Ο νέος ελληνικός εθνικισμός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός

Η «κακιά» Ευρώπη, η «φίλη» Ρωσία και η ξεχασμένη Αμερική

Στο ίδιο συγκείμενο, η Ρωσία περιγράφεται ως μια χώρα μεγάλων επιτευγμάτων και συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και άνθισης, χάρη πάντα στην προσωπικότητα και την ισχύ ενός ανδρός – του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σε ό,τι αφορά τον Πούτιν έχουμε μια μοναδική δοξολογία, μια και ο ηγέτης της Ρωσίας παρουσιάζεται ως ο μόνος πολιτικός που κατάφερε να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια της χώρας και των πολιτών της, ως ένας κυριολεκτικά «ονειρεμένος» αρχηγός κράτους.

Ακούγοντας για πρώτη φορά το «ρωσικό αυτό παραμύθι» και τα συμπεράσματά του, τείνει κανείς να πιστέψει πως οι επινοητές του είναι κάποιου είδους κωμικοί φανατικοί, που κινούνται πέρα από την πραγματικότητα ή και γραφικοί συμμετέχοντες σε κάποιο διαδικτυακό διάλογο με συνωμοσιολογικές προεκτάσεις. Τέτοιες προσωπικότητες, πράγματι, εμπλέκονται στη συζήτηση, όπως ο ακροδεξιός πολιτικός Καρατζαφέρης για παράδειγμα. Και όμως: Ο συγκεκριμένος μύθος αναπαράγεται σε άρθρα και ιστοσελίδες πρωταγωνιστών της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας. Η παρουσίαση της Ρωσίας από αυτούς όχι μόνο συνέβαλε και συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας νέας εικόνας για εκείνη τη χώρα, αλλά δίνει και μια πολύ συγκεκριμένη, σχετικά νέα έκφραση στον ελληνικό δεξιό και ακροδεξιό λόγο: Μετά την ρωσική επανάσταση η Ρωσία ποτέ δεν αποτέλεσε χώρα-πρότυπο για τους εθνικιστές στην Ελλάδα, ενώ σαφώς παρουσιαζόταν ως η χώρα-πρότυπο για τους αριστερούς. Όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες χώρες, η ελληνική πολιτική ζωή κινούνταν ανάμεσα στους δυο πόλους – από τη μια τον πόλο της Αμερικής (της «Δύσης») και από την άλλη της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα όμως, με τον Πούτιν, είναι η πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, που οι Έλληνες εθνικιστές στρέφονται από τα δυτικά πρότυπα προς την Ανατολή, εμφανιζόμενοι ως ακραιφνείς ρωσόφιλοι.

Μερικοί από τους πιο γνωστούς συντηρητικούς διανοούμενους, όπως ο προαναφερθείς Χρήστος Γιανναράς, ή ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος ή ο Βασίλειος Μαρκεζίνης κηρύττουν την ανάγκη «στροφής» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία του Πούτιν. Σε ένα άρθρο του με τίτλο «Ο ονειρικός Έλληνας Πούτιν» ο Γιανναράς οραματιζόταν ήδη το 2008 έναν πανίσχυρο πολιτικό άνδρα για τη φτωχή Ελλάδα όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, «έχουμε πάψει να παράγουμε πολιτισμό εδώ και εκατόν ογδόντα περίπου χρόνια... Όσοι έχουν το ψυχικό κουράγιο να πιστοποιούν το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού με οδύνη, αλλά χωρίς πανικό, αυτοί μπορούν να ονειρεύονται συνειδητά την ουτοπία: Έναν Έλληνα Πούτιν, που να καταφέρει όσα κατάφερε ο Ρώσος: Μέσα σε δύο τετραετίες να αναστήσει (κυριολεκτικά) μια κοινωνία πεθαμένη, αποσυντεθειμένη, ως το μεδούλι διεφθαρμένη και ξεπουλημένη από τον Ηρόστρατο που λεγόταν Γιέλτσιν – παραλίγο να γράψω συνειρμικά: Ανδρέας Παπανδρέου!». [17] Στο ίδιο αυτό άρθρο, ο Γιανναράς θεωρεί τον ρωσικό πολιτισμό αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής ταυτότητας – κάτι που οι Ευρωπαίοι προφανώς παραγνωρίζουν: «Ευρώπη μπορεί να νοηθεί και χωρίς φαστ φουντ ή κόκα κόλα. Όμως δεν νοείται Ευρώπη χωρίς Ντοστογιέφσκυ και Τσέχωφ, Τσαϊκόφσκυ και Σκριάμπιν, Σαγκάλ και μπαλέτα Μπολσόι. Η Αμερική είναι απόφυση της Ευρώπης, η Ρωσία είναι σάρκα της». [18] Είναι φανερό πως η Ρωσία παρουσιάζεται ως ελπίδα της Ευρώπης και εξισώνεται με την Ελλάδα τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πολιτιστική της συμβολή στην ευρωπαϊκή ταυτότητα, ενώ ο Πούτιν φιγουράρει ως ο ιδανικός αρχηγός, ως σωτήρας της αποπλανημένης από την Αμερική γηραιάς ηπείρου.

Με όμοιο τρόπο, ο φιλόλογος και ιστορικός Σαράντος Καργάκος, σε άρθρο του που δημοσιεύεται σε ηλεκτρονική μορφή στην συλλογή κειμένων του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατασκευάζει ένα μοναδικό και τερατώδες από άποψη επιχειρηματολογίας ιδεολόγημα, σύμφωνα με το οποίο η αγγλική γλώσσα είναι πολύ πιο φτωχή και υπανάπτυκτη από την ελληνική, είναι μια γλώσσα που «έχει κουραστεί. Βρίσκεται στο όριο της εξάντλησης» (!). Αντιθέτως τα ελληνικά και τα ρωσικά είναι πλούσιες και αναπαραγωγικές γλώσσες. Τα ρωσικά μάλιστα είναι δυνατά επειδή, τάχα, «οι Ρώσοι δεν φαίνονται πρόθυμοι, στο όνομα κάποιου επιδερμικού εξευρωπαϊσμού, να θυσιάσουν τη γλώσσα τους και τη γραφή τους». Και, αίφνης, οι συλλογισμοί και το φιλοσοφείν περί γλωσσών και ιστορικής γλωσσολογίας, μετατρέπονται σε πολιτικές προφητείες: «Μετά από 10 χρόνια η Ρωσία θα ξαναμπεί στο παιχνίδι της παγκόσμιας κυριαρχίας. Καμία χώρα της γης δεν έχει τις εκτάσεις της, τα ορυκτά της, τον δασικό και αλιευτικό της πλούτο, κυρίως τα νερά της, που μελλοντικά θα είναι κάτι πιο πολύτιμο κι από το πετρέλαιο. Μελλοντικά κι εμείς, μέσω αγωγού θα φέρνουμε νερό από τη Ρωσία. Και ξανά η ρωσική γλώσσα θα ξαναβρεί την αίγλη που είχε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την μπολσεβικική επανάσταση, τότε που πλούτισε το παγκόσμιο λεξιλόγιο με πλήθος πολιτικού χαρακτήρα λέξεις. (...) Φυσικά, η Ρωσία τούτη τη φορά δε θα απλωθεί στον κόσμο μόνο δια της οικονομίας, ούτε φυσικά δια της κομμουνιστικής ιδεολογίας, που παραλίγο να της χαρίσει την παγκόσμια κυριαρχία, αλλά δια του πανσλαβισμού και της ορθοδοξίας. Το αυριανό κέντρο της Ορθοδοξίας, εφόσον το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης θα φθίνει μέσα στην τουρκοποίησή του (πάντες οι κληρικοί του Φαναριού είναι Τούρκοι υπήκοοι), θα είναι η Μόσχα. Εκτός πια κι αν το Πατριαρχείο μετακινηθεί σε μια νέα Κωνσταντινούπολη, μια και η παλιά επισήμως λέγεται Ισταμπούλ. Ο νέος ρόλος της Ρωσίας μελλοντικά θα δώσει νέο ρόλο και νέα αποστολή στη ρωσική γλώσσα. (Προσωπικές απόψεις του συντάκτη)». [19]