Ο αποτυχημένος μονοκράτορας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο αποτυχημένος μονοκράτορας

Παρά την σκληρότητα του Ερντογάν, η δημοκρατία στην Τουρκία εξακολουθεί να είναι σε καλό δρόμο

Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν κάποτε ο αγαπημένος τής διεθνούς κοινότητας, αλλά δεν είναι πιά. Ακόμα επαινείται μερικές φορές για το ότι υπηρέτησε την Τουρκία μέσω μιας εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης, ξεδόντιασε το τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο το οποίο είχε μια μακρά ιστορία παρεμβάσεων στην εθνική πολιτική, και ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη ειρηνευτική διαδικασία με τον Κουρδικό πληθυσμό τής χώρας. Όμως, οι επιτυχίες τού Ερντογάν σκιάζονται πλέον από την αναμφισβήτητη κλίση του προς την απολυταρχία. Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, ξεκίνησε μια σκληρή καταστολή εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών, πολιτικών αντιπάλων και ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης. (Σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων, σε κάποιο σημείο, ο αριθμός των δημοσιογράφων που φυλακίστηκαν στην Τουρκία ξεπέρασε ακόμη και τον αριθμό των φυλακισμένων δημοσιογράφων στο Ιράν και την Κίνα).

Οι χειρότερες από όλες τις εξελίξεις ξεκίνησαν τον περασμένο Δεκέμβριο. Τότε ήταν όταν, προκειμένου να καταστείλει μια απειλή από έναν πρώην σύμμαχο, τον μουσουλμάνο κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν που ζει στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν απέλυσε χιλιάδες εισαγγελείς, δικαστές και αστυνομικούς, επέβαλε απαγορεύσεις στο Twitter και το YouTube, ενέτεινε τον ήδη ασφυκτικό έλεγχο της κυβέρνησης επί του δικαστικού σώματος, και έδωσε στις υπηρεσίες πληροφοριών περισσότερη ευχέρεια να παρακολουθούν τους Τούρκους πολίτες. Το ότι το τουρκικό εκλογικό σώμα δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ για την καταπιεστική καταστολή και την γενική αποψίλωση των δικαστικών θεσμών, προσέθεσε έναν βαθμό φάρσας στην τραγωδία. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το κόμμα τού Ερντογάν, κέρδισε το 43% των ψήφων στις δημοτικές εκλογές στις 28 Μαρτίου, που υπερβαίνει το 39% που έλαβε στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές, αν και υπολείπεται του σχεδόν 50% που κέρδισε στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Όλα φαίνονταν να επιβεβαιώνουν ότι, σε αντίθεση με αυτό που πολλοί διεθνείς παρατηρητές κάποτε πίστεψαν, η Τουρκία κατευθύνεται μακριά από, και όχι προς, την δημοκρατία και το κράτος δικαίου.

Αλλά τούτο θα είναι ο λάθος τρόπος για να διαβαστεί αυτό το τελευταίο κεφάλαιο της τουρκικής ιστορίας. Η Τουρκία είναι στη μέση μιας δύσκολης διαδικασίας θεσμικής εξισορρόπησης, στην οποία οι βασικοί πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί έχουν μετατοπίσει την υποταγή τους μακριά από τον στρατό και τα μεγάλα αστικά οικονομικά συμφέροντα που έχουν προ πολλού κυριαρχήσει στην τουρκική πολιτική. Τη απουσία ανεξάρτητων δικαστικών οργανισμών και μιας οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, ο κίνδυνος ήταν πάντα μεγάλος ότι κάποιοι πολιτικοί που θα αναλάβουν την εξουσία κατά την διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου, θα την καταχραστούν. Με άλλα λόγια, η απομάκρυνση του Ερντογάν από την δημοκρατία είναι ένα θλιβερό, αλλά σχεδόν προβλέψιμο στάδιο της δημοκρατικής μετάβασης της Τουρκίας. Εάν η Τουρκία πρόκειται να γίνει τελικά μια δημοκρατία, δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να αποφευχθεί η κατά καιρούς επώδυνη διαδικασία τής οικοδόμησης των θεσμών τής χώρας έτσι ώστε να λειτουργούν με λιγότερους αποκλεισμούς - μια διαδικασία που η χώρα δεν έχει δείξει σημάδια ότι την εγκαταλείπει.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΤΑΤΟΥΡΚ

Για να κατανοήσει κάποιος την ανάγκη για θεσμική εξισορρόπηση, πρέπει πρώτα να κατανοήσει το πώς δημιουργήθηκαν οι ρίζες των σημερινών θεσμών τής Τουρκίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επίδραση του οθωμανικού κράτους ήταν περιορισμένη με πολλούς τρόπους, αλλά η αποτελεσματική πολιτική δύναμη που όντως υπήρχε - οργανωμένη κυρίως γύρω από τις στρατιωτικές κατακτήσεις και την επέκταση του κράτους - ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια μιας μικρής γραφειοκρατικής και στρατιωτικής ελίτ.

Έξω από τις ελίτ διαμορφώθηκε το ραγιά (reaya), που σημαίνει «το κοπάδι». Ως οικονομικοί παράγοντες, οι Οθωμανοί υπήκοοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα και ακόμα λιγότερες επιλογές για πολιτική συμμετοχή. Τα περιορισμένα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας εμπόδισαν την εμφάνιση οικονομικά ανεξάρτητων γαιοκτημόνων και εμπόρων. Και οι κοινωνικοί θεσμοί ήταν δομημένοι έτσι ώστε να ελαχιστοποιούν τους περιορισμούς τού σουλτάνου και του κεντρικού κράτους στην εξουσία. Ο ισλαμικός νόμος υποτίθεται ότι θα επέτρεπε έναν θρησκευτικο-νομικό θεσμό, τους ουλεμάδες, οι οποίοι θα περιόριζαν τους κυβερνήτες. Αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε τους ουλεμάδες στην κρατική γραφειοκρατία. Ο σουλτάνος, στη συνέχεια, ήταν επίσης ο πιο ισχυρός εκπρόσωπος της θρησκευτικής εξουσίας.

Παρά τις πολλές προσπάθειες μεταρρύθμισης κατά τα τέλη τού 19ου και του 20ου αιώνα, οι Τούρκοι άρχοντες ποτέ δεν άφησαν την γραφειοκρατία και το δικαστικό σώμα πραγματικά χαλαρούς. Ο λόγος ήταν απλός: η μεταρρύθμιση δεν είχε σκοπό να φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Οι Οθωμανοί μεταρρυθμιστές, με καταγωγή κυρίως από τον στρατό, ενδιαφέροντο όχι να μοιραστούν την εξουσία με την μη-ελίτ, αλλά να ενισχύσουν τους υφιστάμενους θεσμούς τού κράτους, εγχώρια και διεθνώς, ενόψει χρηματοπιστωτικών, οικονομικών και στρατιωτικών κρίσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές, από την διαβόητη Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο, οι οποίοι οργάνωσαν μια εξέγερση-ορόσημο εναντίον τού σουλτάνου το 1908, δεν έκαναν μια σοβαρή προσπάθεια να προσεταιριστούν ένα υπάρχον λαϊκό κίνημα αντίθετο προς την κυβέρνηση, αλλά αντ’ αυτού βασίστηκαν σε υποστηρικτές στον στρατό. Μόλις ανέβηκαν στην εξουσία, αυτοί οι «επαναστάτες» αμέσως στράφηκαν ενάντια σε όποιον πίστευαν ότι ήταν αντίθετος με αυτούς.

