Ο ενεργειακός πλούτος τής Συρίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός πλούτος τής Συρίας

Τα πετρελαϊκά συμφέροντα και το συριακό δράμα – Η περίπτωση της Τουρκίας

Όταν το Τελ –Αβίβ ξεκίνησε συστηματικά την υπεράκτια εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2009, ήταν σαφές ότι όλη η λεκάνη τής Ανατολικής Μεσογείου εισερχόταν σε μια νέα περίοδο. Οι ανακαλύψεις σημαντικών (ή και τεραστίων) κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, τα οποία βρίσκονται σε ένα σχετικά ανεξερεύνητο μέρος τής Μεσογείου Θάλασσας (ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο, Συρία, Λίβανο, Ισραήλ, Λωρίδα της Γάζας και Αίγυπτο), δείχνουν ότι η περιοχή θα μπορούσε να μετατραπεί σ΄ έναν «νέο Περσικό Κόλπο». Στη Συρία, εκτός των υφισταμένων χερσαίων κοιτασμάτων, αναλογεί ένα σημαντικό μέρος αυτού τού υπεράκτιου ορυκτού πλούτου, στον οποίο προσβλέπουν οι μεγάλοι πολυεθνικοί πετρελαϊκοί όμιλοι. Πρόσθετα, η κατάλληλη αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης τής χώρας, της πρόσφερε την δυνατότητα για σταδιακή υιοθέτηση της «ενεργειακής πολιτικής των τεσσάρων θαλασσών», που φιλοδοξούσε να μετατρέψει την Συρία σε κόμβο μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Μαύρη Θάλασσα, την Κασπία, τον Περσικό Κόλπο και τη Μεσόγειο.

ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ

Η Συρία άρχισε να εκδίδει παραχωρήσεις προς τις εταιρείες πετρελαίου το ΄30, αλλά η παραγωγή ξεκίνησε στα τέλη του ΄60 σε περιορισμένες ποσότητες. Παρά την μειωμένη παραγωγή, η Δαμασκός είχε έσοδα από τον πετρελαϊκό τομέα, κυρίως μέσω των τελών διέλευσης από διεθνείς αγωγούς. Ωστόσο, οι εξαγωγές πετρελαίου αποτελούν ένα ζωτικό στοιχείο τής οικονομίας τής Συρίας, αντιπροσωπεύοντας το 35% του συνόλου των εσόδων από τις εξαγωγές της το 2010 [1].

18022014-1.jpg

Χάρτης των αγωγών πετρελαίου (με πράσινο) και φ. αερίου (με κόκκινο). Με διακεκομμένες γραμμές οι σχεδιαζόμενοι αγωγοί. Τα κοιτάσματα σημειώνονται με αντίστοιχο χρώμα και τα διυλιστήρια με μαύρο τρίγωνο. (Courtesy Reuters)

Η Oil & Gas Journal εκτιμά τα αποδεδειγμένα αποθέματα της Συρίας σε 2,5 δισ. βαρέλια, ένα μέγεθος μεγαλύτερο από το σύνολο των γειτόνων της, εκτός του Ιράκ. Το 2011 η κατανάλωση πετρελαίου ήταν 258.000 βαρέλια την ημέρα (bbl/d), ενώ η παραγωγή 330.800 bbl/d, αλλά η χώρα έχει περιορισμένη ικανότητα διύλισης: 240.000 bbl/d από τον Ιανουάριο του 2011, (τα δυο κρατικά διυλιστήρια βρίσκονται στη Baniyas και στη Homs, με αντίστοιχη ικανότητα διύλισης 133.000 και 107.000 bbl/d). Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 2010, η Βενεζουέλα υπέγραψε ένα μνημόνιο συμφωνίας (Memorandum of Understanding, MoU) για την κατασκευή διυλιστηρίου 140.000 bbl/d στη Froklos, έργο που είχε ανασταλεί από το 2008. Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν συζητήσει επίσης την κατασκευή διυλιστηρίου 70.000 bbl/d στη Deir al-Zor - έπρεπε να έχει αρχίσει από το 2008 [2].

Ενώ η παραγωγή πετρελαίου τής Συρίας και οι εξαγωγές της έχουν μειωθεί από τα μέσα της δεκαετίας τού 1990, η ζήτηση πετρελαίου έχει σταδιακά αυξηθεί, ωθούμενη και από την πολιτική επιδοτήσεων των πετρελαϊκών προϊόντων. Σύμφωνα με την «Middle East Economic Survey» [3], η Συρία δαπάνησε 2,5 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις προϊόντων πετρελαίου το πρώτο εξάμηνο του 2011. Η Δαμασκός είχε ανακοινώσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για την σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων, αλλά η έναρξη της πολιτικής αναταραχής το 2011 ανέστειλε την υλοποίησή του. Οι ξένες επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας για την βελτίωση των επιπέδων παραγωγής [4]. Η Συριακή Πετρελαϊκή Εταιρεία (Syrian Petroleum Co., SPC) ελέγχει άμεσα περίπου το ήμισυ της παραγωγής πετρελαίου της χώρας και λαμβάνει το 50% των μετοχών των έργων ανάπτυξης σε συμπράξεις με ξένους εταίρους. Η SPC έχει αναλάβει προσπάθειες για να αντιστραφεί η τάση μείωσης της παραγωγής και των εξαγωγών πετρελαίου, μέσω της εξερεύνησης για πετρέλαιο και παραγωγής σε συνεργασία με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες [5].

