Στην αρχή κυνήγησαν τους ισλαμιστές… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Στην αρχή κυνήγησαν τους ισλαμιστές…

Η Αίγυπτος στα χνάρια τής Τυνησίας
Περίληψη: 

Οι στρατηγοί της Αιγύπτου υπόσχονται τη δημοκρατία αφότου αντιμετωπίσουν την ισλαμική απειλή - και το κοσμικό στρατόπεδο τούς επευφημεί. Όμως, όπως δείχνει η εμπειρία της Τυνησίας πριν από 25 χρόνια, είναι δύσκολο να βάλει κανείς το αυταρχικό τζίνι πίσω στο μπουκάλι, από τη στιγμή που το έχει απελευθερώσει. Με άλλα λόγια, θα έρθει και η σειρά των φιλελεύθερων.

Ο MICHAEL J. KOPLOW είναι διευθυντής προγραμμάτων τού Israel Institute. Είναι μπλόγκερ στο Ottomans and Zionists [1]. Ακολουθήστε τον στο Twitter @mkoplow [2].

Ένα ισλαμιστικό πολιτικό κόμμα πάει καλά στις κάλπες, κι ένα αυταρχικό καθεστώς το κυνηγάει από εκδίκηση, σκοτώνοντας τους ακτιβιστές του και συλλαμβάνοντας τους ηγέτες του. Το κόμμα καταβαραθρώνεται, ενώ κοσμικές και άλλες πολιτικές ομάδες χειροκροτούν τα σκληρά μέτρα τής κυβέρνησης, όλα στο όνομα της εξάλειψης μιας τρομοκρατικής απειλής. Εν τω μεταξύ, το καθεστώς και τα μη-ισλαμιστικά κόμματα διαβεβαιώνουν τον κόσμο ότι μόλις οι ισλαμιστές θα έχουν αντιμετωπιστεί, θα επιστρέψουν και πάλι στην τακτική πολιτική διαδικασία.

Αυτό έχει συμβεί στην Αίγυπτο, αλλά είναι επίσης και η ιστορία τής Τυνησίας στα τέλη του 1980 και στις αρχές τής δεκαετίας του 1990, όταν οι ελπίδες για μια δημοκρατική μετάβαση διαλύθηκαν μετά από μια εκστρατεία καταστολής η οποία στόχευσε πρώτα τους ισλαμιστές, αλλά που τελικά εξελίχθηκε σε μια πολύ ευρύτερη απόπειρα εξάλειψης ολόκληρης της πολιτικής αντιπολίτευσης. Η εμπειρία τής Τυνησίας προσφέρει μια γεύση από το τι μπορεί ακόμα να επίκειται στην Αίγυπτο - και δείχνει ότι οι Αιγύπτιοι κοσμικοί θα πρέπει να σκεφτούν δύο φορές πριν να υποστηρίξουν τις προσπάθειες του στρατού να ξεριζώσει την Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Μετά την αντικατάσταση του προέδρου Χαμπίμπ Μπουργκίμπα με ένα αναίμακτο πραξικόπημα το Νοέμβριο του 1987, ο Ζίνε ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, ένας αξιωματικός τού στρατού, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού, που δεν είχε προηγούμενο στην περιοχή. Η κυβέρνησή του απελευθέρωσε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και τους έδωσε αμνηστία, αναθεώρησε τους νόμους που διέπουν τον Τύπο και τα πολιτικά κόμματα, κι έβαλε κάθε πολιτικό συνασπισμό - συμπεριλαμβανομένων των ισλαμιστών του Κόμματος Ennahda - να υπογράψουν ένα εθνικό σύμφωνο που να εγγυάται τις πολιτικές ελευθερίες και τις ελεύθερες εκλογές.

Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 2 Απριλίου 1989, και ήταν εκείνη την εποχή οι πιο ελεύθερες στην ιστορία της χώρας, αν όχι σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Παρά το γεγονός ότι το εκλογικό σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα» εγγυάτο ότι το κόμμα του Μπεν Αλί θα κέρδιζε, δεδομένων των οργανωτικών πλεονεκτημάτων που ανέπτυξε έπειτα από δεκαετίες στην εξουσία χωρίς αντιπολίτευση, ο πρόεδρος και οι περισσότεροι παρατηρητές υπέθεταν ότι τα κοσμικά κόμματα της αντιπολίτευσης θα αναδύονταν σε μείζονα αντιπολίτευση. Αντ' αυτού, οι ισλαμιστές έλαβαν 14,5%, το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων της αντιπολίτευσης, επίδοση, μάλιστα, η οποία ήταν πιθανό να είχε περικοπεί με νοθεία.

