Η «μέση λύση» για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η «μέση λύση» για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Οι προσεγγίσεις K. Καραμανλή και A. Παπανδρέου στον θεσμό και οι σημερινές ανάγκες
Περίληψη: 

Υπάρχουν δύο κυρίαρχες απόψεις για την ισχύ του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας στην μεταπολιτευτική Ελλάδα: εκείνη που θέλει τον Πρόεδρο ρυθμιστή του πολιτεύματος και εκείνη που τον θέλει περισσότερο ως διακοσμητικό πρόσωπο. Ωστόσο, ίσως είναι καλύτερη μια τρίτη εκδοχή.

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ είναι καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Στο ερώτημα περί του ρόλου και των αρμοδιοτήτων, καθώς και του τρόπου ανάδειξης και επιλογής, του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης μπορεί να δοθούν και έχουν δοθεί έως τώρα δύο τύποι απαντήσεων: η λύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1975, και η λύση του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα ή μάλλον τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986.

Κατά την πρώτη ως άνω εκδοχή, ο ρόλος τού αρχηγού τού κράτους είναι νευραλγικός έως πολύ σημαντικός, ιδίως σε περιόδους κρίσης, και μπορεί να λειτουργήσει ρυθμιστικά έως διορθωτικά απέναντι σε άλλες συντεταγμένες εξουσίες και μάλιστα σε αυτήν της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού. Κατά τη δεύτερη ως άνω εκδοχή, ο ρόλος του πρώτου πολίτη της Δημοκρατίας είναι δευτερεύων και περιορίζεται σε κυρίως συμβολικές λειτουργίες και δραστηριότητες, δεδομένης της μετατόπισης του κέντρου αποφασιστικής εξουσίας και επιρροής στο κυβερνητικό, ιδίως, σκέλος της εκτελεστικής εξουσίας.

Αυτές οι δύο «λύσεις» ως προς τον προεδρικό θεσμό δοκιμάστηκαν στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και απέδειξαν τις δυνατότητες αλλά και τις αδυναμίες, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματά τους. Ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε ότι, παρά τον σεβασμό και την εκτίμηση προς το έργο και την ιστορική συμβολή των δύο κορυφαίων πολιτικών προσωπικοτήτων, που δέσποσαν στην πρόσφατη ιστορία του τόπου, στη συνέχεια θα υποστηρίξουμε την ορθότητα μιας τρίτης άποψης ως προς το ζήτημα αυτό, μιας πιο ενδιάμεσης θέσης, που θα τη χαρακτηρίσουμε ως «μέση λύση» στο ζήτημα του συνταγματικού και πολιτικού ρόλου του προεδρικού θεσμού στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Αυτή η «λύση» δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί, αλλά θα πρέπει – νομίζω – να προβληματίσει τη Βουλή κατά την προσεχή συνταγματική αναθεώρηση, ώστε το πολίτευμα της χώρας να προσλάβει μια πιο ισορροπημένη μορφή και να λειτουργήσει πιο ποιοτικά και πιο αποτελεσματικά.

Το πολίτευμα της χώρας είναι η «προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία» (άρθρο 1 του Συντάγματος) και το πρώτο τη τάξει όργανο σε αυτήν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι ο «ρυθμιστής του πολιτεύματος» (άρθρο 30). Εντούτοις, αυτή η περιεκτική σχεδίαση του πολιτεύματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, που θεμελιώθηκε με τρόπο υποδειγματικό μετά την κατάρρευση του αυταρχικού καθεστώτος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, κατέστη στη διάρκεια της περιόδου που μεσολάβησε αντικείμενο μιας αντιφατικής και εν πολλοίς απρόσφορης ερμηνείας και εφαρμογής.

