Πιέζοντας την ειρήνη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πιέζοντας την ειρήνη

Πώς το Ισραήλ μπορεί να βοηθήσει τις ΗΠΑ να έρθουν σε συμφωνία με το Ιράν - και γιατί πρέπει να το κάνει

Η στιγμή την οποία ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αποφύγει, πλησιάζει: οι υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια συμφωνία η οποία θα έθετε τέλος στην δεκαετή αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Καθώς ο Ομπάμα χαιρέτισε τη καινούργια προσέγγιση του νέου προέδρου τού Ιράν, Χασάν Ρουχανί, και πήρε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για να δοκιμάσει την ειλικρίνεια της Τεχεράνης, ο Νετανιάχου έσπευσε να αποδοκιμάσει τον Ρουχανί και να ζητήσει περισσότερες κυρώσεις. Είναι όλο και πιο σαφές ότι ο Νετανιάχου φοβάται, τελικά, την επιτυχία τής διπλωματίας, όχι την αποτυχία της. Αλλά το Ισραήλ και το κατεστημένο τής εθνικής του ασφάλειας δεν θα έπρεπε να θεωρούν την διπλωματική επίλυση του ιρανικού πυρηνικού αδιεξόδου ως απειλή.

Σε αντίθεση με την γραμμή που εκφράζει δημοσίως το Ισραήλ, η ανησυχία τού Νετανιάχου δεν είναι ότι οι Ιρανοί θα αθετήσουν οποιαδήποτε συμφωνία, ή ότι ο Ρουχανί θα αποδειχθεί ότι είναι ένας «λύκος ντυμένος πρόβατο». Αντίθετα, ο Νετανιάχου και μεγάλο μέρος τού κατεστημένου τής ασφάλειας του Ισραήλ θεωρούν το status quo – τις διαρκώς αυξανόμενες κυρώσεις που ακρωτηριάζουν την οικονομία τού Ιράν, σε συνδυασμό με την πανταχού παρούσα απειλή τού πολέμου - ως προτιμότερο από κάθε ρεαλιστική διπλωματική συμφωνία.

Όπως γνωρίζουν καλά οι Ισραηλινοί, ένας συμβιβασμός θα μπορούσε πιθανότατα να επιτρέψει τον περιορισμένο εμπλουτισμό (ουρανίου) στο ιρανικό έδαφος κάτω από αυστηρό έλεγχο, καθώς και την άρση των κυρώσεων για τα πυρηνικά. Παρά το γεγονός ότι το Ιράν θα παρέμενε τεχνικά ένα κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα, θα θεωρείτο μια εικονική πυρηνική δύναμη. Και αυτό, εκτιμά ο Νετανιάχου, αρκεί για να μετατοπίσει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή εις βάρος τού Ισραήλ, μειώνοντας την ικανότητα ελιγμών τού εβραϊκού κράτους και την χρησιμότητα της δικής του αποτρεπτικής ικανότητας. Υπάρχει λόγος να πιστέψει κανείς, συνεπώς, ότι η επιμονή τού Ισραήλ για μηδενικό εμπλουτισμό έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι δεν θα επιτευχθεί καμία συμφωνία.

Το Ισραήλ αντιλαμβάνεται επίσης ότι μια λύση στην πυρηνική αντιπαράθεση θα μείωνε σημαντικά τις εντάσεις ΗΠΑ - Ιράν και θα άνοιγε ευκαιρίες για συνεργασία μεταξύ των δύο πρώην συμμάχων. Με δεδομένο ότι τα φιλικά συναισθήματα ΗΠΑ - Ιράν δεν θα συνοδεύονται από ανάλογο περιορισμό τής εχθρότητας μεταξύ Ιράν - Ισραήλ, το Ισραήλ θα παραμείνει σε σχετικά χειρότερη θέση. Αυτό είναι που οι Ισραηλινοί αναφέρουν ως φόβο εγκατάλειψης - ότι, όταν το πυρηνικό ζήτημα θα επιλυθεί ή θα υπόκειται σε διαχείριση, η Ουάσιγκτον θα στρέψει την προσοχή της σε άλλα θέματα, ενώ το Ισραήλ θα μένει βαλτωμένο στην περιοχή αντιμετωπίζοντας ένα εχθρικό Ιράν, χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλευρό του.

Οι φόβοι αυτοί αποτελούν την βάση τής αδιάλλακτης θέσης τού Ισραήλ για αρκετά χρόνια τώρα. Αλλά, ο Νετανιάχου ήταν ιδιαίτερα άκαμπτος, ακυρώνοντας ακόμη και προηγούμενα περιστατικά ευλυγισίας. Το Ισραήλ, γενικά, αντιτίθεται και προσπαθεί να αποτρέψει τις συνομιλίες ΗΠΑ - Ιράν όποτε είναι δυνατόν, αλλά γρήγορα μετατοπίζεται σε μια ουδέτερη θέση μόλις θεωρηθεί ότι οι συνομιλίες δεν μπορούν να ανακοπούν. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί ακόμα να επηρεάσει την ατζέντα.

Για παράδειγμα, το 1999, είχε εξαφθεί η περιέργεια της κυβέρνησης Κλίντον - ήταν «καταγοητευμένη», σύμφωνα με κάποιους Ισραηλινούς - με την εκλογή τού μεταρρυθμιστή προέδρου, Μοχάμεντ Χαταμί, ο οποίος μίλησε για την επιθυμία του να σπάσει το «τείχος τής δυσπιστίας» με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Εχούντ Μπαρακ δεν ήθελε ούτε να αποκλείσει τον εαυτό του από έναν πιθανό διάλογο ούτε να φανεί ότι χτυπάει τα τύμπανα του πολέμου όταν η κυβέρνηση Κλίντον έδειξε την πρόθεσή της να ξεκινήσει έναν διάλογο. Για να δείξει την στροφή τής κυβέρνησής του, ο Μπαράκ μετέβαλε την κατηγοριοποίηση τού Ιράν από «εχθρός» σε «απειλή», αναφέροντας, όπως ισχυρίστηκαν Ισραηλινοί διπλωμάτες, ότι η τρέχουσα ισραηλινή στάση δείχνει πως το Ισραήλ δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με τον ιρανικό λαό, με το κράτος τού Ιράν ή με το Ισλάμ [1]. Επιπλέον, το Ισραήλ καταδίκασε ανεπίσημα μια τρομοκρατική επίθεση που είχε στόχο ένα μέλος τής κυβέρνησης Χαταμί.

Ο Εχούντ Μπαράκ προτιμούσε αυτή την ευελιξία επειδή απέρριπτε με συνέπεια την ιδέα - και εξακολουθεί να το πράττει ως σήμερα - ότι το Ιράν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ. Ο Νετανιάχου, από την άλλη πλευρά, έχει φθάσει να αποτελεί την προσωποποίηση του επιχειρήματος που απηύθυνε το 2006 στους αντιπροσώπους τής Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εβραϊκών Κοινοτήτων: «Βρισκόμαστε στο 1938 και το Ιράν είναι η Γερμανία». Ο Νετανιάχου βλέπει τον εαυτό του - και το Ισραήλ – στριμωγμένο σε μια γωνία. Και αντί να προσπαθεί να βγει από εκεί, έχει, σε κάθε περίσταση, ενισχύσει την στρατηγική τής αδιαλλαξίας.

Το Ισραήλ πρέπει τώρα να επιδείξει ευλυγισία περισσότερο από ποτέ. Με την Αίγυπτο, το Ιράκ, την Λιβύη και την Συρία να βρίσκονται σε κατάσταση χάους, με το δικό της τρόπο η καθεμία, το Ιράν φαίνεται να είναι η πιο διαχειρίσιμη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Μέση Ανατολή, και ο Ομπάμα φαίνεται να το καταλαβαίνει. Αναλαμβάνοντας προσωπικά την πρωτοβουλία προσέγγισης του Ιράν, με την επιδίωξη μιας συνάντησης με τον Ρουχανί και αργότερα με ένα τηλεφώνημά του προς αυτόν, επέδειξε την πολιτική βούληση να κινηθούν τα πράγματα προς τα εμπρός. Και ο Ρουχανί φαίνεται ότι είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την πρόκληση. Αντίθετα, η σπασμωδική απόρριψη από την πλευρά τού Νετανιάχου τροφοδοτεί την αντίληψη ότι το Ισραήλ – και όχι το Ιράν - είναι το κύριο εμπόδιο. Τελικά, ακόμη και αν αποτελεί κάτι λιγότερο από μια πυρηνική συμφωνία, η εντύπωση αυτή μπορεί να βοηθήσει το Ιράν να βγει από την απομόνωσή του και να απονομιμοποιήσει το καθεστώς κυρώσεων το οποίο πνίγει την οικονομία του.

Πέρα από το πώς το αντιλαμβάνεται, το Ισραήλ έχει πολλά να κερδίσει αν αλλάξει την στάση του αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις. Σε ιδιωτικές συνομιλίες πέρσι, μετά τον επιτυχή γύρο συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη, Ισραηλινοί στρατηγιστές αποκάλυψαν ότι το βασικό μέλημα του Ισραήλ δεν ήταν ο εμπλουτισμός, αλλά, μάλλον ότι οποιαδήποτε συμφωνία των ΗΠΑ με το Ιράν συνεπάγεται μια «σαρωτική αλλαγή στάσης» στην Τεχεράνη έναντι του Ισραήλ. Με λίγα λόγια, το Ισραήλ δεν θέλει από την Ουάσιγκτον να επιλύσει τα ζητήματά της με το Ιράν, εάν το Ιράν δεν υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τις ανησυχίες τού Ισραήλ -και πρώτα απ’ όλα, αυτήν που αφορά την ιρανική de facto αποδοχή τού δικαιώματος ύπαρξης του Ισραήλ.

Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η διπλωματία εξυπηρετεί το Ισραήλ καλύτερα από ό,τι ο αρνητισμός τού Νετανιάχου: η θέση τού Ιράν σχετικά με το Ισραήλ είναι πολύ πιο πιθανό να αλλάξει προς την κατεύθυνση της επιθυμίας τού Ισραήλ εάν βελτιωθούν οι αμερικανο-ιρανικές σχέσεις, και γίνουν τα πρώτα απτά βήματα για την αποκατάσταση του Ιράν στις πολιτικές και οικονομικές δομές τής περιοχής.

Από την ίδρυσή της, η ιρανική θεοκρατία έχει υιοθετήσει σκληρή και δηλητηριώδη ρητορική σχετικά με το Ισραήλ για να ενισχύσει την αξιοπιστία τής Τεχεράνης στους αραβικούς πληθυσμούς και για να γεφυρώσει το χάσμα Αράβων – Περσών και σουνιτών - σιιτών στην περιοχή. Αλλά, την πολιτική αυτή τής Τεχεράνης δεν την έχουν καθορίσει μόνο οι ιδεολογικές παρορμήσεις. Όταν οι ιδεολογικοί και οι γεωστρατηγικοί στόχοι δεν ταιριάζουν, το Ιράν προωθεί τους τελευταίους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, το Ιράν και το Ισραήλ συνεργάστηκαν αθόρυβα στο παρασκήνιο γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, οι ιδεολογικές και οι στρατηγικές επιταγές τής Τεχεράνης συνυπήρχαν αρμονικά. Στρατηγικά, το Ιράν αντιτίθεται στις προσπάθειες του Ισραήλ να το κρατά απομονωμένο σε μόνιμη βάση. Ιδεολογικά, το αντι-ισραηλινό χαρτί ήταν συχνά πολύ χρήσιμο για την συμπόρευση με τις αραβικές μάζες και για να βοηθήσει να ξεπεραστούν στο ίδιο το Ιράν οι εντάσεις με τους σουνίτες και τους Άραβες γείτονες. Όταν αυξάνονται οι συγκρούσεις μεταξύ θρησκευτικών ομάδων στην περιοχή, ενισχύεται και για την Τεχεράνη η χρησιμότητα του αντι–ισραηλινού χαρτιού.

Η βελτίωση των αμερικανο-ιρανικών σχέσεων με απτά βήματα προς τον τερματισμό τής απομόνωσης του Ιράν, υπό την προϋπόθεση ότι θα αλλάξει την συμπεριφορά του, θα μπορούσε να διαχωρίσει τις ιδεολογικές από τις στρατηγικές παρορμήσεις τού Ιράν. Αν συμβεί αυτό, το Ιράν θα έχει αναμφισβήτητα κίνητρα για να αποδεσμευτεί από την αντι-ισραηλινή εχθρότητα.

Η κυβέρνηση Ρουχανί - και η ομάδα των ειδικών επί της εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του Γιαβάδ Ζαρίφ, του υπουργού Εξωτερικών – κλίνει εδώ και καιρό υπέρ των διαπραγματεύσεων. Ήταν αυτή η ίδια ομάδα που το 2003 κατάρτισε την λεγόμενη πρόταση για το «μεγάλο παζάρι», την οποία η κυβέρνηση Μπους επέλεξε να αγνοήσει. Στο πλαίσιο του εν λόγω μεγάλου παζαριού, το Ιράν δήλωσε ότι ήταν πρόθυμο να περιορίσει σημαντικά την Χεζμπολάχ, την Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ, ακόμη και να συζητήσει το σαουδαραβικό σχέδιο ειρήνης τού 2002, το οποίο πρόσφερε αναγνώριση του Ισραήλ από όλες τις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, με αντάλλαγμα την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από το Ισραήλ. Αυτή θα ήταν, πράγματι, μια «σαρωτική αλλαγή στάσης» από το Ιράν.

Ομοίως, ο Ρουχανί θεωρείται ότι στηρίζει την ιδέα τής υιοθέτησης ενός «μαλαισιανού προφίλ», το οποίο κέρδισε υποστήριξη την περίοδο Χαταμί. Η ιδέα ήταν ότι η Τεχεράνη θα μπορούσε, με αντάλλαγμα τον τερματισμό των ισραηλινών και αμερικανικών προσπαθειών να απομονώσουν το Ιράν, να υιοθετήσει μια στάση έναντι του Ισραήλ παρόμοια με εκείνη της Μαλαισίας: το Ιράν δεν θα αναγνωρίσει το Ισραήλ, αλλά θα περιορίσει τις επικρίσεις του προς το Ισραήλ για τα δεινά τού παλαιστινιακού πληθυσμού, και θα αποφύγει το ίδιο να εμπλακεί σε δραστηριότητες κατά τού εβραϊκού κράτους. Οι δύο αντίπαλοι θα αναγνωρίσουν επίσης ο ένας την αντίστοιχη σφαίρα επιρροής τού άλλου, και θα απεμπλακούν από περαιτέρω εχθροπραξίες. Αυτό θα είχε άμεσο αντίκτυπο στις εντάσεις του Ισραήλ με την Χεζμπολάχ.

Το σχέδιο αυτό δεν είναι τέλειο - ούτε συνιστά την ιδανική σχέση τού Ισραήλ με το Ιράν. Αλλά δεν θα ήταν αμελητέο κέρδος να εξουδετερωθεί το ενδιαφέρον τού Ιράν στην εξάπλωση του αντι–ισραηλινού αισθήματος, και κάτι τέτοιο θα ενίσχυε σημαντικά την ασφάλεια του Ισραήλ και την πολιτική του θέση. Αναγνωρίζοντάς το αυτό, το Ισραήλ θα έπρεπε να μετριάσει την ρητορική του και να σταματήσει να ενθαρρύνει το Κογκρέσο να υπονομεύει την διπλωματία μέσω πρόσθετων κυρώσεων. Με αυτόν τον τρόπο, το Ισραήλ μπορεί να βοηθήσει την διπλωματία αλλά και να διασφαλίσει ότι το τελικό αποτέλεσμα των συνομιλιών θα ανταποκρίνεται στις βασικές ανησυχίες για την ασφάλειά του.

Αν και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η διπλωματία θα επιτύχει τους στόχους της, η ίδια αβεβαιότητα χαρακτηρίζει και όλες τις άλλες επιλογές, ιδιαίτερα μια στρατιωτική επιλογή. Αν μη τι άλλο, οι κίνδυνοι τους οποίους αντιμετωπίζει το Ισραήλ, και ιδίως ο κίνδυνος της «εγκατάλειψης» από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το μόνο που κάνουν είναι να ενισχύουν την εικόνα τού αδιάλλακτου που χτίζει ο Νετανιάχου για τον εαυτό του.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.amazon.com/Treacherous-Alliance-Secret-Dealings-Israel/dp/030...

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139981/trita-parsi/pushing-peace

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr