Το Ναγκόρνο-Καραμπάχ μετά την Κριμαία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Ναγκόρνο-Καραμπάχ μετά την Κριμαία

Πώς η Μόσχα κρατά την σύγκρουση ζωντανή – και τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό
Περίληψη: 

Στον απόηχο της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονται πιο πρόθυμες παρά ποτέ για την επίλυση αυτής της μακρόχρονης διαμάχης, την οποία η Μόσχα έχει τροφοδοτήσει για να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή.

Η BRENDA SHAFFER είναι επισκέπτρια ερευνήτρια στο Κέντρο Ευρασιατικών, Ρωσικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Georgetown.

Στις αρχές Μαΐου, η κυβέρνηση Ομπάμα θα ανακοινώσει μια νέα προσπάθεια για την επίλυση της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. Αυτή δεν είναι η πρώτη ανάλογη προσπάθεια, και πιθανόν δεν θα είναι η τελευταία. Όμως, στον απόηχο της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να είναι πιο πρόθυμες παρά ποτέ για την επίλυση της μακροχρόνιας διαμάχης, την οποία Μόσχα έχει τροφοδοτήσει για να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή.

Η σύγκρουση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν ξεκίνησε στο τελείωμα της Σοβιετικής διάλυσης, όταν οι Αρμένιοι στην Αζερική επαρχία Ναγκόρνο-Καραμπάχ κινητοποιήθηκαν για να ενταχθούν στην Αρμενία. Η Μόσχα εξόπλισε και τις δύο πλευρές και να παίξει με τον καθέναν εναντίον του άλλου, μετατρέποντας σε περιφερειακό πόλεμο μια τοπική διαμάχη σχετικά με το καθεστώς μιας περιοχής που κατοικείται από 90.000 ανθρώπους. Για περίπου έξι χρόνια, τα νέα ανεξάρτητα κράτη τής Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν πολέμησαν για το έδαφος, αφήνοντας 30.000 νεκρούς και δημιουργώντας περίπου ένα εκατομμύριο νέους πρόσφυγες. Τελικά, η Αρμενία ήταν νικηφόρα, και πήρε τον έλεγχο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και επτά άλλων επαρχιών τού Αζερμπαϊτζάν.

Το τέλος των μαχών, όμως, δεν έδωσε κι ένα τέλος στην σύγκρουση. Και οι δύο πλευρές έχουν παραβιάσει τακτικά την κατάπαυση του πυρός που επιτεύχθηκε μετά από μεσολάβηση το 1994, και θανατηφόρες αψιμαχίες ξεσπούν σε εβδομαδιαία βάση. Μέσα από όλα αυτά, η Μόσχα έχει ενθαρρύνει τις μάχες, μερικές φορές αποκαλύπτοντας πληροφορίες στην Αρμενία και πωλώντας όπλα και στις δύο πλευρές. Επιπλέον, η Ρωσία έχει χιλιάδες στρατιώτες να σταθμεύουν στην Αρμενία, λειτουργεί την αεράμυνα της χώρας και ελέγχει τα βασικά στοιχεία τής οικονομίας και των υποδομών της. Όσο η Μόσχα στηρίζει το Ερεβάν, το Μπακού μπορεί να κάνει ελάχιστα για να ειρηνεύσει με τον γείτονά του.

Από την πλευρά της, η Μόσχα θεωρεί το ασταθές στάτους κβο ως έναν τρόπο για να κρατήσει τον Νότιο Καύκασο υπό τον έλεγχό της. Κατ’ αρχήν, η ανεπίλυτη διένεξη εγγυάται ότι η Αρμενία δεν θα ζητήσει από τις ρωσικές δυνάμεις να φύγουν. Και εφ’ όσον η Ρωσία έχει αναπτύξει στρατεύματα στο έδαφός της, μπορεί να πιέσει την Αρμενία να μείνει μακριά από την Δύση. Το φθινόπωρο, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν κάλεσε τον πρόεδρο της Αρμενίας Σερζ Σαρκισιάν στην Μόσχα. Αμέσως μετά, ο Σαρκισιάν ανακοίνωσε την απόσυρση της Αρμενίας από την «Ανατολική Συνεργασία» τής Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντί γι’ αυτήν δήλωσε την πρόθεσή του να συμμετάσχει στην «Τελωνειακή Ένωση» της Μόσχας.

