Η παγίδα των κυρώσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παγίδα των κυρώσεων

Γιατί συμφέρουν οι συνομιλίες με το Ιράν
Περίληψη: 

Καθώς οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν επαναλαμβάνονται στην Γενεύη αυτή την εβδομάδα, οι Αμερικανοί πολιτικοί είναι διχασμένοι μεταξύ εκείνων που θα ήθελαν να χαλαρώσουν οι κυρώσεις κατά του Ιράν με αντάλλαγμα την συνεργασία τής Τεχεράνης και εκείνων που θα προτιμούσαν να ενταθούν ώστε να αναγκαστεί σε συμμόρφωση. Η ιστορία δείχνει ότι οι κυρώσεις λειτουργούν καλύτερα ως διαπραγματευτικό χαρτί παρά ως ρόπαλο.

Η KIMBERLY ANN ELLIOTT είναι βασική συνεργάτις στο Κέντρο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη (Center for Global Development).

Καθώς οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν επαναλαμβάνονται στην Γενεύη [1] αυτή την εβδομάδα, οι παρατηρητές και οι φορείς χάραξης πολιτικής είναι ξεκάθαρα διχασμένοι σχετικά με το ρόλο των οικονομικών κυρώσεων. Όσοι θέλουν να δώσουν μια ευκαιρία στις διαπραγματεύσεις, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα και του υπουργού Εξωτερικών, Τζον Κέρι, πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να ελαφρύνουν τις κυρώσεις με αντάλλαγμα την συνεργασία τού Ιράν. Εκείνοι που παραμένουν καχύποπτοι για τις προθέσεις τού Ιράν, συμπεριλαμβανομένων πολλών στο Κογκρέσο, υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διπλασιάσουν τις κυρώσεις για να αναγκάσουν το Ιράν να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους.

Η ιστορία δείχνει ότι από την στιγμή που επιβάλλονται, η υπόσχεση άρσης των κυρώσεων συχνά προσφέρει περισσότερη μόχλευση από όση οι προσπάθειες για να κρατηθούν σε ισχύ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κόστος των οικονομικών κυρώσεων συνέβαλε στην πρόσφατη επίθεση γοητείας τού νέου Ιρανού προέδρου, Χασάν Ρουχανί. Ωστόσο, οι κυρώσεις δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθε στο τραπέζι των συνομιλιών: Το παράθυρο για τις διαπραγματεύσεις άνοιξε μόνο αφότου ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, ένας πρόεδρος τον οποίον ο ανώτατος ηγέτης τού Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δεν εμπιστευόταν πλέον, αντικαταστάθηκε από κάποιον τον οποίον εμπιστεύεται - τουλάχιστον για την ώρα. Η εσωτερική πολιτική στο Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα καθορίσει το κατά πόσον αυτό το παράθυρο θα παραμείνει ανοικτό ή θα κλείσει απότομα για μια ακόμη φορά. Για να κρατηθεί ανοιχτό, ο Ρουχανί θα πρέπει να δείξει στο εγχώριο κοινό του ότι μπορεί να κερδίσει κάποια ελάφρυνση. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κογκρέσο θα πρέπει να δώσει στον Ομπάμα επαρκή ευελιξία να χειριστεί τις κυρώσεις ως το διαπραγματευτικό χαρτί που όντως είναι.

ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Σε όλη την ιστορία, οι κυρώσεις σπάνια έκαναν χώρες να συνθηκολογήσουν οριστικά. Συνάδελφοι από το Peterson Institute for International Economics και εγώ, αναλύσαμε 204 περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων στον εικοστό αιώνα [2] (όλες τις υποθέσεις που μπορέσαμε να προσδιορίσουμε). Βρήκαμε ότι πέτυχαν μέρος των στόχων τους, περίπου στο ένα τρίτο του χρόνου. Πράγματι, τα περισσότερα από τα επιτυχημένα παραδείγματα περιέχουν συμβιβασμό και τμηματικά επιτεύγματα. Μόνο σε 12 περιπτώσεις οι κυρώσεις οδήγησαν άμεσα στην επιτυχία των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.

Συνολικά, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι κυρώσεις είναι πιο πιθανό να είναι αποτελεσματικές όταν οι στόχοι αυτών που τις επιβάλλουν είναι σχετικά ήπιοι, η στοχευμένη κυβέρνηση είναι τουλάχιστον κάπως δημοκρατική, οι σχέσεις μεταξύ των κυρώσεων και των στοχευμένων κυβερνήσεων ήταν φιλικές και όχι εχθρικές πριν από την επιβολή κυρώσεων, και το οικονομική κόστος που επιβάλλεται στην χώρα-στόχο είναι ανάλογο με τον στόχο που επιδιώκεται. Τέλος, όταν οι κυρώσεις επιβάλλονται με φιλόδοξους στόχους, η επιτυχία εξαρτάτο από την διεθνή συνεργασία συμμάχων ή διεθνών οργανισμών.

Δυστυχώς για την Ουάσιγκτον, η περίπτωση του Ιράν δεν πληροί τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις. Ο στόχος, η αναστολή τού πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, αφορά σε ένα κεντρικό ζήτημα εθνικής ασφάλειας για την Τεχεράνη. Επιπλέον, το Ιράν είναι μόνο κατ’ όνομα δημοκρατικό. Οι Ιρανοί ψηφίζουν - αλλά μόνο τούς υποψηφίους που εγκρίνουν ο ανώτατος ηγέτης και το Συμβούλιο των Φρουρών. Τέλος, οι σχέσεις μεταξύ τού Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών, και όλο και περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ τού Ιράν και ενός μεγάλου μέρους του υπόλοιπου κόσμου είναι εχθρικές.

Εξισορροπητικός απέναντι σε αυτά, όμως, είναι ο ασυνήθιστα υψηλός βαθμός διεθνούς συνεργασίας που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμπήξει για να επιβάλλουν τις οικονομικές κυρώσεις. Μια έκθεση της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου [3] εκτιμά ότι οι κυρώσεις έχουν μειώσει κατά το ήμισυ τις ιρανικές εξαγωγές πετρελαίου, που κάποτε αντιπροσώπευαν περί το 80% των εξαγωγών τής χώρας, το 50% των εσόδων τής κυβέρνησης, και το 20% τής οικονομίας. Με συντηρητικές εκτιμήσεις μας, [4], οι κυρώσεις στο Ιράν κοστίζουν τουλάχιστον 5,5% του ΑΕΠ του, αφότου το μποϊκοτάζ πετρελαίου τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή από την ΕΕ. Αυτό είναι ένα υψηλότερο τίμημα από τις 204 υποθέσεις που εξετάσαμε εκτός 28 περιπτώσεων. Το κόστος τους είναι, επίσης, περίπου ίσο με το μέσο κόστος σε στοχευμένες χώρες σε περιπτώσεις όπου οι στόχοι ήταν πολύ φιλόδοξοι και οι κυρώσεις συνέβαλαν σε θετικά αποτελέσματα, όπως, για παράδειγμα, οι εκτεταμένες κυρώσεις τού ΟΗΕ κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας που οδήγησαν στην υπογραφή τής Ειρηνευτικής Συμφωνίας τού Ντέιτον και στο τέλος τού πολέμου τής Βοσνίας την δεκαετία τού 1990.

Το υψηλό οικονομικό κόστος, όμως, δεν αποτελεί εγγύηση για πολιτικά αποτελέσματα. Το κόστος των κυρώσεων για το Ιράκ στην δεκαετία τού 1990 ήταν δέκα φορές υψηλότερο από όσο για το Ιράν σήμερα, αλλά αυτό το καθεστώς κυρώσεων ήταν ανεπαρκές για να αναγκάσει τον Σαντάμ να φύγει από την εξουσία, όπως κάποιοι είχαν ελπίσει, ή να τον εξαναγκάσει να συνεργαστεί στην προσπάθεια (υπό την ηγεσία τού ΟΗΕ) να βρεθούν και να καταστραφούν τα όπλα μαζικής καταστροφής τού Ιράκ. Επιπλέον, οι σοβαρές ανθρωπιστικές επιπτώσεις των κυρώσεων, οι οποίες τότε ήταν οι πιο ολοκληρωμένες παγκοσμίως από ποτέ, διάβρωσαν την πολιτική στήριξη για σκληρή προσέγγιση και έτσι υπονόμευσαν την ικανότητα των Ηνωμένων Εθνών να τις εφαρμόσει.