Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού

Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί τής ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές

Για την υπηρέτηση του στόχου αυτού, επεβλήθησαν βαρύτατα, συχνά άδικα και τεχνικώς προβληματικά εισπρακτικά μέτρα. Ασχέτως των όσων μπορεί να ειπώθηκαν από ορισμένες πλευρές (προφανώς για την τιμή των αντιπολιτευτικών όπλων) περί «τεχνητού πρωτογενούς πλεονάσματος», δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι η μέθοδος αυτή απέδωσε και ο στόχος για το 2013 επετεύχθη.

Η πολιτική αυτή ήταν αναμενόμενο να πλήξει την ρευστότητα της οικονομίας και να επιδεινώσει τα προβλήματα του ιδιωτικού τομέα (τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών). Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες ώστε το μείγμα να συμπληρωθεί με ορισμένες επιτυχίες στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Καθ’ εαυτά, τέτοια θετικά οικονομικά γεγονότα δεν αρκούν για να μεταβληθεί η δυσχερής γενική κατάσταση. Ενδέχεται, όμως, να ενέχουν υψηλή συμβολική σημασία και να επηρεάζουν την ψυχολογία τής αγοράς. Γι’ αυτό, κάθε φορά που συμβαίνουν, υπογραμμίζονται εμφατικά από την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, και αξιοποιούνται κατά το δυνατόν, προκειμένου να δημιουργηθεί στην διεθνή επιχειρηματική κοινότητα η αντίληψη ότι τα πράγματα αλλάζουν και η χώρα κινείται, αλλά και να εμπεδωθεί στο εσωτερικό η αίσθηση ότι υπάρχει φως στο τέλος τού τούνελ. Παρ’ ότι τα αποτελέσματα στο πεδίο αυτό ήταν πιο περιορισμένα, έτσι ώστε να μην δικαιολογείται πλήρως η σχετική κυβερνητική ρητορική, αυτή υπήρξε η ουσία τής πολιτικής τού «success story».

Ο χρόνος ανάπτυξης της δημοσιονομικής προσπάθειας υπήρξε ασφυκτικός. Αλλά και η εξαργύρωση του επιτεύγματος της υλοποίησης των ενδιάμεσων στόχων τού προγράμματος, και ιδίως του πολιτικο-οικονομικώς κορυφαίου στόχου τού πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν μπορεί να περιμένει.

Πρώτον, διότι η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει σήμερα ένα ρητορικό πλεονέκτημα έναντι των συνομιλητών της («αξιοπιστία» και επιτυχή πορεία ως προς την υλοποίηση του προγράμματος), αλλά και μια ικανότητα βραχυχρόνιας αντοχής, σε περίπτωση που δεν γίνουν οι αναμενόμενες εκταμιεύσεις από το δεύτερο πακέτο στήριξης. Οι παράγοντες αυτοί βελτιώνουν προσωρινά την διαπραγματευτική της θέση.

Δεύτερον, διότι η εξαετής πλέον ελεύθερη πτώση τής οικονομίας πρέπει να διακοπεί και να αναστραφεί πάραυτα, αλλιώς το όλο πρόγραμμα προσαρμογής κινδυνεύει να καταρρεύσει – οπότε και η πολιτική βάση της κυβέρνησης θα εξαφανιστεί.

Και τρίτον, διότι, παρά τα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, τα χρησιμοποιούμενα εισπρακτικά-φορολογικά μέσα έχουν σύντομη οικονομική, αλλά και πολιτική ημερομηνία λήξεως. Πολλά από αυτά, μόνον ως έκτακτα μέτρα, επιβαλλόμενα από συνθήκες ανάγκης, μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Μικρή σημασία έχει ότι παρουσιάζονται από το Υπουργείο Οικονομικών ως μόνιμες παρεμβάσεις, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Εξεταζόμενα ως μόνιμο φορολογικό καθεστώς, στερούνται λογικής. Οι υψηλές έως μη εξυπηρετήσιμες φορολογικές απαιτήσεις δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για τους φορολογουμένους. Η πρακτική εφαρμογή τους στηρίζεται στον εκφοβισμό δια της επιβολής σκληρών, αλλά τυχαία επιβαλλόμενων και συχνά αυθαίρετων κυρώσεων στους «παραβάτες». Τέτοια μέτρα μπορεί να λειτούργησαν θετικά για το δημόσιο ταμείο για μια χρονιά. Όμως, η διαιώνισή τους δεν είναι δυνατή, αφού συνδυάζουν την οικονομική εξάντληση των φορολογουμένων με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια δικαίου κατά την εφαρμογή τους. Είναι έτσι καταδικασμένα να δρουν ως ισχυρά αντικίνητρα για τις παραγωγικές δραστηριότητες. Εν ολίγοις, τα μέσα που βραχυπρόθεσμα επέτρεψαν να επιτευχθεί ο κεντρικός στόχος δεν μπορούν να διαιωνιστούν χωρίς να πλήξουν την αναπτυξιακή προοπτική τής οικονομίας μας, έτσι ώστε εμμέσως να αυτοϋπονομεύεται και η δημοσιονομική προσπάθεια.

Αλλά και από πολιτικής σκοπιάς, είναι προφανείς οι καταστροφικές για τον κυβερνητικό πολιτικό συνασπισμό οργανωτικές και εκλογικές συνέπειες της επιμονής στο παρόν μείγμα δημόσιας πολιτικής. Εξ ου και η πρόσφατη έμφαση στις «αναγκαίες διορθώσεις», που όμως, υπό την πίεση κοινωνικών ομάδων με ισχυρή πολιτική φωνή, όπως οι αγρότες, κινδυνεύουν να αποκτήσουν αποσπασματικό και αντιφατικό χαρακτήρα, ακυρώνοντας την ευρύτερη προσπάθεια για διατηρήσιμη ανάταξη των δημοσίων οικονομικών και δίκαιο και σταθερό μοντέλο φορολόγησης.
Αλλά και εντός της ίδιας της κυβέρνησης, ο πολιτικός χρόνος τρέχει, μεταβάλλοντας συνεχώς τις αναγκαιότητες κρίσιμων παικτών (όπως ο υπουργός Οικονομικών, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και κυρίως η διαρκώς συρρικνούμενη και σπαρασσόμενη κοινοβουλευτική ομάδα του ΠαΣοΚ, η οποία όμως είναι απαραίτητη για την διατήρηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπέρ τού προγράμματος). Ως εκ τούτου, την ώρα που ο διαθέσιμος χρόνος στερεύει για την ελληνική πλευρά, αυξάνουν καθημερινά και αποκτούν όλο και πιο τμηματικό και υπέρ «ειδικών συμφερόντων» περιεχόμενο οι πολιτικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό. Με άλλα λόγια, πυκνώνουν οι «κόκκινες γραμμές», πλην όμως σε μια κατεύθυνση που δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκην με τα ευρύτερα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της συνολικής οικονομίας ή με την ορθολογική και δίκαιη κατανομή των βαρών τής προσαρμογής μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων.

ΤΟ «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗΜΟΝΙΟΥ» ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Γενικότερα, για την ελληνική κυβέρνηση αποτελεί μείζονα εσωτερικό πολιτικό στόχο να στεφθούν οι οικονομικές της επιλογές από αδιαφιλονίκητη επιτυχία. Επιτυχία ως προς τι, όμως; Στο σημείο αυτό, καθίσταται κρίσιμη η πλαισίωση του ζητήματος – δηλαδή, οι όροι υπό τους οποίους αυτό διατυπώνεται και τα κριτήρια επιτυχίας που έχουν τεθεί. Η σταθερή επιλογή τής κυβέρνησης για «έξοδο στις αγορές» το ταχύτερο δυνατόν δεν είναι, ως εκ τούτου, απλώς οικονομικός στόχος, ούτε μπορεί να κριθεί με αποκλειστικό γνώμονα το κατά πόσον συμβάλλει στην μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της οικονομίας μας. Επί της οικονομικής ουσίας, ως γνωστόν, στο θέμα αυτό οι απόψεις διίστανται.