Το γερμανικό σύνδρομο
Έχουν αλλάξει οι Γερμανοί; Το ερώτημα πλανάται όχι μόνο στον ευρωπαϊκό νότο που μαστίζεται από την κρίση, αλλά και στις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, το Παρίσι, την Βαρσοβία. Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στο πως προβάλλει σήμερα το Βερολίνο την τεράστια γεωοικονομική ισχύ που έχει συσσωρεύσει και στις αναλογίες με την προβολή της γερμανικής ισχύος στο παρελθόν …
Η ανατροπή των πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει προκαλέσει η ανάδυση της γεωοικονομικής ισχύος τού Βερολίνου, αλλά και η διαφαινόμενη εξάντληση της δυναμικής τής Συνθήκης των Ηλυσίων στη σχέση Γαλλίας-Γερμανίας, χωρίς αμφιβολία τροφοδοτούν προβληματισμούς και μοχλεύουν φοβίες.
Η κρίση τής ευρωζώνης ανέδειξε άλλωστε μια σειρά οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων που εντοπίζονται στην σταδιακή εκτροπή τής Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις αξίες και τους στόχους των ιδρυτών της και στην διαίρεσή της σε δανειστές και οφειλέτες. Ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος και πίσω από αυτόν ενδεχομένως να κρύβεται ένας υπό εκκόλαψη αντιγερμανισμός.
Τον φόβο αυτό διατυπώνει έμμεσα στο τέλος τού βιβλίου του «Το γερμανικό σύνδρομο – Η Ελλάδα και η Ευρώπη απέναντι στη γερμανική ιδιαιτερότητα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής» ο συγγραφέας του, δημοσιογράφος, Μάκης Ανδρονόπουλος, όπου απευθύνει μια ανοιχτή επιστολή στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η οποία καταλήγει ως εξής: «Είμαι βέβαιος ότι το Βερολίνο ξυπνά τις νύχτες από αυτό που υπέφερε ο Μπίσμαρκ, ‘’le cauchemar des coalitions”( O εφιάλτης των συνασπισμών). Εγώ προσωπικά, κύριε υπουργέ, έχω έναν άλλο εφιάλτη που δεν με αφήνει να κοιμηθώ. Φοβάμαι ότι η ταξική συνείδηση που επανήλθε μετά από δεκαετίες καταναλωτισμού σε όλη την Ευρώπη, εγκαταλείπει τνη φάση τής ταξικής οργής και σιγά σιγά μετατρέπεται σε εθνικό μίσος που ενδέχεται να λάβει τη μορφή εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων». Υπερβολή; Ενδεχομένως, οι ευρωεκλογές θα δείξουν…
Ο Ανδρονόπουλος καταλήγει στην έμμεση διατύπωση αυτού του φόβου, μετά από μια απόπειρα καταβύθισης σε διάφορες εκφάνσεις τού Sonderweg, του ειδικού μονοπατιού, που ακολούθησε ο εκσυγχρονισμός της Γερμανίας από τα μέσα τού 19ου αιώνα σε σχέση με την Γαλλία, την Βρετανία και τις ΗΠΑ. Η δυναμική είσοδος της οικονομίας στην βιομηχανική εποχή, δεν συνοδεύτηκε από τις αντίστοιχες αλλαγές στις δομές τής εξουσίας, οι οποίες διατηρήθηκαν υπέρ τής αριστοκρατίας και των μεγάλων γαιοκτημόνων, προκαλώντας μεγάλες εσωτερικές ανισορροπίες στην γερμανική κοινωνία, και οι οποίες συνέβαλαν στην εκτροπή του 1933.
Ο συγγραφέας επιχειρεί μια αναψηλάφηση της «Deutschtum» (γερμανοσύνης) μέσα από την ιστορία από την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τα γερμανικά φύλα μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης τού ευρώ, αναζητά τις διάφορες εκφάνσεις τής Machtpolitik, της πολιτικής τής ισχύος όπως εκάστοτε προβάλλεται από το Βερολίνο και επισημαίνει διάφορες ιδιαιτερότητες της γερμανικής παρουσίας στην ζωή και στην ιστορία. Έτσι, ανακαλύπτει βασικές προγραμματικές ιδιότητες των Γερμανών στον Καντ και στον Χέγκελ, στις έννοιες του κράτους, τού πεπρωμένου, του απεριόριστου ορθολογισμού, αλλά και στους αποδομητές του γερμανικού ιδεαλισμού (Μαρξ, Νίτσε, Σπέγκλερ) οι θεωρίες των οποίων τροφοδότησαν ολοκληρωτισμούς. Ανακαλύπτει το weltschmerz, τη μελαγχολία τού μυαλού, την ροπή των Γερμανών στη μεταφυσική και τον μυστικισμό και διατυπώνει μια ιδιαιτερότητά τους, τον «εσχατολογικό ορθολογισμό», λογικοφανείς υπερκατασκευές που, όμως, θεμελιώνονται πάνω σε ιδεοληπτικά δόγματα.
Το βιβλίο τού Ανδρονόπουλου αποτελεί μια εικονοκλαστική έρευνα πέρα από την επίσημη ταυτότητα των Γερμανών, εγχείρημα με πολλούς κινδύνους που μάλλον καταφέρνει να προσπεράσει. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ανδρονόπουλος αναλαμβάνει ένα τέτοιο εγχείρημα. Στο πρώτο του βιβλίο «Η Ελλάδα στο ντιβάνι – Διεργασίες ανατροπής γύρω από την ιστορία, τη γλώσσα και τα κοινωνικά στερεότυπα» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2011) είχε διερευνήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν την ελληνική εθνική ταυτότητα, και ιδιαίτερα τους τρεις βασικούς της πυλώνες, την ιστορία, την γλώσσα και τα κοινωνικά στερεότυπα, ενώ έθετε και τον παράγοντα της βιοπολιτικής τού Μνημονίου πάνω στην εξέλιξη της εθνικής ταυτότητας. Συνεπώς, διαθέτει μια καλή εμπειρία.
Η έρευνά του υποστηρίζεται από μια εκτενή βιβλιογραφία, ιστορικών, φιλοσόφων, πολιτικών και οικονομολόγων, όπως Le Goff, o Burns, o Wolin, o Chapoutot, o Mazower, o Hegel, o Spengler, o Γιανναράς, ο Ματσούκας, ο Ψυχοπαίδης, o Α. Hitler, o Churchill, o Kissinger, ο Kundnani, ο G.Fiedman, ο Pisani-Ferry και πολλοί άλλοι, καθώς και από μια εξ ίσου μεγάλη αρθρογραφία γύρω από την κρίση χρέους. Μέσα από αυτή την ευρεία γκάμα πηγών χτίζει ένα διαφωτιστικό και ταυτόχρονα ερεθιστικό αφήγημα, ιδιαίτερα χρήσιμο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό που είναι εγκλωβισμένο στα στερεότυπα που προέκυψαν από τις θηριωδίες τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν είναι εξοικειωμένο με την γερμανική ιστορία και σκέψη.
Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί στον πρόλογο του βιβλίου του, η έρευνα προέκυψε από την ανάγκη του να κατανοήσει την γερμανική διαχείριση της κρίσης τού ευρώ και τα βαθύτερα αίτιά της, με αποτέλεσμα να καταπιαστεί με τη γερμανική ιστορία και τις εκφάνσεις τής γερμανικής ψυχής στο πεδίο τής πολιτικής και της οικονομίας. Διερευνά τις συνθήκες προσχώρησης του γερμανικού λαού στο ναζισμό, την ιδιαιτερότητα του ολοκαυτώματος, την αποναζιστικοποίηση μετά τον πόλεμο, το γερμανικό οικονομικό θαύμα, τις συμφωνίες για την επανένωση των δύο Γερμανιών, την Συμφωνία των Ηλυσίων και τον γαλλογερμανικό άξονα και τον στρατηγικό ρόλο τού γερμανικού κεφαλαίου και των ελίτ για να εντοπίσει στο τέλος τις συνθήκες που αναδεικνύουν τον «γερμανικό φονταμενταλισμό». Η οπτική του στην ανάλυση της κρίσης είναι η Ελλάδα και η Κύπρος και η στοχοποίηση των λαών τους, αλλά εντάσσει στην ανάλυσή του τον ανταγωνισμό Γερμανίας-ΗΠΑ για τον έλεγχο της Ευρώπης και τα σενάρια για το μέλλον της. Το γερμανικό σύνδρομο είναι εν τέλει η αδυναμία της εκάστοτε γερμανικής ηγεσίας να ελέγξει την προβολή της δύναμης της χώρας και η ροπή της προς τους γεωπολιτικούς αταβισμούς.