Για δεκαετίες, η Ουάσιγκτον έχει προσπαθήσει να επιλύσει την σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μέσω της Ομάδας Μινσκ τού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, η οποία συν-προεδρεύεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ρωσία και την Γαλλία. Αλλά η προσπάθεια δεν έχει μεγάλη επιτυχία. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι οι θέσεις τής Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν έχουν σκληρύνει κατά τα τελευταία χρόνια. Στο παρελθόν, η Αρμενία ήταν ανένδοτη σχετικά με την διατήρηση του ελέγχου τού Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αλλά έβλεπε τις υπόλοιπες περιοχές τού Αζερμπαϊτζάν που ελέγχει ως διαπραγματευτικά χαρτιά για την ειρήνευση. Σήμερα, ωστόσο, οι ηγέτες τής Αρμενίας απορρίπτουν ακόμη και ήσσονος σημασίας εδαφικούς συμβιβασμούς. Με την σειρά του, το Αζερμπαϊτζάν δεν εμπιστεύεται πλέον την διεθνή κοινότητα ότι θα εφαρμόσει τα ψηφίσματα και τις νομικές δεσμεύσεις και έχει στραφεί στο να χτίσει την στρατιωτική του ισχύ για να εξαναγκάσει την Αρμενία να εγκαταλείψει τα κατεχόμενα εδάφη. Είναι δίκαιο να πούμε ότι η ρωσική παρέμβαση είναι, σε κάποιο βαθμό, υπεύθυνη για αυτή την σκλήρυνση των θέσεων.

Πιο ουσιαστικά, οι ειρηνευτικές προσπάθειες απέτυχαν επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέλαβαν την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν ως τους κύριους πρωταγωνιστές τής διαμάχης, αγνοώντας τον ρόλο τής Ρωσίας στην παράταση της σύγκρουσης. Για παράδειγμα, διαδοχικοί υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και ειδικοί διαπραγματευτές έχουν επικρίνει τους προέδρους τής Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν ότι «δεν προετοίμασαν τους πολίτες τους για την ειρήνη», όπως οι ηγέτες τής Ομάδας τού Μινσκ τούς επέπληξαν πέρσι, καθώς και για την αποτυχία τους να καταλήξουν σε συμφωνία. Έχουν επενδύσει εκατομμύρια δολάρια στην οικοδόμηση δεσμών μεταξύ των δύο κοινωνιών, αλλά ποτέ δεν έχουν δημιουργήσει μια στρατηγική για την αντιμετώπιση της Μόσχας, διότι, μέχρι την Κριμαία, η Ουάσιγκτον ποτέ δεν αναγνώρισε την έκταση στην οποία η Μόσχα χρησιμοποιεί τις εθνοτικές συγκρούσεις στην περιοχή ως μοχλό επιρροής.

Τώρα, όμως, που η Ρωσία έχει περιπέσει στην μεγάλη δυσμένεια της Δύσης για άλλες αιτίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος για ήπια αντιμετώπιση του θέματος. Η Ρωσία έχει αποδειχθεί έτοιμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη (όπως έκανε στην Ουκρανία και την Γεωργία) και να χρησιμοποιήσει τις εκλογικές διαδικασίες και τις οργανώσεις τής κοινωνίας των πολιτών (έχει στηρίξει τους Ρώσους πολίτες στις πρόσφατες εκλογές στο Αζερμπαϊτζάν, την Γεωργία και την Λετονία) για να πετύχει τους σκοπούς της. Και η Δύση πρέπει να αντιταχθεί.