Ωστόσο, οι κυρώσεις των ΗΠΑ [6] έχουν αποκλείσει τις αμερικανικές εταιρείες από το να συμμετέχουν και η Συρία στρέφεται στη συνεργασία με κινεζικές, ινδικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Αιτήσεις είχαν αρχίσει να αποστέλλονται από τον Μάρτιο του 2010 σε γύρο υποβολής προσφορών για οκτώ χερσαία πεδία. Η Total και η Petro-Canada ήταν από τις πρώτες εταιρείες, που επρόκειτο να λάβουν άδειες εξερεύνησης τον Μάιο του 2011. Η Συρία διαθέτει επίσης για έρευνες υπεράκτιες εκτάσεις της, αν και αυτές αναμένεται να περιέχουν κυρίως φυσικό αέριο. Το συριακό Υπουργείο Πετρελαίου και Ορυκτών Πόρων και η SPC διέθεσαν τρία υπεράκτια τμήματα σε διαγωνισμό τον Μάρτιο του 2011. Επιπλέον, το ίδιο Υπουργείο με την General Establishment of Geology and Mineral Resources (GEGMR) ανακοίνωσαν ένα γύρο υποβολής προσφορών για την ανάπτυξη των κοιτασμάτων σχιστολιθικού πετρελαίου στην al-Khanasir, 60 μίλια νοτιοανατολικά τού Χαλεπίου. Η περιοχή της προσφοράς αποτελείται από 14 τμήματα, με το σύνολο των αποθεμάτων σχιστολιθικού πετρελαίου να υπολογίζονται σε 39 δισ. τόνους. Η υποβολή των προσφορών έληξε στις 30 Νοεμβρίου 2011 [7].

Τα μεγαλύτερα και ώριμα πετρελαϊκά πεδία είναι το Omar Al-Furat και το Jbessa, που φέρονται να είχαν, το 2010, παραγωγική ικανότητα 100.000 και 200.000 bbl/d, αντίστοιχα. Η ξένη κοινοπραξία που παράγει είναι η Al Furat Petruleum Company (AFPC), που ιδρύθηκε το 1985 και αποτελείται από την Συριακή Επιχείρηση Πετρελαίου, (Syria Petroleum Corporation - SPC) με ποσοστό 50%, την Syria Shell Petroleum Development (SSPD) με 32% και τη Himalaya Energy Syria, [HES - μια σύμπραξη της China National Petroleum Corporation (CNPC) και της Ινδικής Oil & Natural Gas Corporation (ONGC)], με 18% [8]. Η χώρα διαθέτει τρεις σταθμούς εξαγωγών/εισαγωγών πετρελαίου στη Μεσόγειο, όλα υπό τη διαχείριση της Syrian Company for Oil Transportation, (SCOT). Η Baniyas και η Ταρτούς είναι τα μεγαλύτερα λιμάνια από τα οποία εξάγονται οι κύριες ποιότητες πετρελαίου. Στη Λατάκεια χειρίζονται μικρότερα φορτία. Τα τερματικά συνδέονται με διυλιστήρια μέσω εγχώριου δικτύου αγωγών. Οι καθαρές εξαγωγές πετρελαίου τής Συρίας ήταν το 2010, 109.000 bbl/d, από 117.000 το προηγούμενο έτος. Οι εξαγωγές προωθούντο σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, ιδίως στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, και τις Κάτω Χώρες [9].

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

Αν και το φυσικό αέριο είναι σημαντικό για την Συρία, η χώρα δεν αποτελεί έναν από τους μεγάλους παραγωγούς. Η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Συρία γνώρισε άνοδο 33% μεταξύ των ετών 2000 και 2011, ενώ η ακαθάριστη παραγωγή αυξήθηκε λίγο περισσότερο από 40%. Το 2009, η Συρία παρήγαγε 219 ΒCF (Billion Cubic Feet) φυσικό αέριο, καταναλώνοντας 251 BCF και εισάγοντας 32 BCF. Η παραγωγή είχε κορυφωθεί στα 252 BCF το 2004, αλλά θα μπορούσε να αυξηθεί, καθώς ορισμένα έργα στην ξηρά έχουν τεθεί σε λειτουργία. Επιπλέον, υποβλήθηκαν προσφορές ύστερα από την προκήρυξη του Μαρτίου του 2010, για οκτώ χερσαία τμήματα. Η Total και η Petro-Canada ήταν από τις πρώτες εταιρείες που επρόκειτο να λάβουν άδειες εξερεύνησης [10]. Όλοι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Συρίας μετατρέπονται σε καύση φυσικού αερίου και η εγχώρια ζήτησή του αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2020 [11]. Παρά το γεγονός ότι η εξόρυξη φυσικού αερίου τής Συρίας αναμένεται να αυξηθεί, θα είναι ανεπαρκής για την κάλυψη της εκτιμώμενης ζήτησης και η Δαμασκός αναπτύσσει σχέδια για την εισαγωγή αυξημένων ποσοτήτων.

Τα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου τής Συρίας εκτιμώνται σε 8,5 τρισ. κυβικά πόδια (TCF) στο τέλος τού 2012, σύμφωνα με την Oil and Gas Journal, με ένα ποσοστό αυτών να είναι της μορφής «Associated Petroleum Gas» -(APG). Όπως και τα κοιτάσματα πετρελαίου τής χώρας, η πλειοψηφία των αποθεμάτων τού φυσικού αερίου βρίσκονται στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα. Το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου της Συρίας χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και από εμπορικούς και οικιακούς πελάτες. Η Δαμασκός χρησιμοποιεί επίσης φυσικό αέριο στην εξόρυξη του πετρελαίου, με μέσο όρο σχεδόν το 17% της ημερήσιας ακαθάριστης παραγωγής να έχει επανεισαχθεί στις πετρελαιοπηγές τής χώρας, μεταξύ των ετών 2000 και 2011. Η Συρία μείωσε σημαντικά τις απώλειες φυσικού αερίου κατά την τελευταία δεκαετία.

