Η λύση τού κυπριακού προβλήματος ωφελεί όλους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η λύση τού κυπριακού προβλήματος ωφελεί όλους

Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει – «Κλειδί» η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων

Για την Ελλάδα αυτό θα είναι το τέλος ενός μακρόχρονου εφιάλτη. Το κυπριακό πρόβλημα θα σταματήσει να υφίσταται, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ενισχύσει την πολιτική φιλίας προς την Τουρκία και τους άλλους γείτονές της και θα συμμετέχει ως ισότιμο μέλος στην ανάπτυξη και εκμετάλλευση της ενέργειας και των άλλων πόρων τής περιοχής.

Για τον ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα, η λύση τού Κυπριακού θα είναι η καλύτερη ανταμοιβή για τις προσπάθειές και τις μεγάλες τους επενδύσεις όλα αυτά τα χρόνια. Θα δώσει το μήνυμα ότι ποτέ δεν πρέπει να παραιτούμαστε αλλά αντιθέτως να συνεχίζουμε. Θα είναι το καλύτερο κίνητρο για την συνέχιση των προσπαθειών τους όσον αφορά την αντιμετώπιση άλλων σύγχρονων άλυτων προβλημάτων ανά τον κόσμο.

ΠΩΣ ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ

Απ’ όλα τα πιο πάνω βγαίνει εύκολα το συμπέρασμα ότι η επανένωση της Κύπρου θα προσφέρει ωφελήματα σε όλους. Το βασικό ερώτημα βέβαια είναι το πώς θα φτάσουμε σε αυτό το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει μαγική λύση. Πρέπει να αρχίσουμε αμέσως σοβαρές διαπραγματεύσεις οι οποίες να είναι εντατικές και να καταλήξουν αυτή την φορά στον επιθυμητό στόχο. Δεν έχουμε απεριόριστο χρόνο αλλά πιστεύω ότι μπορούμε να πετύχουμε. Να μην ξεχνούμε την σοφή φράση τού Σιμόν Πέρες «για κάθε πρόβλημα υπάρχει λύση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλα τα προβλήματα λύονται και να μην ξεχνάμε ότι όσο δεν λύονται επισυμβαίνουν γεγονότα». Δυστυχώς, είναι πολύ εύκολο για τον καθένα να διαπιστώσει ότι αυτό ακριβώς συνέβη στην Κύπρο.

Το πλαίσιο είναι δεδομένο από το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μέλος τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία κατοχυρώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και όλες οι βασικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης διακίνησης ατόμων, προϊόντων υπηρεσιών και κεφαλαίων. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο δημιουργεί τις ιδεώδεις συνθήκες για την προοπτική λύσης στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας και θα αποθαρρύνει εξτρεμιστικές τάσεις και απόψεις. Είναι πολύ σημαντικό ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων παραμένουν φιλικές. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι το 2003, μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η διακίνηση και οι επαφές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι συνεχείς και δεν παρατηρήθηκε ούτε μια περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους. Είναι γνωστό ότι εξακολουθούν να υπάρχουν συνταγματικές πτυχές που πρέπει να διευκρινιστούν αλλά για να σημειωθεί πρόοδος θα πρέπει, κατά προτεραιότητα, να συζητηθούν και να συμφωνηθούν τα βασικά εναπομείναντα ζητήματα, δηλαδή το εδαφικό, το περιουσιακό και το θέμα τής ασφάλειας. Το περίγραμμα για μια πιθανή συμφωνία σε όλα αυτά τα θέματα έχει ήδη σχεδιαστεί και παρουσιαστεί από τα Ηνωμένα Έθνη.

Έχουν ξεκινήσει οι αρχικές επαφές και η συμφωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων για μια πρώτη συνάντηση και εξέταση των θεμάτων με την Τουρκία και Ελλάδα που θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στην έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Ενώ, όμως, πριν από λίγο καιρό θεωρείτο ότι το αργότερο εντός τού Νοεμβρίου θα άρχιζε η ουσιαστική διαπραγμάτευση, παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση. Δυστυχώς δεν κατορθώνεται να συμφωνηθεί το κοινό ανακοινωθέν το οποίο είχε συμφωνηθεί ότι θα έπρεπε να εκδοθεί. Η έκδοση προσκρούει στην άρνηση του κ. Έρογλου, με την ανοχή τής Τουρκίας, να δεχθεί αναφορά στο ότι το ομόσπονδο κράτος θα έχει μια διεθνή προσωπικότητα και μια κυριαρχία [2]. Η στάση αυτή τόσο του Έρογλου όσο και του Ερντογάν είναι περίεργη, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο Σχέδιο Ανάν αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «η Κύπρος είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών και έχει μια διεθνή νομική προσωπικότητα και κυριαρχία» (Cyprus is a member of the United Nations and has a single international legal personality and sovereignty). Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα και η Τουρκία διαλαλούσαν, από την ημέρα τού δημοψηφίσματος το 2004 μέχρι σήμερα, ότι είχαν δεχθεί όλες τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν χωρίς κανένα ενδοιασμό και άρα η ευθύνη για τη μη επίτευξη λύσης επιβαρύνει την Ελληνοκυπριακή πλευρά.

Η συμπεριφορά αυτή είναι τουλάχιστον περίεργη όταν όλοι γνωρίζουν ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδεχτεί την διάσπαση ενός οποιουδήποτε κράτους-μέλους. Αυτό αποδεικνύεται και από την έντονη αντίδραση στα συνθήματα ορισμένων εθνικιστών για αυτονομία στην Καταλονία, Σκωτία, κλπ. Η συμφωνία τού Shengen καταργεί τα σύνορα ως διαχωριστικές γραμμές, συνεπώς δεν μπορούν ποτέ να αποδεχτούν την δημιουργία νέων συνόρων και την υποδιαίρεση της Ευρώπης σε ένα μεγάλο αριθμό κρατιδίων. Δεν είναι δυνατόν να υποκύψουν σε εθνικιστικά και λαϊκιστικά συνθήματα και να καταστρέψουν ό,τι έχει επιτευχθεί μετά το τέλος τού 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη αποτελούν το μοναδικό μέλλον για την Ευρώπη, ιδίως μέσα στις συνθήκες τής παγκοσμιοποίησης.

Η καθυστέρηση αυτή μπορεί να βολεύει τον κ. Έρογλου και ορισμένες δυνάμεις στην Τουρκία αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιτρέψουμε να χαθεί και αυτή η ευκαιρία. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε η κ. Βικτώρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδια για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις «υπάρχει πλούτος για όλους τους κατοίκους τού νησιού αν μπορούν να εκμεταλλευθούν το αέριο μαζί. Αλλά θα χάσουν αυτή την ευκαιρία αν δεν μπορέσουν να εργαστούν μαζί».

Θα πρέπει να σπάσει το αδιέξοδο και οι διαπραγματεύσεις να αρχίσουν. Δεν θα ήταν σωστό να επιδιώξω στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να προτείνω ένα κοινά αποδεχτό ανακοινωθέν. Θα ήθελα να τονίσω, όμως, ότι οι αρχικές δυσκολίες και αντιρρήσεις δεν πρέπει να μας φοβίζουν. Σημασία έχει το τελικό αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από την δημιουργία μιας δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας εντός της Ε.Ε.

Για να καταλήξουμε σε συμφωνία, όμως, θα πρέπει να συμβιβαστούμε: «Συμβιβασμός δεν σημαίνει δειλία», είπε ο John Kennedy. «Είναι γεγονός, συχνά εκείνοι που είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν και να συμφωνήσουν, πρέπει να βρουν το πολιτικό θάρρος να αντιταχθούν στις εξτρεμιστικές απόψεις των ψηφοφόρων τους. Ο συμβιβασμός, με άλλα λόγια, απαιτεί όραμα για το μέλλον ».