Η Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε επίσημα το 1923, από μια άλλη ομάδα νεαρών αξιωματικών τού στρατού, με τον Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα ονομάστηκε Ατατούρκ, «ο μεγάλος Τούρκος») στο τιμόνι. Η Τουρκική Δημοκρατία σηματοδότησε μια πιο ριζική απομάκρυνση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι νέοι κυρίαρχοι κατήργησαν τη μοναρχία, εκσυγχρόνισαν την κρατική γραφειοκρατία, νομοθέτησαν την θρησκεία, την οποία έβλεπαν ως εμπόδιο στα σχέδιά τους, και σκόπευαν να βιομηχανοποιήσουν την Τουρκία. Αλλά μια πτυχή τής οθωμανικής τάξης ποτέ δεν αμφισβητήθηκε: οι κρατικοί θεσμοί και η γραφειοκρατία παρέμειναν υπό την άρχουσα ελίτ, που πλέον ήταν τα ανώτερα στελέχη τού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος του Ατατούρκ (CHP). Για άλλη μια φορά, η ελίτ θεώρησε ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για ευρεία υποστήριξη. Στην πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις τού Ατατούρκ επρόκειτο να επιβληθούν δυναμικά σε έναν πληθυσμό που θεωρείται, δικαίως, αντίθετος με πολλές από αυτές.

Η στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία τού CHP, και η προθυμία τού κόμματος να χρησιμοποιήσει ισχυρή βία εάν ήταν απαραίτητο, επέτρεψε στο κεμαλικό σχέδιο να πετύχει υπό μια μονοκομματική εξουσία μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά εμφανίστηκαν ρωγμές. Το 1946, το Δημοκρατικό Κόμμα (DP) ιδρύθηκε από πρώην μέλη τού CHP που ήλπιζαν να επωφεληθούν από την δημόσια δυσαρέσκεια για την αδέξια διακυβέρνηση του CHP. Το 1950, όταν το DP ανέβηκε στην εξουσία με μια μεγαλειώδη εκλογική νίκη, πολλοί από τους βουλευτές του, και σίγουρα οι υποστηρικτές του, κατάγονταν από επαρχιακές πόλεις και αγροτικές περιοχές και είχαν ως υπόβαθρο το μικρής κλίμακας εμπόριο που ήταν έξω από τον έλεγχο του κράτους. (Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γραφειοκρατικό ή στρατιωτικό υπόβαθρο της πλειοψηφίας των βουλευτών τού CHP).

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡ

Στις 27 Μαΐου τού 1960, η Τουρκία ξύπνησε με το πρώτο από τα πολλά επόμενα στρατιωτικά πραξικοπήματα, βάζοντας τέλος στο εκκολαπτόμενο πείραμά της με την δημοκρατία. Ο στρατός κινήθηκε γρήγορα για να κρεμάσει τον Αντνάν Μεντερές, τον ηγέτη τού DP.

Τα επόμενα 40 χρόνια έφεραν πολλούς νέους πολιτικούς παράγοντες στην τουρκική σκηνή, συμπεριλαμβανομένου ενός φάσματος αριστερών ομάδων αποφασισμένων για την ανατροπή τού κράτους. Αλλά το χάσμα μεταξύ του πιο κρατικιστικού CHP και των πιο θρησκευτικών κομμάτων (τα οποία χρησιμοποίησαν τον μανδύα τού DP) παρέμεινε σταθερό, ακόμη και καθώς αυτά τα τελευταία συμφώνησαν να συνεργαστούν με τον στρατό και γενικά απέφυγαν να αμφισβητήσουν τις βασικές εντολές τού κεμαλικού κράτους (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σφυρηλάτησαν ακόμα καλύτερους δεσμούς με τις υπάρχουσες επιχειρηματικές ελίτ).