Η Συρία έχει επίσης προσφέρει συγκεκριμένες υπεράκτιες εκτάσεις για έρευνες υδρογονανθράκων. Αυτές οι περιοχές αναμένονται να περιέχουν κυρίως φυσικό αέριο, όπως και άλλα υπεράκτια τμήματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου υπεράκτια του Ισραήλ, οδήγησε γενικότερα στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα συνεχόμενα και γειτνιάζοντα υπεράκτια εδάφη τού γειτονικού Λιβάνου [12], της Κύπρου και της Συρίας. Μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα της υποβολής προσφορών το 2007, το συριακό Υπουργείο Πετρελαίου και Ορυκτών Πόρων και η συριακή General Petroleum Corporation (GPC) επέλεξαν τρία υπεράκτια τμήματα για την υποβολή νέων προσφορών τον Μάρτιο του 2011, με καταληκτική ημερομηνία την 5η Οκτωβρίου [13].

ΟΙ ΑΓΩΓΟΙ

Από τις αρχές του 1944 κατά την διάρκεια του Β΄ Π.Π., οι ΗΠΑ είχαν αναγγείλει την απόφασή τους να κατασκευάσουν ένα δίκτυο πετρελαιαγωγών συνολικού μήκους 2.000 χλμ, διασύνδεσης του Περσικού Κόλπου με την Μεσόγειο και συγχρόνως να εξοπλίσουν και να επεκτείνουν τα διυλιστήρια του Μπαχρέιν, της Αλεξανδρείας και της Χάιφας. Από στρατηγικής πλευράς το σχέδιο ήταν επιτυχημένο, γιατί με αυτή τη μέθοδο μπορούσε να αποφευχθεί η μεταφορά πετρελαίου από θαλάσσης, που με τον πόλεμο είχε γίνει επικίνδυνη. Η Βρετανία διαβλέποντας την πρόθεση της Ουάσιγκτον να περιορίσει τον ρόλο τής διώρυγας του Σουέζ, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Άγγλοι, αλλά και την υστεροβουλία να υπαχθούν τα μεταφορικά μέσα τού πετρελαίου στη Μέση Ανατολή υπό αμερικανικό έλεγχο, διαμαρτυρήθηκε στον Ιμπν Σαούντ, βασιλιά τής Σαουδικής Αραβίας, ώστε να αρνηθεί στους Αμερικανούς την εκτέλεση του έργου.

Τελικά, οι ΗΠΑ συνδέουν με πετρελαιαγωγούς τις ενεργειακές πηγές που είχαν στην Σ. Αραβία και σταματούν στην Σιδώνα. Η εταιρεία Aramco, αμερικανικών συμφερόντων, κατασκεύασε τον TAP, (Trans-Arabian Pipeline) δυναμικότητας 500.000 bbl/d, από την περιοχή αλ Ζαχράν της Σαουδικής Αραβίας μέχρι τη Μεσόγειο, μέσω Ιορδανίας, Συρίας και Λιβάνου, το 1950. Οι διαπραγματεύσεις για τον TAP έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις αμερικανο-συριακές σχέσεις και στις βρετανο-αμερικανικές σχέσεις. Ο εν μέρει ανταγωνιστικός αγωγός τού TAP στην περιοχή ήταν ο σχεδιαζόμενος MEPL (Middle East PipeLine), μια κοινοπραξία τής τότε ιρανο-βρετανικής πετρελαϊκής εταιρείας – σημερινή BP, (απόλυτο πλειοψηφικό μέρος) με αμερικανικούς ομίλους, που θα ξεκινούσε από το Ιράν και μέσω Ιράκ και Συρίας θα έφθανε στη Μεσόγειο [14]. Μετά τον πόλεμο του 1967, το τμήμα του TAP που διέσχιζε τα υψώματα του Γκολάν τέθηκε υπό ισραηλινό έλεγχο, (ωστόσο οι Ισραηλινοί επέτρεψαν την απρόσκοπτη λειτουργία του). Μετά από συνεχή διαμάχη μεταξύ της Σ. Αραβίας, της Συρίας και του Λιβάνου, σχετικά με τα τέλη διέλευσης, το τμήμα της γραμμής πέρα από την Ιορδανία διέκοψε την λειτουργία του το 1976. Το τμήμα μεταξύ Σ. Αραβίας και Ιορδανίας συνέχισε να μεταφέρει μικρές ποσότητες πετρελαίου μέχρι το 1990, όταν οι Σαουδάραβες διέκοψαν την παροχή κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου τού Κόλπου. Σήμερα, ο αγωγός είναι ακατάλληλος για τη μεταφορά πετρελαίου. Ωστόσο η διαδρομή του TAP παραμένει ως μια πιθανή οδός διέλευσης για την εξαγωγή πετρελαίου από τον Περσικό κόλπο προς την Δύση. Οικονομική ανάλυση έδειξε ότι το κόστος μεταφοράς πετρελαίου μέσω του TAP στην Ευρώπη, (λιμένας εξαγωγής η Χάιφα) θα κόστιζε 40% λιγότερο απ΄ ότι μέσω δεξαμενόπλοιου από την διώρυγα του Σουέζ. Στις αρχές του 2005, η αποκατάσταση του TAP με εκτιμώμενο κόστος έως 300 εκατ. δολ., ήταν μια από τις στρατηγικές επιλογές που εξεταζόταν από την Ιορδανία, για την κάλυψη των αναγκών της.

Ένας δεύτερος αγωγός κατασκευάστηκε κατά την δεκαετία του ’50, για τη μεταφορά πετρελαίου από το Κιρκούκ στο βόρειο Ιράκ, στη Baniyas στη Συρία και στην Τρίπολη του Λιβάνου. Αυτό το σύστημα αγωγών μήκους 800 χλμ. καταστράφηκε από την αμερικανική αεροπορία το 2003, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ [15]. Οι υπουργοί τής Συρίας και του Ιράκ συμφώνησαν στην αποκατάσταση του αγωγού καθώς και την κατασκευή νέων. Τον Ιούνιο του 2011, η Συρία και το Ιράκ υπέγραψαν ένα μνημόνιο συμφωνίας για την επισκευή τής υπάρχουσας γραμμής, διακίνησης 800.000 bbl/d καθώς και για την κατασκευή δύο νέων αγωγών: ενός για τη μεταφορά «βαρέως» αργού δυναμικότητας 1,5 εκατ. bbl/d και ενός για το «ελαφρύ» χωρητικότητας 1,25 εκατ. bbl/d. Εκτός των δυο διακρατικών πετρελαϊκών αγωγών, η Συρία έχει αναπτύξει ένα επαρκές εγχώριο σύστημα δικτύων, για τη μεταφορά αργού πετρελαίου και των προϊόντων που διαχειρίζεται η SCOT. Αυτοί οι αγωγοί περιλαμβάνουν την γραμμή Tel Adas-Ταρτούς, 347 μιλίων, 250.000 bbl/d, που συνδέει τα πετρελαϊκά πεδία με το λιμάνι τής Ταρτούς, με διασύνδεση στο διυλιστήριο της Homs και την διακίνηση πετρελαϊκών προϊόντων από το διυλιστήριο της Homs σε μεγάλες πόλεις τής Συρίας.

Οσον αφορά στους αγωγούς φυσικού αερίου, η Συρία σχεδίαζε να αναδειχθεί σε εξαγωγέα φυσικού αερίου και σ΄ αυτό το πλαίσιο, ολοκλήρωσε τον πρώτο αγωγό εξαγωγής του στον Λίβανο το 2003. Ωστόσο, δεν υπήρξε ποσότητα ικανή για παράδοση – μεταφορά μέχρι το 2009 και η Συρία μετατράπηκε σε εισαγωγέα φυσικού αερίου στα μέσα του 2008, όταν για πρώτη φορά εισήγαγε 5 BCF/y από την Αίγυπτο, μέσω του αραβικού αγωγού φυσικού αερίου, (Arab Gas Pipeline - AGP). Ο μακροπρόθεσμος στόχος τής Δαμασκού είναι να γίνει χώρα διέλευσης για τους ενεργειακούς πόρους κατ΄ αρχήν της Αιγύπτου, του Ιράκ, του Ιράν και του Αζερμπαϊτζάν, που σημαίνει αυξημένα έσοδα διέλευσης, συμβάλλοντας και στην αύξηση της διαθεσιμότητας του φυσικού αερίου στη χώρα. Ο AGP ήδη μεταφέρει αιγυπτιακό φυσικό αέριο στην Ιορδανία και τη Συρία (μια ιδιαίτερη γραμμή εφοδίαζε και το Ισραήλ) [16]. Αν και ο AGP δεν συνδέει άμεσα τον Λίβανο με την Αίγυπτο, άρχισε να τον τροφοδοτεί το 2009, μέσω μιας συμφωνίας ανταλλαγής - η Αίγυπτος στέλνει αέριο στη Συρία μέσω του AGP και η Συρία το στέλνει στο Λίβανο μέσω του αγωγού εξαγωγών τής Συρίας. Ο εφοδιασμός μέσω AGP έχει παρουσιάσει πολλές διαταραχές, με έναρξη τον Φεβρουάριο του 2011.

Το 2009 υπεγράφη ένα μνημόνιο συνεργασίας με την Τουρκία, σύμφωνα με το οποίο η Άγκυρα θα κατασκευάσει έναν αγωγό 56 μιλίων από την πλευρά των συνόρων της. Αυτή η γραμμή θα συνδεόταν με μια επέκταση του AGP που η Συρία εγκαθιστά από Χαλέπι προς Kilisr και αναμενόταν να ολοκληρωθεί το 2012. Η συμφωνία προέβλεπε η Συρία να προμηθεύεται ετησίως 17,5 - 35 BCF φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας για 5 έτη. Τον Ιούνιο του 2010 η Συρία και το Αζερμπαϊτζάν υπέγραψαν πρωτόκολλο, με το οποίο το δεύτερο θα μπορούσε να προμηθεύει την Δαμασκό με φυσικό αέριο μέσω Τουρκίας, αρχής γενομένης από το 2012. Ο εφοδιασμός εξαρτιόταν από την ολοκλήρωση της επέκτασης του αγωγού AGP με την οποία θα μπορούσαν να συνδεθούν τα δίκτυα αγωγών Συρίας και Τουρκίας μεταφέροντας αρχικά 35 BCF, φθάνοντας τα 70 δισ. ανά έτος, μέχρι το 2015.

