Οι σχέσεις τής Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι σχέσεις τής Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το παρελθόν, οι κυβερνητικές ευθύνες, το Eurogroup και το μέλλον

Στις επικίνδυνες αυτές συνθήκες, εάν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα χρειαζόταν να εφευρεθεί επειγόντως. Και είναι σε αυτή την επανεφεύρεση της Ένωσης που η Κύπρος καλείται να συνεισφέρει μαζί με το ξεπέρασμα της δικής της κρίσης. Οι μικρές χώρες κερδίζουν περισσότερα από την ύπαρξη της Ένωσης διότι το κόστος της έλλειψης συνοχής και αλληλεγγύης και ακόμη περισσότερο της διάλυσης της Ένωσης θα ήταν πολύ μεγαλύτερο για τις μικρές παρά για τις μεγάλες χώρες. Η Γερμανία μπορεί να επιβιώσει και μόνη της στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Το μεγαλύτερο ζήτημα στο οποίο καλούνται όλοι εντός της Ένωσης να συνεισφέρουν είναι στην εξομάλυνση της θεσμικής λειτουργίας της Ένωσης, και στη συνέχιση της θεσμικής εμβάθυνσης, με στόχο την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα της κρίσης μέσω της περαιτέρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -αντί της επανεθνικοποίησης και της επιστροφής στις πολιτικές τού ηγεμονικού έθνους κράτους και του ισοζυγίου δυνάμεως.

Είναι γεγονός ότι στις συνθήκες που διανύουμε, κινδυνεύουμε από τέτοια φαινόμενα. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία του Ολάντ είναι απορροφημένες στους δικούς τους κοινωνικοπολιτικούς κλυδωνισμούς, ενώ η Βρετανία που ουδέποτε έπαυσε να έχει παγκόσμιες και ατλαντικές, εκτός από ευρωπαϊκές βλέψεις, διάγει έντονη εσωτερική συζήτηση για την παραμονή της ή όχι στην Ένωση, αφήνοντας, ή και αναγκάζοντας τη μόνη ευρωπαϊκή χώρα που συσσωρεύει πλούτο κατά την κρίση, τη Γερμανία, να αναλάβει την εξωθεσμική ηγεσία της Ένωσης.

Η Γερμανία χρησιμοποιεί, δυστυχώς, την ευκαιρία του ηγετικού της ρόλου με τρόπο που είναι σχεδόν αποδεδειγμένο ότι θα είναι αποτυχημένος, δίδοντας προτεραιότητα και επιβάλλοντας λύσεις που ικανοποιούν τους Γερμανούς ψηφοφόρους. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αυτό δεν εξυπηρετεί ούτε τις ανάγκες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή της επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων της Ευρώπης, ούτε, ακόμη λιγότερο, τα προβλήματα των πολιτών των άλλων χωρών της Ένωσης.

Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στη λήψη κρίσιμων για τις χώρες-μέλη αποφάσεων από εξωθεσμικά όργανα, όπως η τρόικα και το ΔΝΤ. Το Eurogroup δεν είναι ακριβώς εξωθεσμικό, με την έννοια ότι υπάρχει σχετική πρόνοια από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, αλλά ως καθαρά διακυβερνητικό κατασκεύασμα και με αποδυναμωμένο το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, (σε απλή «συμμετοχή»), λειτουργεί χωρίς την ανάγκη συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή την κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Άρα η Κύπρος, όπως και άλλες χώρες, βρίσκεται ενώπιον μιας Ένωσης, που για να ανταποκρίνεται και στις δικές της ανάγκες και συμφέροντα, θα πρέπει, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες χώρες, να συνεισφέρει στην επαναφορά της Ένωσης στην τροχιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αλληλεγγύης, αντί της τάσης επανεθνικοποίησης.

Καταλήγοντας, εγείρονται τρία ζήτημα, τα οποία θα είναι κρίσιμης σημασίας για τις μελλοντικές σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρώτο είναι το ζήτημα της σοβαρότητας και της πραγματικής ανάλυσης. Τη συμπεριφορά των τραπεζιτών και την έλλειψη επίβλεψης των τραπεζών, την αναβλητικότητα της κυβέρνησης, τη δημιουργία οικονομικών συνθηκών που οδήγησαν την ανεργία σε ποσοστό πέραν του 14%, και το συνολικό χρέος περίπου στο 180% του ΑΕΠ δεν τα δημιούργησε η Τρόικα και το Eurogroup. Αντίθετα, αυτές ακριβώς οι οικονομικές συνθήκες ανάγκασαν την Κύπρο επί προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης. Αν δεν αντιμετωπίζονται τα ζητήματα με ρεαλισμό, και αν συνεχιστεί η αναζήτηση και επίρριψη ευθυνών σε ξένους για την κάθε υστέρηση της κοινωνίας και της οικονομίας, δεν θα μπορέσει η Κύπρος να χτίσει τη σχέση που χρειάζεται με την Ένωση.

Το δεύτερο είναι το ζήτημα της θεσμικής επάρκειας της συμμετοχής της Κύπρου. Η Κύπρος είναι ενδεχόμενα το μόνο κράτος χωρίς υπουργείο ή υφυπουργείο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την εξαίρεση του Λουξεμβούργου. Γι’ αυτό και ενόψει της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ δημιουργήθηκε η «Γραμματεία Προεδρίας». Για λόγους αναγκαιότητας διορίσθηκε ο έμπειρος διπλωμάτης, Ανδρέας Μαυρογιάννης υφυπουργός για θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης κι έβγαλε την Κύπρο ασπροπρόσωπη κατά την Προεδρία. Παρά τη μεγάλη επιτυχία του, το υφυπουργείο διαλύθηκε στο τέλος της Προεδρίας (από την προηγούμενη κυβέρνηση), αν και διαφαινόταν η μεγάλη αναγκαιότητα να διαπραγματευτεί η Κύπρος με την ΕΕ τα ζητήματα της κρίσης.

Το τρίτο ζήτημα είναι αυτό της έγκυρης ευρωπαϊκής ενημέρωσης. Θα βοηθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με την Ένωση εάν η κυπριακή κοινή γνώμη ενημερωνόταν καλύτερα για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, και για τις συνθήκες στα άλλα κράτη. Για παράδειγμα, θα ήταν βοηθητικό εάν γινόταν γνωστό ότι οι Γερμανοί λόγω ιστορικών εμπειριών, του ομοσπονδιακού συστήματος της χώρας και του ισχυρού ελέγχου του συνταγματικού δικαστηρίου, έχουν βαθιά απέχθεια προς τον πληθωρισμό και έντονη προσκόλληση σε μια «νοικοκυρεμένη» προσέγγιση στα οικονομικά, που η Γερμανία εφάρμοσε πρώτα στον εαυτό της, και σήμερα (με λανθασμένα οικονομικά, αλλά κατανοητά κριτήρια) επιμένει να εφαρμόσει σε όλη την Ευρώπη.

Καλό θα ήταν να γνωρίζουν επίσης ότι διακεκριμένοι οικονομολόγοι (κάτι που έγινε πλέον και πολιτικό κίνημα στη Γερμανία) υποστηρίζουν την έξοδο της χώρας από ευρώ, κάτω από την (λανθασμένη κατά πάσα πιθανότητα) εντύπωση ότι η παραμονή στο ευρώ στοιχίζει ακριβά στον Γερμανό φορολογούμενο. Με ανάλογο τρόπο θα ήταν ωφέλιμο για την ευρωπαϊκή διαδικασία εάν οι Γερμανοί ψηφοφόροι γνώριζαν ότι η Γερμανία έχει ωφεληθεί σε τεράστιο βαθμό από το ευρώ και τις εξαγωγές στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, ότι το ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι παρόμοιο σε ύψος με αυτό της Κίνας, και ότι η Γερμανία μπορεί να δανείζεται με αρνητικό (για τον δανειστή) επιτόκιο, και για τον λόγο αυτό, όχι μόνο δεν της στοιχίζει αλλά επωφελείται οικονομικά όταν δανείζει τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.