Ήταν το ΑΚΡ που αντέγραψε την συνταγή τού DP για την ανάμιξη του θρησκευτικού λαϊκισμού με την οικονομία τής ελεύθερης αγοράς, πιο πιστά και αποτελεσματικά. Όταν το ΑΚΡ αναδείχτηκε νικητής στις βουλευτικές εκλογές τού 2002, οι γραμμές τής μάχης με τις κεμαλικές ελίτ είχαν ήδη χαραχτεί. Τον Απρίλιο του 2007, αφότου το κόμμα απέκτησε τον έλεγχο της προεδρίας, ο στρατός - ο οποίος είχε κινηθεί εναντίον τριών άλλων εκλεγμένων κυβερνήσεων μεταξύ 1960 και 2002 - δημοσίευσε ένα μνημόνιο στην ιστοσελίδα του, απειλώντας με πραξικόπημα εναντίον τής κυβέρνησης του ΑΚΡ. Δυσοίωνα, το Συνταγματικό Δικαστήριο ξεκίνησε την διαδικασία για να κλείσει το ΑΚΡ, διότι η θρησκευτική εικόνα του φερόταν να είναι κατά παράβαση του συντάγματος του Ατατούρκ.

Αλλά το 2007 δεν ήταν ίδιο με το 1960. Δεν ήταν μόνο ότι το ΑΚΡ είχε βαθύτερα κοινωνικά δίκτυα, ιδιαίτερα σε δήμους διευθυνόμενους από τον προκάτοχό του, το Κόμμα τής Ευημερίας. Είχε επίσης τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων τής γραφειοκρατίας και της αστυνομίας. Εν τω μεταξύ, το κύρος τού στρατού μέσα στην τουρκική κοινωνία ήταν στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών. Αυτή την φορά, οι κεμαλιστές έχασαν, εν μέρει επειδή η τουρκική κοινωνία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στην ανάμιξη των στρατηγών. Η εξουσία είχε μετατοπίστηκε με επιτυχία από την κεμαλική ελίτ σε ένα κόμμα που υποστηριζόταν από την πλειοψηφία των Τούρκων, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου μέρους τού πληθυσμού των επαρχιακών πόλεων και της ενδοχώρας τής υπαίθρου.

Αλλά από την άποψη της οικοδόμησης μιας πραγματικής δημοκρατίας, ποτέ δεν επρόκειτο να είναι αρκετή η απλή χαλάρωση της εμπλοκής των κεμαλικών ελίτ στους υπάρχοντες κρατικούς θεσμούς. Οι ίδιοι οι θεσμοί έπρεπε να γίνουν πιο περιεκτικοί, να απομακρυνθούν από τους αποκλεισμούς. Δυστυχώς, το ΑΚΡ - τη απουσία συντονισμένης πίεσης από μια κοινωνία των πολιτών της Τουρκίας που ήταν ακόμα αδύναμη – ήταν επικεντρωμένο αντί για αυτά στην οικοδόμηση ενός δικού του πολιτικού μονοπωλίου. Αντί να ενισχύσουν τους ανεξάρτητους θεσμούς, οι ελίτ τού ΑΚΡ δούλεψαν για να πάρουν τον έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας, της αστυνομίας και του δικαστικού σώματος, και στην συνέχεια προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους θεσμούς για δικούς τους κομματικούς σκοπούς. Αυτό μιμείται το πρότυπο της πολιτικής ανάπτυξης πολλών μετα-αποικιακών κοινωνιών, όπου νέοι πολιτικοί ηγέτες γρήγορα πήραν τον καθοριστικό έλεγχο του κράτους αφότου οι αποικιακές δυνάμεις αποχώρησαν βιαστικά. Και, όπως αυτοί οι προηγούμενοι ηγέτες, ο Ερντογάν δεν δίστασε να επιδείξει την δύναμή του.