Αμέσως μετά τις εκλογές, οι New York Times δήλωσαν [3], «η Τυνησία διανύει μια μετάβαση από μια μονοπρόσωπη δικτατορία σε μια πιο ανοικτή κοινωνία με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις που θα μπορούσαν να δώσουν μαθήματα στον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, τον Σοβιετικό ηγέτη». Το άρθρο παρέθετε δήλωση του επικεφαλής της Τυνησιακής Ένωσης για την Υπεράσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έλεγε, «είμαι απολύτως βέβαιος για την καλή πρόθεση του Μπεν Αλί».

Όπως αποδείχθηκε, όμως, η προοπτική μιας ισχυρής ισλαμιστικής αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα μιας ισλαμιστικής κυβέρνησης σε κάποια στιγμή στο μέλλον, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να αντέξει ο Μπεν Αλί και το τυνησιακό κράτος. Η κυβέρνηση ξεκίνησε μια βάναυση καταστολή, σκοτώνοντας 1.000 ισλαμιστές, φυλακίζοντας άλλους 30.000, και αναγκάζοντας σε εξορία τον ηγέτη του κινήματος Ennahda, Ρασίντ αλ – Γκανούτσι. Το καθεστώς δικαιολόγησε τη δράση του με τον ισχυρισμό ότι οι ισλαμιστές ήταν τρομοκράτες που ήθελαν να σπείρουν τη διχόνοια και να διασπάσουν την Τυνησία. Ο Μπεν Αλί υποστήριξε ότι οι ισλαμιστές ήταν στο στόχαστρο μόνο και μόνο εξαιτίας της απειλής που αντιπροσώπευαν για την εθνική ασφάλεια.

Ακόμη και όταν η εκστρατεία της κυβέρνησης εναντίον των ισλαμιστών έγινε βίαιη και καταπιεστική, τα κοσμικά κόμματα της αντιπολίτευσης της Τυνησίας την επευφημούσαν. Φοβούμενοι το ενδεχόμενο οι ισλαμιστές της Τυνησίας να μιμηθούν την αλγερινή Ιντιφάντα που λάμβανε χώρα δίπλα τους, οι κοσμικοί δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την εξουδετέρωση της απειλής τού πολιτικού Ισλάμ από το κράτος. Επιπλέον, δεδομένης της παράδοσης της χώρας στην κοσμικότητα, οι περισσότεροι Τυνήσιοι δεν ήθελαν να δουν ισλαμιστές κανενός είδους στην εξουσία, κι έτσι παρακολούθησαν αμίλητοι την καταβαράθρωση του Ennahda.

Η περιπλοκή ήταν ότι μόλις ο Μπεν Αλί τελείωσε με τους ισλαμιστές, έστρεψε την προσοχή του και στην υπόλοιπη αντιπολίτευση. Ακόμη και αν καταστολή αρχικά προήλθε από ένα βάσιμο ιδεολογικό φόβο απέναντι στον ισλαμισμό, όταν ο Μπεν Αλί πήρε το δρόμο τού αυταρχισμού, δεν χρειάστηκε πολύ για να δει όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους ως εχθρούς. Στις αρχές του 1992, η κυβέρνηση έκλεισε εφημερίδες και περιοδικά των κοσμικών, φυλάκισε φιλελεύθερους δημοσιογράφους, και πέρασε ένα νέο νόμο περί Ενώσεων ο οποίος περιόριζε τις δράσεις των ομάδων που τάσσονταν υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια ολόκληρη γενιά κοσμικών ηγετών τής αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού προέδρου τής Τυνησίας, Μονσέφ Μαρζουκί, βρέθηκαν στη φυλακή. Στις νοθευμένες προεδρικές εκλογές του 1994, ο Μπεν Αλί κατέβηκε χωρίς συνυποψήφιους, απαγορεύοντας σε όλους τους υπόλοιπους να συμμετάσχουν, και το 1999, «επανεξελέγη» με το 99% των ψήφων.