρχίσει επίσης να αίρει σταδιακά έναν τοίχο σιωπής εκτός σκηνής.

ΕΝΑΣ ΤΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ

Στην τρίτη και τελευταία σκηνή, που αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μια δημοσιογράφος που ονομάζεται Άννα επισκέπτεται την μητέρα τού παιδικού της φίλου Πέδρο, ο οποίος είχε απαχθεί και σκοτωθεί από το στρατιωτικό καθεστώς. Μόνες στη σκηνή, οι δύο γυναίκες διαφωνούν:

Άννα: «Άκου. Προσπαθώ να γράψω ένα άρθρο [γι’ αυτό που συνέβη στον Πέδρο] και πρέπει να μου μιλήσεις».

Δόνα Ελβίρα: «Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τα γεγονότα, μόνο μας πληγώνουν».

Άννα: «Είναι επώδυνο για εσένα και για πολλούς ανθρώπους, όμως είναι σημαντικό για την εθνική μας μνήμη».

Δόνα Ελβίρα: «Ποιος θέλει να ξέρει γι’ αυτά; Μιλάμε, γίνεται πρωτοσέλιδο, και δύο μέρες αργότερα όλοι το ξεχνάνε. … Με τον καιρό έμαθα να σιωπώ».

Οι Βραζιλιάνοι εξακολουθούν να είναι διχασμένοι για το αν θα μιλάνε για το παρελθόν. Η Ναντέτζντα Μάρκεζ, η οποία έχασε τον πατέρα της στην δικτατορία και τώρα διαχειρίζεται το Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αναφέρει ότι κατά τις δεκαετίες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, «το ζήτημα της κακοποίησης και των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας δεν αναφερόταν ανοιχτά και δεν συζητιόταν». Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θρησκευτικές οργανώσεις διοργάνωναν συναντήσεις και εκδηλώσεις, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους, αλλά στα σχολεία, στις δουλειές και σε πολλές οικογένειες, το θέμα παρέμενε ταμπού.

Η κυβέρνηση έμεινε επίσης σχετικά σιωπηλή. Το 1995, κι ενώ η χώρα βρισκόταν δέκα χρόνια σε δημοκρατία, ο πρόεδρος Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο απολογήθηκε επισήμως για τη βία που ασκήθηκε από το κράτος. Συμφώνησε να καταβάλει αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι αγαπημένοι τους είχαν σκοτωθεί από το στρατό. Αλλά το βάρος για να αποδείξουν ότι τα εγκλήματα όντως έλαβαν χώρα έπεσε στις οικογένειες, και τα στρατιωτικά αρχεία παρέμεναν απόρρητα, οπότε ήταν δύσκολο να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία. Λίγο πριν την λήξη της θητείας του, το 2002, ο Καρντόσο εξέδωσε ένα διάταγμα για να κρατήσει τα αρχεία απόρρητα έως και 100 χρόνια ακόμη.

Σε αυτό το υπόβαθρο και ειδικά σε αυτή την εποχή της διαμαρτυρίας, οι ιστορίες στο Bailei συνεχίζουν να βρίσκουν απήχηση στο σημερινό κοινό. Η Καθαρίνα Κόντε, η 21χρονη κόρη του Κόντε η οποία εντάχθηκε στο καστ το περασμένο έτος, εκτιμά ότι η γενιά της εξακολουθεί να «αισθάνεται τη βία της δικτατορίας».

«Η δικτατορία είναι ένας τρόμος που όσο τον αναμασάμε και τον αναμασάμε, δεν φεύγει», λέει.

Ούτε το ζήτημα της αστυνομικής βίας φεύγει. Οι αναφορές και τα βίντεο των αστυνομικών που στοχεύουν πολίτες κατά τη διάρκεια των πρόσφατων διαδηλώσεων με δακρυγόνα, σπρέι πιπεριού, σφαίρες από καουτσούκ και συλλήψεις θυμίζουν σε πολλά τον ισχυρό βραχίονα του στρατού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

Πολλοί κάτοικοι στις φαβέλες του Ρίο και του Σάο Πάολο, ή στις αστικές παραγκουπόλεις, λένε ότι δεν χρειάζεται να πάει κανείς τόσο πίσω για να κάνει τη σύγκριση – διότι η μεσαία τάξη των Βραζιλιάνων που βγήκαν στους δρόμους τις τελευταίες εβδομάδες και ήρθαν σε επαφή με την αστυνομική βία, πήραν μια γεύση για το τι υφίστανται κάθε μέρα οι φτωχότεροι πολίτες της Βραζιλίας. Η ανθρωπολόγος Μαριάννα Καβαλκάντι λέει ότι οι κάτοικοι στις φαβέλες που είδαν τη βία, της είπαν, «Αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει στις φαβέλες».