Κόντρες για την πολεμική ιστορία στην βορειο-ανατολική Ασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κόντρες για την πολεμική ιστορία στην βορειο-ανατολική Ασία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν να ξεκινήσουν οι διαμάχες. Τώρα πρέπει να βοηθήσουν για τον τερματισμό τους

Μια σε βάθος ματιά στην διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης τού πολέμου, που διεξάγεται στο πλαίσιο του σχεδίου μας «Διαιρεμένες Μνήμες και Συμφιλίωση» (Divided Memories and Reconciliation project), δείχνει ότι οι αφηγήσεις για το παρελθόν δεν γίνεται να (και δεν θα) αλλάξουν εύκολα. Πράγματι, οι νεότερες γενιές, οι οποίες δεν έχουν καμία μνήμη τής φρίκης τού πολέμου, προσκολλώνται στις ιστορίες ακόμη πιο δυνατά. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μερικοί τρόποι τουλάχιστον για να μειωθούν οι εντάσεις σχετικά με το πολεμικό παρελθόν.

Το πιο επείγον θέμα είναι η αποζημίωση για τα επιμέρους θύματα του συστήματος της καταναγκαστικής εργασίας που χρησιμοποίησε η Ιαπωνία κατά την διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών από όλη την Ασία οι οποίες εξαναγκάστηκαν σε σεξουαλική δουλεία. Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, επιμένει ότι το θέμα τής αποζημίωσης διακανονίστηκε με την Συνθήκη Ειρήνης τού Σαν Φρανσίσκο το 1951 και με μεταγενέστερες συμφωνίες εξομάλυνσης των σχέσεων με την Κίνα και τη Νότια Κορέα. Αλλά, ορισμένοι νομικοί μελετητές, συμπεριλαμβανομένων μερικών από την Ιαπωνία, υποστηρίζουν ότι ο διακανονισμός μεταξύ κρατών δεν κωλύει τα άτομα από το να ζητήσουν αποζημίωση. Στην πραγματικότητα, η Καλιφόρνια ενεργοποίησε νομοθεσία το 1999, που επέτρεψε στα θύματα του Ολοκαυτώματος και των γερμανικών και ιαπωνικών συστημάτων αναγκαστικής εργασίας να αναζητήσουν τέτοια αποζημίωση από ιδιωτικές εταιρείες που τους εκμεταλλεύθηκαν, αλλά ο νόμος ανατράπηκε.

Οι αποζημιώσεις για τις λεγόμενες «γυναίκες αναψυχής», οι οποίες αναγκάστηκαν να υπηρετήσουν στους ιαπωνικούς στρατιωτικούς οίκους ανοχής, είναι ένα επείγον θέμα, αλλά θα ήταν καλύτερα για την Ιαπωνία να ασχοληθεί επιτέλους με το ευρύτερο πρόβλημα της καταναγκαστικής εργασίας. Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το μοντέλο τού Γερμανικού Ταμείου για το Μέλλον, ή, όπως είναι επίσημα γνωστό, το «Ίδρυμα για τη Μνήμη, την Ευθύνη και το Μέλλον», το οποίο ιδρύθηκε το 2000. Το κεφάλαιο των 5,2 δισ. ευρώ (7,1 δισ. δολάρια) συντηρείται από κοινού από την γερμανική κυβέρνηση και γερμανικές ιδιωτικές εταιρείες που εκμεταλλεύθηκαν την καταναγκαστική εργασία κατά την διάρκεια του πολέμου. Σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς-εταίρους, ικανοποίησε περισσότερο από 1,66 εκατομμύρια επιζώντες σε σχεδόν 100 χώρες. Προσφέρει επίσης προγράμματα έρευνας και εκπαίδευσης.

Φυσικά, η ώθηση για μια τέτοια πρωτοβουλία πρέπει να προέλθει από την Ιαπωνία και το ιαπωνικό κοινοβούλιο, όπως η γερμανική πρωτοβουλία έκανε στην Γερμανία. Όμως, η διαδικασία μπορεί να ενθαρρυνθεί και να βοηθηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ενεπλάκησαν άμεσα μαζί με την γερμανική κυβέρνηση στον σχεδιασμό τού Ταμείου και στην διαπραγμάτευση των όρων του με Πολωνούς, Τσέχους, εβραϊκές ομάδες και άλλους που ζητούσαν αποζημίωση. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ιαπωνίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν αντιτάχθηκε ενεργά σε μηνύσεις που κατατέθηκαν σε αμερικανικά δικαστήρια εναντίον γερμανικών επιχειρήσεων, επιδιώκοντας αποζημιώσεις. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αλλάξουν επισήμως τη νομική ερμηνεία τής Συνθήκης τού Σαν Φρανσίσκο για να επιτρέπουν στα άτομα να ζητούν αποζημίωση, μεταξύ άλλων και από ιδιωτικές εταιρείες, και να ζητήσουν από τις εμπλεκόμενες χώρες να διαβεβαιώσουν την Ιαπωνία ότι αποδέχονται πλήρως το νέο Ταμείο ως τελική διευθέτηση όλων των ζητημάτων αποζημίωσης.

Η δημόσια συγγνώμη [2] πρέπει να έρθει αμέσως μετά. Πολλοί στην Ιαπωνία πιστεύουν ότι η χώρα τους έχει ήδη ζητήσει συγνώμη, αλλά ότι τα θύματα, ιδιαίτερα στην Κίνα και τη Νότια Κορέα, απλά αρνούνται να την δεχθούν, προτιμώντας να κρατήσουν ζωντανές τις φωτιές τού πολέμου. Η επίσημη συγγνώμη τής Ιαπωνίας, ωστόσο, υπονομεύεται συνεχώς από την ολοκληρωτική άρνηση κάποιων Ιαπώνων πολιτικών ηγετών σχετικά με τις ευθύνες του πολέμου. Και το Τόκιο έχει κάνει λίγη προσπάθεια για να προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό με δημόσιες χειρονομίες πραγματικής μεταμέλειας. Συγκρίνετε, για παράδειγμα, την περιορισμένη δήλωση του Ιάπωνα σοσιαλιστή πρωθυπουργού Murayama για τον πόλεμο το 1995, όπου ένας Ιάπωνας πρωθυπουργός επίσημα και συγκεκριμένα ζήτησε συγγνώμη για πρώτη φορά για την ιαπωνική «επιθετικότητα και αποικιοκρατία», με την απόφαση του καγκελάριου της Γερμανίας, Willy Brandt, να γονατίσει ζητώντας συγγνώμη μπροστά στο μνημείο για την εξέγερση της Βαρσοβίας κατά την διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Πολωνία το 1970. Μια φωτογραφία από εκείνη την στιγμή πλανάται ακόμη ως έκφραση της γερμανικής μεταμέλειας, αλλά τίποτα συγκρίσιμο δεν υπάρχει από την Ιαπωνία. Ακόμη χειρότερα, οι Ιάπωνες συντηρητικοί συνεχίζουν να καταρρακώνουν την δήλωση του Murayama.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο δυνατό θα ήταν εάν ένας Ιάπωνας πρωθυπουργός έσκυβε το κεφάλι του στο μουσείο για την σφαγή στη Nanjing ή συναντούσε στην Σεούλ τις Κορεάτισες «γυναίκες αναψυχής» που έχουν επιβιώσει. Οι περιπτώσεις τής Γερμανίας και της Ιαπωνίας δεν είναι με κανένα τρόπο συγκρίσιμες [3], ούτε καν στον διακριτικό χαρακτήρα τού Ολοκαυτώματος, αλλά και στον τρόπο που ο Ψυχρός Πόλεμος ώθησε την Γερμανία να συμφιλιωθεί με τους πολεμικούς αντιπάλους της όπως η Γαλλία και η Βρετανία, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος χώρισε την Ιαπωνία από το κύριο θύμα της στην Ασία, την Κίνα. Όμως, η Ιαπωνία μπορεί να πάρει μερικά μαθήματα από την συνεχιζόμενη βούληση της Γερμανίας να αγκαλιάσει την ανάγκη για συγγνώμη και αυτοκριτική. Εδώ, η Ουάσιγκτον έχει την ευκαιρία να προσφέρει την δική της ηγεσία στην αντιμετώπιση του πολεμικού παρελθόντος των Ηνωμένων Πολιτειών: είναι καιρός ένας Αμερικανός πρόεδρος να ρίξει κατά μέρος την πολιτική επιφυλακτικότητα και να πάει στη Χιροσίμα ή το Ναγκασάκι για να προσφέρει τις δικές του σκέψεις σχετικά με το φρικτό ανθρώπινο κόστος τής απόφασης να πέσουν πυρηνικά όπλα στην Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο θα δώσουν ένα παράδειγμα – αν δεν το πράξουν, θα είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η αμερικανική παρέμβαση σε ζητήματα πολεμικής ιστορίας.