Η επόμενη Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επόμενη Ευρώπη

Προς μια ομοσπονδιακή ένωση

Η αποτυχία του ευρώ θα βλάψει κάθε σημείο τού πυρήνα της Ευρώπης όσο και της περιφέρειάς της, και η μεσαία τάξη της Γερμανίας θα μπορούσε να πληρώσει το υψηλότερο τίμημα. Η επιτυχία της Γερμανίας ως το πλέον ανταγωνιστικό εμπορικό έθνος της Ευρώπης σήμερα μπορεί να αποδοθεί στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν πριν από αρκετά χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης και της περικοπής του κόστους εργασίας, ενώ προωθήθηκαν επενδύσεις στην εκπαίδευση και την Έρευνα και Ανάπτυξη. Αυτά έχουν βοηθήσει την μεταποίηση να συνεχίσει να αντιπροσωπεύει ένα υγιές 24% της γερμανικής οικονομίας. Αυτό που ποτέ δεν φαίνεται να συζητήθηκε στη Γερμανία, όμως, είναι το πώς αυτό το βιομηχανικό θεμέλιο της γερμανικής ευημερίας θα απειληθεί αν το ευρώ αποτύχει. Σε αυτή την περίπτωση, η Γερμανία θα αναγκαστεί να επιστρέψει στο γερμανικό μάρκο, η αξία του νομίσματός της θα ανέβει στα ύψη και η ανταγωνιστικότητα του μεταποιητικού της τομέα θα πέσει κατακόρυφα. Οι γερμανικές πολυεθνικές εταιρείες θα δώσουν ελάχιστο χρόνο πριν να μετακομίσουν την παραγωγή τους εκτός της Γερμανίας για να επωφεληθούν από το χαμηλότερο κόστος εργασίας στο εξωτερικό, την παγκόσμια εξάπλωση της τεχνολογίας καθώς και το δίκτυο των αλυσίδων εφοδιασμού που επιτρέπει ποιοτική παραγωγή και αλλού. Η έρευνα και ο σχεδιασμός μπορεί να παραμείνουν εντός της χώρας, αλλά η παραγωγή και η συναρμολόγηση που συνδέονται με πολυάριθμες θέσεις εργασίας μεσαίου εισοδήματος θα πάνε αλλού. Οι μεγάλοι χαμένοι σε ένα τέτοιο σενάριο θα είναι τα μέλη της γερμανικής μεσαίας τάξης - και έτσι, εάν κατανοηθεί σωστά, για τη Γερμανία το ευρώ είναι ένα ταξικό ζήτημα.

Ωστόσο, ακριβώς εξαιτίας τής ιστορικά ισχυρής μεταποιητικής οικονομίας της, η Γερμανία έχει γίνει λιγότερο προσανατολισμένη στις χρηματοπιστωτικές αγορές από όσο άλλα κράτη, κάτι που έχει οδηγήσει σε μια ορισμένη «κώφωση» μεταξύ των γερμανικών πολιτικών ελίτ σχετικά με την επίδραση της γερμανικής δημοσιονομικής πολιτικής για την Ευρώπη στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων. Σήμερα, όμως, η πραγματικότητα είναι ότι αυτές οι αγορές ομολόγων θα υπαγορεύσουν όχι μόνο αν το ευρώ θα επιβιώσει, αλλά και το κόστος που θα πληρώσει η γερμανική μεσαία τάξη. Εάν η Γερμανία θέλει να παραμείνει σε γενικές γραμμές μια ευημερούσα και δίκαιη κοινωνία σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, μπορεί να το κάνει μόνο μέσα σε μια σταθερή ευρωζώνη και με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται – κατά πρώτον, μια τραπεζική ένωση, στη συνέχεια δημοσιονομική ένωση, και, τελικά, μια ομοσπονδιακή πολιτική ένωση.

Εξ άλλου, αν το ευρώ αποτύχει, ο γερμανικός χρηματοπιστωτικός τομέας θα δεχθεί επίσης ένα χτύπημα και θα προξενήσει περαιτέρω ζημία στην οικονομία. Το ντόμινο της αποτυχίας τής ευρωπαϊκής περιφέρειας θα καταλήξει τελικά να χτυπήσει εξίσου τις γερμανικές τράπεζες και τους αποταμιευτές, δεδομένου ότι είναι μεταξύ των μεγάλων πιστωτών που κατέχουν αυτές τις προβληματικές οφειλές (με ανεξόφλητα δάνεια το 2012 πάνω από 300 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία). Και μια αποτυχία της ευρωζώνης λόγω του δισταγμού του Βερολίνου θα αποδώσει την ευθύνη για την καταστροφή της Ευρώπης στη Γερμανία, κάτι που ούτε ο γερμανικός λαός ούτε η ελίτ της Γερμανίας θέλουν να συμβεί.

Η Γερμανία, ως εκ τούτου, έχει πολλούς ισχυρούς λόγους να θέλει να διατηρηθεί το ευρώ αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να βοηθήσει να διορθωθεί η σημερινή αποσταθεροποίηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αποδεχόμενη ένα μειωμένο εξωτερικό πλεόνασμα. Πράγματι, με μειωμένο πλεόνασμα, η λεγόμενη Ένωση Μεταβιβάσεων (transfer union) στην οποία αντιτίθενται τόσο πολλοί Γερμανοί - μια μόνιμη επιδότηση των ασθενέστερων περιφερειακών κρατών - θα ήταν περιττή. Αλλά, με τα συνεχή μεγάλα εξωτερικά πλεονάσματα θα καταστεί απαραίτητη, αφού μόνο αυτό θα επιτρέψει σε άλλους Ευρωπαίους να χρηματοδοτήσουν την αγορά των γερμανικών προϊόντων. Το πραγματικό ζήτημα για τη Γερμανία σήμερα δεν είναι, επομένως, η διάσωση των υπολοίπων αλλά η διάσωση του εαυτού της, πριν να είναι πολύ αργά.

ΕΝΩΣΗ ΤΩΡΑ

Η ιστορία προσφέρει μερικά αξιοσημείωτα παραδείγματα επιτυχημένων πολιτικών ομοσπονδιών. Κατά τη δική τους εποχή τής ομοσπονδίας, στη δεκαετία του 1780, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια αραιοκατοικημένη χούφτα νέων κρατών με κοινό πολιτισμό και κοινή γλώσσα, και γι’ αυτό δεν παρέχουν πολλά σχετικά διδάγματα για την Ευρώπη σήμερα. Η εμπειρία της Ελβετίας, όμως, προσφέρει περισσότερα, ένα εκ των οποίων αφορά στην «αργή κύηση». «Η ομοσπονδία χρειάζεται χρόνο», λέει ο Ελβετός πρώην διπλωμάτης Jakob Kellenberger. «Χρειάστηκαν αιώνες στους ανθρώπους που ζουν σε ελβετικά καντόνια για να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, στη συνέχεια, μια μακρά περίοδος συνομοσπονδίας πριν από τη μετάβαση προς την πλήρη ομοσπονδία το 1848. Η μετάβαση αυτή έγινε μόνο μετά από μια ιστορική στιγμή μεγάλης έντασης μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών, καθολικών και προτεσταντών». Η ελβετική ομοσπονδία λειτούργησε, σημειώνει, επειδή το κέντρο έχει σεβασμό στην αυτονομία των καντονιών (τα οποία ποτέ δεν ήταν αγχωμένα να παραδώσουν την εξουσία τους) και είναι προσεκτικό να μην καταχράται τις εξουσίες του. Όλες οι εξουσίες που δεν έχουν ειδικά ανατεθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση από το ελβετικό σύνταγμα, εξάλλου, εξακολουθούν να ασκούνται από τα καντόνια. Με συμπληρωμένες ήδη δεκαετίες βήμα προς βήμα ολοκλήρωσης και με έναν επιταχυνόμενο κόσμο μπροστά της, η Ευρώπη πρέπει να πετύχει την στροφή της προς την πλήρη πολιτική ένωση σε έτη και δεκαετίες, όχι αιώνες, αλλά παρ’ όλα αυτά ετούτη η μετάβαση μπορεί να συμφέρει να ακολουθήσει κατά πολύ το ελβετικό πρότυπο.