Μακράν τού να προσπαθήσει να ξεπεράσει την πόλωση της κεμαλικής εποχής, ο Ερντογάν έξυπνα αποφάσισε να την αξιοποιήσει. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι η Τουρκία εξακολουθεί να είναι στη μέση μιας υπαρξιακής πάλης μεταξύ Μαύρων Τούρκων (οι ανίσχυρες, λιγότερο μορφωμένες, πιο συντηρητικές μάζες) και Λευκών Τούρκων (οι κεμαλικές, μορφωμένες, δυτικόφρονες ελίτ). «Ο αδελφός σας ο Ταγίπ», έχει δηλώσει ο ίδιος, «ανήκει στους Μαύρους Τούρκους».

Το πρόβλημα με αυτήν την ρητορική είναι ότι, επειδή είναι η μισή αλήθεια, αντηχεί στο κοινό και πολώνει περαιτέρω. Αυτό έγινε σαφές το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Ερντογάν κάλυψε με επιτυχία την καταστολή των ειρηνικών διαμαρτυριών ως ένα αναγκαίο βήμα στον αγώνα των Μαύρων Τούρκων εναντίον των Λευκών Τούρκων, και στην συνέχεια και πάλι κατά την διάρκεια των δημοτικών εκλογών τού τρέχοντος έτους. Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική αυτή απέδωσε για το ΑΚΡ, όχι μόνο επειδή εδραίωσε την δημοτικότητα του Ερντογάν ανάμεσα στους βασικούς υποστηρικτές του, αλλά και επειδή η ρητορική έγινε αυτοεκπληρούμενη. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κρατικοί και κοινωνικοί θεσμοί τής Τουρκίας, μπλεγμένοι σε αυτό το φαινομενικά υπαρξιακό αδιέξοδο, έχουν αποτύχει να λειτουργούν χωρίς αποκλεισμούς.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Παρά τον υφέρποντα αυταρχισμό και την πόλωση της τουρκικής πολιτικής, κανείς δεν πρέπει να απελπίζεται. Από δημοκρατική άποψη, τα πράγματα ήταν χειρότερα υπό την κεμαλική ελίτ (κυρίως μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980), όταν η τουρκική κοινωνία ήταν σε μεγάλο βαθμό απολιτική. Αντιμετωπίζοντας ένα στρατιωτικό καθεστώς σε συμμαχία με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι πιο ζωηρές δυνάμεις τής αντιπολίτευσης δεν έδειξαν καμία αντίσταση. Το ΑΚΡ είναι στη μέση μιας πολύ διαφορετικής κατάστασης σήμερα. Πράγματι, το κόμμα έσπειρε τους σπόρους τής δικής του καταστροφής όταν κινητοποίησε την τουρκική κοινωνία των πολιτών στην αρχική άνοδό του στην εξουσία. Ακόμη κι ο Ερντογάν, στα πρώτα του χρόνια στην κυβέρνηση, ενθάρρυνε τον ανοιχτό διάλογο στην κοινωνία, έστω και μόνο για να εξαλείψει ορισμένες από τις κόκκινες γραμμές (για τους Κούρδους, τις μειονότητες, τον ρόλο τού στρατού στην κοινωνία, και για την θρησκευτική ελευθερία, τουλάχιστον για τους σουνίτες υποστηρικτές του) που είχαν επιβληθεί από την κεμαλική ελίτ.

Το ΑΚΡ μπορεί να προσπαθήσει να μιμηθεί τους κεμαλικούς προκατόχους του, αλλά η τουρκική κοινωνία είναι απίθανο να είναι τόσο εύπλαστη όπως ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είναι μόνο που η αστική νεολαία τής χώρας είναι πιο φιλελεύθερη, πιο ανεξάρτητη και πιο ενημερωμένη από ποτέ - η Τουρκία είναι μεταξύ των κορυφαίων χρηστών τόσο του Facebook όσο και του Twitter – αλλά, όπως και οι διαδηλώσεις το περασμένο καλοκαίρι κατέστησαν σαφές, είναι πιο διψασμένη για πολιτική συμμετοχή και δημοκρατία. Το δικαστικό σώμα, παίρνοντας ερεθίσματα από την πρόσφατα αφυπνισμένη κοινωνία των πολιτών τής Τουρκίας, επίσης δεν είναι πλέον χαρούμενο να αποτελεί «κλωτσοσκούφι». Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε μερικούς από τους πιο καταπιεστικούς νόμους και διατάγματα του ΑΚΡ. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, κάνοντας αυτές τις παρεμβάσεις, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μίλησε εξ ονόματος της στρατιωτικο-γραφειοκρατικής ελίτ (όπως ήταν ο ρόλος του στο πλαίσιο του CHP), αλλά ενός ευρύτερου τμήματος του πληθυσμού, και κατά συνέπεια μίλησε για το κράτος δικαίου και τους πολιτικούς θεσμούς χωρίς αποκλεισμούς.

Παρ’ όλο που η υποστήριξη του Ερντογάν μεταξύ των φτωχών στις πόλεις και στην ύπαιθρο και στα μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης φαίνεται σταθερή σήμερα, στηρίζεται στην συνεχή οικονομική ανάπτυξη και στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών προς τους μη προνομιούχους. Η εύκολη πορεία για τον Ερντογάν θα τελειώσει αν η οικονομία κινηθεί προς τα κάτω (και θα μπορούσε – η ανάπτυξη της Τουρκίας τα τελευταία έξι χρόνια εξαρτάται από τα μη βιώσιμα επίπεδα της εγχώριας κατανάλωσης και του εμπορικού ελλείμματος). Στην περίπτωση αυτή, η αντιπολίτευση είναι πιθανόν να διευρυνθεί και, έχοντας μάθει από την εμπειρία με το AKP, τελικά θα αρχίσει να απαιτεί θεσμούς που να εκπροσωπούν την χώρα στο σύνολό της.

Αυτό δεν γράφεται για να υπονοηθεί ότι η πρόσφατη διολίσθηση στην τουρκική διακυβέρνηση θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από ροζ γυαλιά. Το AKP εξακολουθεί να καταστέλλει κάθε αντιπολίτευση και σίγουρα θα προσπαθήσει να φιμώσει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αλλά οι προσπάθειες του κόμματος να μονοπωλήσει την εξουσία δεν πρέπει να εκπλήσσουν στο ιστορικό πλαίσιο. Περισσότερα από 50 χρόνια μετά, η διαδικασία της οικοδόμησης πολιτικών θεσμών χωρίς αποκλεισμούς σε πολλές μετα-αποικιακές κοινωνίες είναι ακόμη σε εξέλιξη. Και χρειάστηκαν στην Γαλλία περισσότερα από 80 χρόνια για την οικοδόμηση της Τρίτης Δημοκρατίας μετά την κατάρρευση της μοναρχίας το 1789.

Η θεσμική εξισορρόπηση δεν επρόκειτο ποτέ να είναι μια ανώδυνη, εύκολη διαδικασία. Για να αποτύχουν τελικά οι προσπάθειες του ΑΚΡ να μονοπωλήσει εξουσία, οι απλοί άνθρωποι και η κοινωνία των πολιτών θα πρέπει να διαμαρτυρηθούν δυνατά. Η πολιτική ήταν από καιρό ένα σπορ των ελίτ στην Τουρκία, και οι ελίτ - είτε είναι στρατιωτικές, γραφειοκρατικές, επιχειρηματικές είτε του ΑΚΡ - έχουν φροντίσει για τα δικά τους συμφέροντα, όχι του λαού. Αυτό θα αλλάξει μόνο όταν η πολιτική καλύψει ένα ευρύτερο τμήμα τής κοινωνίας. Το θετικό των σημερινών προβλημάτων είναι ότι η Τουρκία έχει ήδη κάνει ορισμένα σημαντικά βήματα προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141444/daron-acemoglu/the-failed-...
Σύνδεσμοι:
[1] http://cpj.org/reports/turkey2012-english.pdf

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr