Ο υπνοβάτης γίγαντας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο υπνοβάτης γίγαντας

Οι βαρετές γερμανικές εκλογές αποτελούν κακή είδηση για την Ευρώπη

Γιατί λοιπόν η αντιπολίτευση φαίνεται να έχει συναινέσει στην αποστράτευση των υποστηρικτών της από την Μέρκελ; Εδώ βρίσκει κανείς μια δεύτερη ιδιαιτερότητα. Οι σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν έναν υποψήφιο για την καγκελαρία τού οποίου η δημόσια εικόνα είναι τόσο πολύ Μερκελική όσο είναι δυνατόν – εκτός της επιφυλακτικότητας. Ο Στάινμπρουκ ήταν υπουργός Οικονομικών τής Μέρκελ στον «μεγάλο συνασπισμό» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών που κυβέρνησε την Γερμανία την περίοδο 2005-2009. Συχνά πιστώνονται ότι ανταποκρίθηκαν μαζί στις προκλήσεις τής οικονομικής κρίσης - και κατά κάποιο τρόπο, η εταιρική τους σχέση έχει διαρκέσει ακόμη και αφότου οι Σοσιαλδημοκράτες μπήκαν στην αντιπολίτευση. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, το κόμμα στήριξε όλες τις πολιτικές τής Μέρκελ στην ευρωκρίση. Ως αποτέλεσμα, το κόμμα δεν έχει αξιόπιστο τρόπο για να επιτεθεί στην Μέρκελ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. (Αν και δεν έχει γλιτώσει τις βολές τής Μέρκελ ότι οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αναξιόπιστοι σε θέματα ΕΕ - μια πικρή προσβολή για ένα κόμμα που επέμεινε τόσο πολύ να φανεί υπεύθυνο ως αντιπολίτευση). Επίσης, δεν βοηθά ότι ο Στάινμπρουκ είναι από τη φύση του κάπως σαν ανεξέλεγκτο όπλο. Έχει μάθει με σκληρό τρόπο αυτό που η Μέρκελ ανακάλυψε το 2005: όσα πιο πολλά λες στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, τόσα περισσότερα λάθη είναι πιθανό να κάνεις. Και δεδομένου ότι η Μέρκελ έχει μείνει βουβή, ο Τύπος έχει επικεντρωθεί στις πολλές ρητορικές ατυχίες τού Στάινμπρουκ ακόμη και στην γλώσσα τού σώματος: την περασμένη εβδομάδα, εμφανίστηκε με υψωμένο το μεσαίο δάχτυλο στο εξώφυλλο του γερμανικού αντίστοιχου περιοδικού τού The New York Times Magazine.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η προσέγγιση της Μέρκελ - διαχειριστική, προσεκτική, σταδιακή - φαίνεται να ταιριάζει μια χαρά στους περισσότερους Γερμανούς. Δεν αισθάνονται ότι η ευρωκρίση έχει πραγματικά επιλυθεί. Έχουν μια γενικότερη αίσθηση ότι, μετά τις εκλογές, θα τους παρουσιαστεί ένας ακόμη λογαριασμός για την Ελλάδα. Αλλά το τελευταίο πράγμα που φαίνεται να θέλουν είναι κάποιο νέο μεγάλο όραμα για την Ευρώπη, με περισσότερη εξουσία να παραδίδεται στις Βρυξέλλες. Μόνο οι Πράσινοι τολμούν να είναι ανοικτά υπέρ της Ευρώπης, και τα δημοσκοπικά ποσοστά τους είναι σταθερά πτωτικά. (Φυσικά, η Μέρκελ επίσης έκλεψε τις βροντές τους για την πυρηνική ενέργεια).

Θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, λοιπόν, να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει κανένα πραγματικό πρόβλημα στη Γερμανία. Αν το κοινό θέλει έναν βαρετό ηγέτη, αυτό είναι που θα λάβει. Και με δεδομένη την αναταραχή στις γειτονικές χώρες, θα μπορούσε να φανεί αγενές να κακολογηθεί η Γερμανία για την αφοσίωσή της στη συναίνεση και την δέσμευσή της, όταν όλα έχουν ειπωθεί και γίνει για να κρατήσει αθόρυβα την ΕΕ ενωμένη με οποιοδήποτε κόστος. Αλλά, υπάρχουν πραγματικοί λόγοι ανησυχίας.

Πρώτον, οι αληθινές προτιμήσεις τού γερμανικού πληθυσμού έχουν γίνει όλο και πιο δύσκολο να τις διακρίνει κανείς. Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσον ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων είναι πραγματικά υπέρ της αναίρεσης κομματιών τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ένα νέο κόμμα, το «Εναλλακτική για την Γερμανία», έχει ορκιστεί να εργαστεί για μια «ομαλή διάλυση» του ευρώ. Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν ότι το κόμμα θα καταφέρει να μπει στη Βουλή - αλλά πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το βράδυ των εκλογών θα μπορούσε να επιφυλάσσει μια έκπληξη. Λαμβάνοντας υπόψη το ταμπού στη Γερμανία ενάντια στις πολιτικές που είναι έστω και λίγο «αντι-ευρωπαϊκές», οι μελλοντικοί ψηφοφόροι μπορεί να είναι απρόθυμοι να αποκαλύψουν τις αληθινές τους προτιμήσεις σε δημοσκοπήσεις. (Το «Εναλλακτική για τη Γερμανία», από την πλευρά του, προσπάθησε να καταπολεμήσει το ταμπού με την ρητή αποστασιοποίησή του από τα δεξιά λαϊκιστικά κινήματα και με τον ορισμό ενός καθησυχαστικά μη χαρισματικού καθηγητή Οικονομικών ως επικεφαλής υποψήφιό του).

Μια άλλη ανησυχία είναι ότι η ασύμμετρη αποστράτευση - ή, για να είμαι πιο ακριβής, η σχεδόν συμμετρική αποστράτευση, δεδομένου ότι ακόμη και οι χριστιανοδημοκράτες τής Μέρκελ δεν είναι και τόσο ενθουσιώδεις στο να ψηφίσουν - είναι διαβρωτική για το πολιτικό σύστημα. Οι δημοκρατίες χρειάζονται συζητήσεις και δημόσιο διάλογο, ως έναν τρόπο για να αποφασιστεί η κατεύθυνση για μια πολιτεία. Φέτος, η προσέλευση των ψηφοφόρων αναμένεται να είναι χαμηλότερη από όσο ποτέ πριν, καθώς μέχρι και εξέχοντες διανοούμενοι έχουν δημιουργήσει ένα θέμα διακηρύσσοντας ότι, για πρώτη φορά, θα απόσχουν. Ξαφνικά, οι Γερμανοί αναθυμούνται τα μαθήματα πολιτικής αγωγής σχετικά με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και πώς κατέρρευσε λόγω της έλλειψης δημοκρατών πραγματικά δεσμευμένων στο πολιτικό σύστημα. Υπάρχει ένας αυξανόμενος, αν και ακόμη μάλλον υπόκωφος, φόβος ότι ένας πραγματικά χαρισματικός δεξιός λαϊκιστής θα μπορούσε κάποια ημέρα να επωφεληθεί από την υφέρπουσα απογοήτευση για τα πολιτικά τής χώρας.

Υπάρχει και μια άλλη, λιγότερο εμφανής ανησυχία. Η Μέρκελ έχει ενθαρρύνει διακριτικά τις ευρωπαϊκές ελίτ να πάρουν ένα προβληματικό μάθημα από την ευρωκρίση, αυτό που γίνεται σιγά-σιγά μια συναίνεση σε ολόκληρη την ήπειρο. Το δίδαγμα είναι ότι όλες οι χώρες πρέπει να παρακολουθούν η μία την άλλη πολύ πιο στενά. Η Μέρκελ αποφάσισε σε κάποιο σημείο ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στα παραδοσιακά ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για την επίλυση προβλημάτων και την πολιτική καινοτομία - ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - για να αποφευχθεί μια άλλη Ελλάδα. Αντ’ αυτού, στοιχηματίζει υπέρ τού στενότερου συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των ανεξάρτητων εθνών-κρατών, με τις Βρυξέλλες να έχουν κάποιο ρόλο στην εποπτεία των μεμονωμένων εθνικών προϋπολογισμών, αλλά σε καμία περίπτωση έναν ηγετικό ρόλο.