Η ΛΥΣΗ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Έτσι, κατά την πρώτη δεκαετία ισχύος του Συντάγματος του 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ένα σύνολο αρμοδιοτήτων (τις λεγόμενες «υπερεξουσίες»), οι οποίες περιελάμβαναν όχι μόνο τη δυνατότητα κύρωσης των νόμων, την προκήρυξη δημοψηφίσματος και την σύγκληση του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, αλλά ακόμα και το δικαίωμα παύσης της Κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής. Αυτές, μολονότι ουδέποτε ασκήθηκαν στην πράξη, καθιστούσαν τον ρόλο του αρχηγού του κράτους κάτι παραπάνω από απλά «ρυθμιστικό» του πολιτεύματος [1]. Ο λόγος είναι ότι παρείχαν τη δυνατότητα ανάληψης από μέρους του ενός πρωτεύοντος καθοριστικού ρόλου, σε περιόδους κρίσης ή έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με τη διαμόρφωση ενός καθεστώτος ουσιαστικής «δυαρχίας» στην εκτελεστική εξουσία. Ενδεχομένως, μάλιστα, να κατέληγε και σε σύγκρουση με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Βουλή (και τον αρχηγό της, που δεν είναι άλλος από τον Πρωθυπουργό [2]), ιδίως αν αυτός εξέφραζε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και αντιλήψεις από τις δικές του.

Στην περίπτωση αυτή, που δεν υπήρξε στην πραγματικότητα έως τώρα, η χώρα ίσως δύσκολα θα απέφευγε τη δοκιμασία μιας έντονης πόλωσης και διχασμού. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ο Καραμανλής αντιλαμβανόταν τις προεδρικές «υπερεξουσίες» ως ένα είδος ultimum refugium (και έτσι τις αντιμετώπισε), ήτοι μια αποτρεπτική δύναμη θεσμικών αντίβαρων, που ίσως αποδεικνύονταν χρήσιμες σε περίπτωση έντονης κρίσης. Δηλαδή, σε μια κατάσταση στην πολιτική ζωή της χώρας όπου σημειωνόταν υπέρμετρη συγκέντρωση εξουσίας στην Κυβέρνηση και τον επικεφαλής Πρωθυπουργό, και αυτή φαινόταν να ασκείται κατά τρόπο επιζήμιο για το δημόσιο ή το εθνικό συμφέρον. Την άποψη αυτή δεν συμμερίζονταν, ωστόσο, οι αντίπαλοί του.

Η ΛΥΣΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Έτσι, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 αφαιρέθηκε μαζί με τις «υπερεξουσίες» και το σύνολο σχεδόν των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, οδηγώντας τη θεσμική κατάστρωση του πολιτεύματος προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση του «πρωθυπουργοκεντρικού» κοινοβουλευτισμού, δίχως τα αναγκαία θεσμικά αντίβαρα για την εξισορρόπηση της ισχύος και της αποφασιστικής επιρροής. Πράγματι, η κυριαρχία του Πρωθυπουργού στη σύνθεση και τη λειτουργία της Κυβέρνησης [3], στο κόμμα της πλειοψηφίας του οποίου είναι αρχηγός, άρα και στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Βουλή, διαμορφώνει ένα πλαίσιο δυνατοτήτων για υπερβολική ίσως συγκέντρωση εξουσίας (σε δύο χέρια), γεγονός που ίσως τον καθιστά ένα είδος «αιρετού μονάρχη» [4]. Τούτο, όμως, μάλλον δεν προσιδιάζει στο πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας σε μια σύγχρονη και ανοικτή κοινωνία.

Αν, μάλιστα, τελεσφορούσε και η πρόταση που διατυπώθηκε από τους τότε κυβερνητικούς κύκλους κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2001, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την εκάστοτε θητεύουσα Βουλή έστω και με απλή πλειοψηφία, τότε ο θεσμός του ρυθμιστή του πολιτεύματος θα οδηγείτο σε περαιτέρω μείωση του κύρους και της σημασίας του. Ενώ το κέντρο βάρους του πολιτεύματος θα μετατοπιζόταν ακόμα περισσότερο προς την πρωθυπουργική εξουσία, εφόσον ο Πρωθυπουργός θα ήταν ουσιαστικά σε θέση να «διορίζει» τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.