Στη συνέχεια η Συρία συμφώνησε με το Ιράν και το Ιράκ στις αρχές του 2011, (μόλις δύο μήνες πριν ξεσπάσει η εξέγερση), για την κατασκευή τού Islamic Gas Pipeline, (IGP), στοχεύοντας στην ευρωπαϊκή αγορά [17], παρέχοντας μια εναλλακτική δίοδο για το ιρανικό φυσικό αέριο προς τις ευρωπαϊκές αγορές, επιλογή που δεν επιθυμούν τα αραβικά κράτη τού Κόλπου και κυρίως η Σαουδική Αραβία. Ο αγωγός, 3.100 μιλίων θα επιτρέψει σε 1,4 TCF/y φυσικού αερίου από το ιρανικό λιμάνι Assalouyeh, κοντά στο μεγάλο κοίτασμα του South Pars να μεταφέρεται προς τη Μεσόγειο, (μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου) και την Ευρώπη, θίγοντας τα ενεργειακά συμφέροντα των αραβικών χωρών τού Κόλπου, της Τουρκίας αλλά για πρώτη φορά και της Ρωσίας. Ο IGP έχει 30% αυξημένη χωρητικότητα από τον αγωγό Ναμπούκο, (Ερζερούμ-Αυστρία, που ακόμη βρίσκεται στα σχέδια), παρακάμπτοντας την Τουρκία. Η κατασκευή τού αγωγού αναμένεται να διαρκέσει 4-5 χρόνια, με κόστος 10 δισ. δολάρια. Σημειώνεται ότι η σχετική συμφωνία υποβαθμίζει σημαντικά τον ενεργειακό ρόλο της Άγκυρας και χρονικά συμπίπτει με την μεταστροφή τής τουρκικής πολιτικής έναντι της Συρίας. Μια πραγματικά ανεξάρτητη ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική θα έπρεπε να συνδράμει ουσιαστικά την λειτουργία τού εν λόγω αγωγού, καθόσον θα περιοριζόταν δραστικά η εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Επιπλέον, η επαναλειτουργία του πετρελαιαγωγού από το ιρακινό Κιρκούκ στο λιμάνι Baniyas της Συρίας, κατόπιν συμφωνίας με το Ιράκ, (με εκμετάλλευση δημόσιων φορέων και όχι των διεθνικών ομίλων), αποτελεί άλλη μια σημαντική ενεργειακή παράμετρο, σε βάρος των τουρκικών συμφερόντων και των κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ…

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι από το πετρέλαιο και για το πετρέλαιο ξεκίνησε ο έντονος αγώνας κυριαρχίας μεταξύ του συνασπισμένου σε ισχυρούς ομίλους μεγάλου κεφαλαίου με παρεμβάσεις κυβερνήσεων και κρατικών φορέων. Πετρέλαιο και φυσικό αέριο σημαίνουν χρήμα και εξουσία, δυο ισχυρούς παράγοντες, που μπορούν να κάνουν το οτιδήποτε. Πώς αλλιώς για παράδειγμα μια από τις πιο συντηρητικές μουσουλμανικές χώρες τού κόσμου, η Σαουδική Αραβία θα είχε ευθυγραμμιστεί εδώ και χρόνια τόσο στενά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα υπόδειγμα φιλελεύθερης σκέψης και προσωπικής ελευθερίας; Φυσικά ισχύει και το αντίστροφο ερώτημα.

Η πολιτική αναταραχή στην Συρία ξεκίνησε στα μέσα Μαρτίου του 2011. Ακολούθησε πρόσθετη επιβολή κυρώσεων στη Δαμασκό από τις ΗΠΑ και την ΕΕ [18] καθώς και συμπληρωματικές κυρώσεις από την Ουάσιγκτον, στον τομέα τής ενέργειας τον Αύγουστο του 2011. Οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί όμιλοι δεν μπορούν να λάβουν μέρος στην εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου τής Συρίας και στην αξιοποίηση της θέσης της ως χώρας διέλευσης ενεργειακών πόρων τής περιοχής. Συνεπώς, ούτε οι ανταγωνιστές τους θα έπρεπε να είχαν αυτές τις δυνατότητες: σύντομα η ΕΕ, με πρωτοστάτη την Βρετανία ακολούθησε τις ΗΠΑ στις κυρώσεις, σε βάρος των δικών της συμφερόντων, (γεωενεργειακή πλάνη). Η τελευταία, με την οικονομική κρίση στην ευρωζώνη δείχνει να παραμελεί τον ρόλο της στη γειτονική της περιοχή ενώ η Γαλλία, η οποία διαθέτει πολλαπλά ερείσματα στη Συρία και θεωρεί την Ανατολική Μεσόγειο ως ιστορική σφαίρα επιρροής της, δεν επιθυμεί να αντιταχθεί στα αμερικανικά σχέδια. Η Τουρκία ύστερα από μια αμφιταλάντευση συντάχθηκε κατά του συριακού καθεστώτος. Συνεπώς στο βάθος τής συριακής κρίσης υφίσταται ένας ακήρυκτος γεωενεργειακός πόλεμος: από τότε που τέθηκαν τα ζητήματα των χερσαίων διαδρομών των υδρογονανθράκων με ασφάλεια και των κοιτασμάτων τής λεκάνης τής Λεβαντίνης, η Συρία απέκτησε κεντρική ενεργειακή σημασία λόγω του πλούτου και της γεωγραφικής της θέσης, (οικονομικότερες, ασφαλέστερες και συνεπώς προσφορότερες διαδρομές, από αυτές της Τουρκίας). Από την άλλη πλευρά η Κίνα και η Ινδία συμμετέχουν στην παραγωγή πετρελαίου τής Συρίας (γεωενεργειακά κέρδη), η Ρωσία διαθέτει στο έδαφός της στρατιωτικές βάσεις και ευκολίες (γεωστρατηγικά οφέλη) και το Ισραήλ στηρίζεται στην σταθερότητα και στην ασφάλεια ενός γνώριμου καθεστώτος, (γεωπολιτικά συμφέροντα).

Η θέση τής Δαμασκού είναι στρατηγική όσον αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια και στις προοπτικές των οδών διαμετακόμισης ενεργειακών πόρων. Η περιφερειακή ολοκλήρωση στον τομέα της ενέργειας αναμενόταν πρίν το ξέσπασμα της κρίσης να αυξηθεί: σχέδια για την επέκταση των δικτύων μεταφοράς ενεργειακών πόρων, που θα συνέδεαν τη Συρία με τις γειτονικές χώρες Ιράκ, Ιράν, Τουρκία ακόμα και με το Αζερμπαϊτζάν, προσέθεταν σημαντική προστιθέμενη αξία στις υφιστάμενες συνδέσεις με Αίγυπτο και Λίβανο. Επιπλέον, οι υφιστάμενοι ενεργειακοί πόροι τής χώρας καθώς και η πρόσφατη ανακάλυψη μεγάλων υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε ένα σχετικά ανεξερεύνητο μέρος τής Ανατολικής Μεσογείου, επαυξάνει σημαντικά την γεωενεργειακή σπουδαιότητα της Συρίας.

Μια Συρία που ασκεί ανεξάρτητη εθνική ενεργειακή πολιτική ή επιλέγει συμμαχίες με περιφερειακούς ανταγωνιστές τής Τουρκίας, (έστω και αν η πολιτική της εμπεριείχε τη συνεργασία και με την Άγκυρα, τουλάχιστον ως ένα βαθμό), έχει σημαντικές δυνητικές αρνητικές συνέπειες, γεγονός που βάρυνε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της τρέχουσας τουρκικής πολιτικής. Η επιδίωξη των ηγετικών τάξεων της Άγκυρας να κατακτήσουν κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό ρόλο στην περιοχή, ως μεγάλο κέντρο ενεργειακών δικτύων, καθίσταται ανέφικτος [19]. Οι προαναφερόμενοι αγωγοί διέλυαν τα σχέδια και τα οράματα της Τουρκίας για την ανάδειξή της σε ενεργειακό κόμβο της περιοχής και συνεπώς και τις δυνατότητές της για περιφερειακή δύναμη. Συνεπώς, το περίπλοκο ενεργειακό παιχνίδι και οι αντιπαλότητες που αναπτύσσονται ήταν ο βασικός λόγος που η Τουρκία αποφάσισε τελικά να στραφεί αποφασιστικά κατά του Άσαντ.

Επίσης, η ενεργειακή αναβάθμιση της Δαμασκού, θα απαξίωνε σημαντικό μέρος από τα οφέλη τού ελέγχου τού Περσικού Κόλπου από την Ουάσιγκτον και θα λειτουργούσε ουσιαστικά, υπέρ της διαφοροποίησης της ενεργειακής εξάρτησης και της αύξησης της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πάγια πολιτική των ΗΠΑ, του οικονομικού περιορισμού και της πλήρους αποδυνάμωσης του Ιράν με κάθε μέσο, συνετέλεσε στην επιλογή ρήξης με το συριακό καθεστώς. Επιπλέον, η απομόνωση από τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν των συμφερόντων των μεγάλων αμερικανικών πετρελαϊκών ομίλων, αποτέλεσε πρόσθετο συντελεστή ιδιαίτερης βαρύτητας σε βάρος τής Δαμασκού. Αντίθετα, η πιθανή πτώση τού Άσαντ θα σημάνει την επαναλειτουργία κατ΄ αρχήν μόνο τού αγωγού αργού πετρελαίου Κιρκούκ – Μπανιάς, (η χάραξη του οποίου έγινε το 1930, με σκοπό την τότε προώθηση του ιρακινού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές), από ιδιωτικά συμφέροντα και την είσοδο στη χώρα πολυεθνικών επιχειρήσεων για την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των ενεργειακών της πηγών. Γνωρίζουμε ότι όταν πρόκειται για υποδομές και επενδύσεις σε υδρογονάνθρακες, λόγω του αυξημένου κόστους και του υψηλού ρίσκου, είναι απαραίτητο πρώτα να διασφαλιστεί η διαχρονική σταθερότητα και η φιλικότητα του περιβάλλοντος.

Μια ενδεχόμενη παράταση του σημερινού εμφυλίου πολέμου στη χώρα, ευνοεί τα συμφέροντα των περισσοτέρων πρωταγωνιστών και παραγόντων, εκτός του συριακού λαού και της Συρίας. Η αδυναμία της Συρίας σε περίοδο εσωτερικής σύρραξης, να πραγματοποιήσει τα ενεργειακά έργα και να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο της περιοχής, ωφελεί την Τουρκία, τις ΗΠΑ, τα αραβικά κράτη του Κόλπου, το Ισραήλ, τους πολυεθνικούς ομίλους ακόμα και τη Ρωσία, (διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι τιμές τού πετρελαίου και δεν δρομολογούνται εναλλακτικοί οδοί εφοδιασμού τής Ευρώπης με φυσικό αέριο). Αντίθετα κόστος φέρεται να έχουν ο γειτονικός Λίβανος, το Ιράν και το Ιράκ, (συνέχιση της εξάρτησης στην διακίνηση των πόρων τους) και η Ευρωπαϊκή Ένωση(!). Τέλος, η παρούσα κατάσταση δεν είναι ευοίωνη για την Κίνα και την Ινδία, που αρχικά επωφελήθηκαν από την απόσυρση των ευρωπαϊκών και λοιπών δυτικών διεθνικών εταιρειών από την Συρία για να συνεργαστούν πιο δυναμικά μαζί της στον ενεργειακό τομέα. Γενικότερα, σε μια χώρα με καταστραμμένες υποδομές από τις συγκρούσεις, με πολυάριθμα θύματα, με υποχρεώσεις σε διάφορους «υποστηρικτές», με κοινοτικές, θρησκευτικές και οικονομικές ρωγμές, με καταπονημένο και απελπισμένο τον λαό, αυξάνονται οι εξαρτήσεις της, περιορίζεται η ισχύς της, γίνεται ευάλωτη σε ξένους προστάτες, πρόθυμη στην εξυπηρέτηση αλλοδαπών συμφερόντων, αδύναμη στην προστασία των δικαιωμάτων της, ανίσχυρη στην υπεράσπιση της κυριαρχίας της, για πολλά χρόνια. Συνήθως σχηματίζονται κυβερνήσεις ανδρεικέλων, οι οποίες υποτάσσονται στις επιταγές και στα συμφέροντα των ξένων.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια Συρία – ενεργειακός κόμβος δύναται να αποτελέσει μια αξιόλογη επιλογή διαφοροποίησης των πηγών και των δικτύων τροφοδοσίας της, (αύξηση της ενεργειακής της ασφάλειας) καθώς και περιορισμού τής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες – μέλη της ΕΕ, σε αντίθεση με την Τουρκία, με την παράλληλη προσέλκυση ευρωπαϊκών συμφερόντων πετρελαϊκών επιχειρήσεων και τον προσεταιρισμό του Ισραήλ [20], μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την ευρύτερη συνεργασία στην περιοχή, (επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος και δημιουργία ειδικής οικονομικής ζώνης «πετρο-ευρώ») και την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τού αραβικού κόσμου. Η τελευταία, θα επέφερε και αύξηση της παραγωγής τής ΕΕ για την κάλυψη των αυξημένων πλέον αναγκών των αράβων καταναλωτών. Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ θα αναγκαζόταν να αποφύγει ακραίες συμπεριφορές και να προβεί σε λογικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και στη συγκρότηση μιας ενιαίας κυβέρνησης, ώστε η Δαμασκός να παραμείνει ισχυρός παράγοντας στην περιοχή.
Για την Ελλάδα, η ενεργειακή αναβάθμιση της Συρίας και ο έλεγχος από αυτήν της ροής των υδρογονανθράκων τής ευρύτερης περιοχής, επιφέρει μεταξύ άλλων τα εξής βασικά επακόλουθα: υποβάθμιση της ενεργειακής αξίας της Τουρκίας, αύξηση της γεωστρατηγικής σημασίας Ελλάδας και Κύπρου, δυνατότητες πρόσθετων οικονομικών ωφελειών για την Ελλάδα αξιοποιώντας τα εγχώρια διυλιστήρια και τον εμπορικό στόλο για μεταφορές πετρελαίου. Για την Κύπρο [21], εκτός των προηγουμένων, οδηγεί την Δαμασκό αλλά και τη Βηρυτό [22] σε γενικότερη συνεργατική τροχιά μαζί της, σε μια στρατηγική αμοιβαίων οφελών (win - win) διευθέτησης των ΑΟΖ και εκμετάλλευσης των υφισταμένων κοιτασμάτων, (εξόρυξη, μεταφορά και χρήση).

Συμπερασματικά, τα φιλόδοξα σχέδια της Δαμασκού στον ενεργειακό τομέα, οι στοχεύσεις της και οι αυξημένες δυνατότητες επιτυχημένης υλοποίησης των σχεδίων, την τοποθέτησαν στο «μάτι του κυκλώνα»: η Συρία έγινε το κέντρο τού πολέμου για τους υδρογονάνθρακες στη Μέση Ανατολή. Η εφόρμηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η στρατιωτική επίθεση εναντίον τής Συρίας είναι άμεσα συνδεδεμένες με το παγκόσμιο ανταγωνισμό για την ενέργεια, επιβεβαιώνει και ο καθηγητής Imad Shuebi [23]. Τέλος, αυτή η επισκόπηση των μηχανισμών και των συμφερόντων του επίκαιρου διεθνούς αγώνα στη Συρία, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την διαδικασία σχηματισμού της Νέας Διεθνούς Τάξης, που βασίζεται στην πάλη για την υπεροχή της οποίας ο ακρογωνιαίος λίθος είναι η ενέργεια, με το φυσικό αέριο να έχει την πρωτοκαθεδρία, (γεωενεργειακή θεώρηση), αφού ο εικοστός πρώτος αιώνας υποτίθεται ότι είναι αυτός της καθαρής ενέργειας. Οι εξελίξεις στη Συρία θα κρίνουν τη διαμόρφωση του νέου γεωενεργειακού χάρτη στην περιοχή και συνεπώς αποτελούν ζήτημα προτεραιότητας για τον Ελληνισμό, που αξίζει όχι μόνο τής συνεχούς παρακολούθησης και της προσοχής μας αλλά και την ενεργό συντονισμένη συμμετοχή Ελλάδας και Κύπρου.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] http://www.eia.gov/countries/cab.cfm?fips=SY
[2] http://www.syria-oil.com/en/?p=526#more-526 http://archives.mees.com/issues/264/articles/10764
http://www.thefreelibrary.com/Syria,+Venezuela+Sign+a+MoU+on+Completing+...
http://articles.economictimes.indiatimes.com/2012-06-19/news/32317586_1_...
[3] http://www.mees.com/en/articles/2178
[4] Ωστόσο ο τομέας αυτός θίχτηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία του ‘80 εξαιτίας των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τις δυτικές χώρες.
[5] http://www.spc.com.sy/en/aboutus/aboutus1_en.php
[6] http://www.treasury.gov/resource-center/sanctions/Programs/pages/syria.aspx
http://damascus.usembassy.gov/sanctions-syr.html
[7] http://www.spc.com.sy/en/ref/geo3.pdf http://archives.mees.com/issues/24/articles/817
[8] http://www.afpc-sy.com/new/index.htm http://www.spc-sy.com/en/main/index.php
http://www.ongcindia.com/
[9] http://www.eia.gov/countries/cab.cfm?fips=SY
[10] http://www.syria-oil.com/en/?p=793#more-793
[11] Σημειώνεται ότι η Συρία έχει μεγάλο δείκτη αύξησης του πληθυσμού – το 1962 ο συριακός πληθυσμός ήταν 4 εκατ. ενώ σήμερα έχει φτάσει τα 23 εκατ.
[12] http://www.dailystar.com.lb/Business/Lebanon/2012/Sep-07/187039-lebanons...
[13] Ο Λίβανος δημοσιοποίησε το πρώτο γύρο αδειοδότησης για υπεράκτια εξερεύνηση φυσικού αερίου το πρώτο τρίμηνο του 2012, με παράταση στα τέλη του έτους, λόγω υστερήσεων στην οργάνωση συναφών κρατικών δομών, (http://www.turkishweekly.net/op-ed/2985/-eastern-mediterranean-gas-sourc...)
[14] Τελικά ο αγωγός δεν κατασκευάστηκε, https://www.mtholyoke.edu/acad/intrel/Petroleum/ftc7.htm
[15] Η έναρξη του πολέμου Ιράκ-Ιράν 1980-1988, οδήγησε στην διακοπή λειτουργίας τού αγωγού από τον Σύριο πρόεδρο Χαφέζ αλ Άσαντ, ο οποίος ήταν ο μοναδικός Άραβας ηγέτης που υποστήριξε το Ιράν κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. Από τις αρχές τού ΄80 έπαψε το ιρακινό πετρέλαιο να έχει πρόσβαση στη Μεσόγειο.
[16] Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με το ότι το Ισραήλ δεν εμπόδισε την ροή πετρελαίου μέσω του TAP με την κατάληψη των υψωμάτων τού Γκολάν, επιβεβαιώνει το υπόδειγμα της Γεωενέργειας.
[17] http://www.syria-oil.com/en/?p=2234#more-2234
[18] http://othersuns.wordpress.com/2012/06/26/syria-bouthaina-shaaban-and-si... http://www.gulfsands.com/s/Corporate.asp
[19] Οι φιλοδοξίες αυτές αναπόφευκτα φέρνουν την Τουρκία σε αντίθεση με το Ιράν και με την Ρωσία, χώρες από τις οποίες, ωστόσο, η Τουρκία αντλεί το 60% της ενέργειάς της και που επίσης έχουν συμφέροντα στην Συρία. Αν προστεθεί και η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στα χωρικά ύδατα του Λιβάνου, του Ισραήλ και της Κύπρου, συμπληρώνεται η εικόνα τής ενεργειακής απαξίωσης της Άγκυρας.
[20] Το Ισραήλ δεν έχει υπογράψει την σύμβαση για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, όπως και η Τουρκία.
[21] Η Κυπριακή κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 31-10-2012, ότι στον δεύτερο γύρο αδειοδότησης για την υπεράκτια εξερεύνηση του φυσικού αερίου στα τμήματα 2, 3, 9 και 11, χορηγήθηκαν τέσσερις άδειες: τμήματα 2 και 3 στην Ιταλική ENI και στην KOGAS, (Νότια Κορέα), το πεδίο 9 στην Γαλλική Total E&P Activities Petrolieres SA, Ελβετική Novatec Overseas Exploration & Production GMbH και Ρωσική Gazprom θυγατρική GPB Global Resources BV και το τμήμα 11 στην Total E&P Petrolieres. Δεν χορηγήθηκε άδεια σε Ισραηλινή εταιρεία, παρά την ισχυρή παρουσία του Ισραήλ μεταξύ των υποψηφίων. Ωστόσο η ισραηλινή εταιρεία Delek είχε πλειοδοτήσει για το πεδίο 12 σε συνεργασία με την Αμερικανική Noble Energy. http://www.mestrategicperspectives.com/2012/11/01/oil-gas-updates-cyprus-is-diversification-the-optimal-choice-for-lebanon-too/Η
[22] http://www.mestrategicperspectives.com/2012/10/13/oil-gas-updates-cyprio...
[23] Imad Fawzi Shueibi, http://www.voltairenet.org/La-Syrie-centre-de-la-guer...(8 Μαΐου 2012).

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr