Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Gazprom | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Gazprom

Νομική διαμάχη ή γεωπολιτική σύγκρουση;

Προτού ακόμη ξεσπάσει η υφιστάμενη ρωσο-ουκρανική κρίση, η οποία ανέδειξε με τον πλέον δραματικό τρόπο τούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τού Κρεμλίνου στο επίκεντρο της παγκόσμιας επικαιρότητας [1], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη εισέλθει σε μια μετωπική αντιπαράθεση με την Ρωσία στον ενεργειακό τομέα και, ειδικότερα, στο φυσικό αέριο. Η συγκεκριμένη διαφωνία είναι καταρχήν νομικής φύσεως και ως προς τα δύο κύρια σκέλη της: α) την ισχυριζόμενη, εκ μέρους της Επιτροπής, παραβίαση από την ρωσική Gazprom των κείμενων διατάξεων περί ανταγωνισμού [2] και β) την ισχυριζόμενη, επίσης εκ μέρους τής Επιτροπής, ασυμβατότητα των διμερών συμφωνιών οι οποίες αφορούν τον υπό κατασκευή αγωγό South Stream με τις κοινοτικές διατάξεις [3], που είναι γνωστές ως το «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο» (βλ. παρακάτω).

Εντούτοις, άποψη του υπογράφοντος είναι πως τυχόν προσέγγιση της συγκεκριμένης διαμάχης με νομικούς και μόνο όρους κινδυνεύει να απωλέσει την ουσία τού ζητήματος. Η τελευταία, νομίζω πως έγκειται αφενός μεν στις γεωπολιτικές, κατά τη γνώμη πολλών ειδικών, ρωσικές φιλοδοξίες με «όχημα» τις διεθνείς ενεργειακές σχέσεις, αφετέρου δε στην ευρωπαϊκή επιθυμία ανάσχεσής τους, όπως ακριβώς η πολιτική τής «ανάσχεσης» (containment) αποτέλεσε βασικό στόχο τής Δύσης σε σχέση με την ΕΣΣΔ μετά το 1945, ξεκινώντας, ως γνωστόν, από ένα κλασικό άρθρο τού Τζωρτζ Κένναν στο αμερικανικό Foreign Affairs [4]. Για τους λόγους αυτούς, μια μικρή εισαγωγή στην ενεργειακή διάσταση της ρωσικής Υψηλής Στρατηγικής (Grand Strategy) μετά το 2000, έτος κατά το οποίο εξελέγη για πρώτη φορά Πρόεδρος ο κ. Πούτιν, κρίνεται απολύτως αναγκαία. Μια πιο εμβριθής ανάλυση της συγκεκριμένης στρατηγικής υπάρχει σε αριθμό μονογραφιών οι οποίες είδαν το φως τής δημοσιότητας κατά την τελευταία δεκαετία [5].

GAZPROM: ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΧΑΡΤΙ» ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Σε μια περίφημη αποστροφή τού λόγου του που χρονολογείται από το 2005, ο πρόεδρος Πούτιν αποκάλεσε την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή τού εικοστού αιώνα». Η Δύση αγνόησε πλήρως την Ρωσία στην δεκαετία τού 1990, όταν η τελευταία την είχε ανάγκη, και τώρα πληρώνει το τίμημα: για τον μέχρι πρότινος ταλαιπωρημένο, απαξιωμένο, και περιθωριοποιημένο ρωσικό λαό, ή, τουλάχιστον, για ένα πολύ μεγάλο μέρος του, η επίδειξη πυγμής συντελεί στην αύξηση της δημοτικότητας του Ρώσου προέδρου και, τελικά, στη μακροημέρευσή του, παρά τις αντιδημοκρατικές μεθόδους που ενίοτε φαίνεται να χρησιμοποιεί. Η φιλοσοφία τού πουτινισμού συμπυκνώνεται στην αναβίωση του σοβιετικού μεγαλείου με κάθε μέσο και με κάθε κόστος, ακόμη, δηλαδή, κι αν η Μόσχα συμπεριφέρεται αυτοκρατορικά («κάθε μέσο») απέναντι σε χώρες που επί δεκαετίες απάρτιζαν μαζί της τον σοβιετικό ιστό ή αν αυτό συνεπάγεται την διεθνή της απομόνωση («κάθε κόστος»).

Ο ρόλος τής ενέργειας στην Υψηλή Στρατηγική τού προέδρου Πούτιν είναι κομβικός: η κατάλληλη αξιοποίηση των ανεξάντλητων φυσικών πόρων τής αχανούς αυτής χώρας φαντάζει ως το ιδανικό μέσο δυναμικής επανόδου στο διεθνές σύστημα. Με άλλα λόγια, ο κλάδος τής ενέργειας, από συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας στον οικονομικό τομέα, μετασχηματίζεται, τελικά, σε ένα κατεξοχήν γεωπολιτικό «εργαλείο» [6] πρώτης τάξεως. Για καλή τύχη τού προέδρου Πούτιν, οι διεθνείς τιμές των υδρογονανθράκων στην κυριολεξία «εκτοξεύθηκαν» επί θητείας του (σε μια αντίθετη περίπτωση, είναι προφανές ότι θα είχε πολύ σοβαρό πρόβλημα να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του). Την παραπάνω θεώρηση περί του ρόλου τής ενέργειας είχε φροντίσει να την εκθέσει, εμμέσως πλην σαφώς, ο κατοπινός Πρόεδρος της Ρωσίας και στην διδακτορική διατριβή του, η οποία ολοκληρώθηκε το 1999, καθώς και στην εκλαϊκευμένη περίληψή της που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά με μορφή άρθρου σε ένα επιστημονικό ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης [7].

Τούτων δοθέντων, σε καμία άλλη χώρα τού κόσμου -πλην ίσως της Μέσης Ανατολής- ο επονομαζόμενος «εθνικισμός των φυσικών πόρων» (resource nationalism), στον οποίο είχαμε αναφερθεί ιστορικά στο F.A. του περασμένου Φεβρουαρίου [8], δεν είναι τόσο ισχυρός όσο στη σύγχρονη -μετά το 2000- Ρωσία. Όπως είχαμε γράψει και τότε, η κρατική εταιρεία φυσικού αερίου, Gazprom, που είναι η μεγαλύτερη του είδους της στον κόσμο, λειτουργεί στην πραγματικότητα ως άτυπο Υπουργείο Εξωτερικών της Μόσχας. Το περίφημο κείμενο πολιτικής «Ενεργειακή Στρατηγική της Ρωσίας έως το 2020», το οποίο υιοθετήθηκε επίσημα το καλοκαίρι τού 2003 [9], υποστηρίζει ότι η ενεργειακή διπλωματία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τής ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός, Μπόρις Νεμτσώφ, την έχει ορθώς αποκαλέσει «το κορυφαίο προσωπικό σχέδιο του Πούτιν» (Putin’s prime personal project) [10]. Και ενώ στο εσωτερικό η Gazprom αδυνατεί να καλύψει τη ζήτηση, χάνοντας προοδευτικά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από τους ιδιώτες ανταγωνιστές της, στο εξωτερικό (βασικά στην Ευρώπη) είναι που ρίχνει όλο της το βάρος, για λόγους προβολής ισχύος. Εκεί, λοιπόν, φαίνεται να υπάρχουν δύο διαφορετικές κατηγορίες πελατών: από τη μια οι ισχυρές οικονομίες τής Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες διαθέτουν εναλλακτικούς προμηθευτές και πολύ ανεπτυγμένο δίκτυο διασυνδέσεων, και, από την άλλη, οι λιγότερο διαφοροποιημένες ως προς τις εισαγωγές τους χώρες τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες τελούν σε καθεστώς «ενεργειακής ομηρείας». Στις τελευταίες, η επιθετική -μερικές φορές ακόμη και πέρα από τα όρια του εκβιασμού- τιμολογιακή πολιτική τής Gazprom και η διάκριση σε «εχθρούς» και «φίλους» έχει κατά καιρούς δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα.

Επιστρέφοντας στην εσωτερική σκηνή, η παραχώρηση των φυσικών πόρων όχι απλά σε ξένους επενδυτές, αλλά ακόμη και σε ανεξέλεγκτους Ρώσους ιδιώτες (πχ στην εταιρεία YUKOS, πριν ο Πούτιν αποφασίσει να την διαλύσει), φαίνεται να αντιστρατεύεται τον εθνικής σημασίας στόχο για κρατικό έλεγχό τους. Διακριτική μεταχείριση και «κλείσιμο» της αγοράς αποτελούν σταθερές τής ρωσικής ενεργειακής πολιτικής [11]. Τα πολλά δισ. δολάρια που είχαν μέχρι τότε επενδύσει οι ξένες πετρελαϊκές εταιρείες στην Ρωσία (ακόμη και σε εποχές χαμηλών διεθνών τιμών πετρελαίου) και τα οποία, κατά γενική ομολογία, συνεισέφεραν τα μέγιστα στον εκσυγχρονισμό τού κλάδου ήταν προφανώς ανεπιθύμητα για τη νέα ρωσική ηγεσία.

Ως εδώ ουδέν πρόβλημα, θα παρατηρούσε κανείς... «Η Ρωσία ανήκει στους Ρώσους» και ασφαλώς δικαιούνται να ρυθμίζουν τα του οίκου τους όπως επιθυμούν, εκλέγοντας ξανά και ξανά τον αναμφισβήτητα ικανότατο ηγέτη τους, είτε ως πρόεδρο της χώρας είτε ως πρωθυπουργό. Όμως, μια πιο προσεκτική εξέταση της κατάστασης αποκαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το παράδοξο της ρωσικής ενεργειακής πολιτικής συνίσταται στην εξής αντίφαση: Ενώ αποδεδειγμένα οι Ρώσοι δεν επιθυμούν πια την είσοδο των ξένων εταιρειών στην εγχώρια αγορά ενέργειας, τουλάχιστον με τους όρους τούς οποίους απολαμβάνουν οι κρατικές τους εταιρείες, από την άλλη επιδιώκουν επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε χώρες τής Ευρώπης όπου δεν υφίσταται -ιδίως λόγω του «κοινοτικού κεκτημένου» για τα μέλη τής ΕΕ- ανάλογος προστατευτισμός. Έτσι, μόνο η Gazprom (που είναι ο κορυφαίος «εθνικός πρωταθλητής» τού Πούτιν ανεξαρτήτως κλάδου) διαθέτει πλέον δεκάδες θυγατρικές σε ολόκληρη την Ευρώπη, για την ύπαρξη των οποίων ουδείς της ζήτησε να λογοδοτήσει και οι οποίες λειτουργούν απρόσκοπτα εδώ και πολλά χρόνια.

Εδώ και είκοσι ολόκληρα χρόνια, η Ρωσία αρνείται να επικυρώσει -επομένως και να εφαρμόσει στο εσωτερικό της- την Συνθήκη περί «Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας», την οποία προσυπέγραψε και η ίδια στις 17 Δεκεμβρίου 1994 [12]. Εν συντομία, η Συνθήκη ορίζει ότι το εμπόριο υλικών και προϊόντων ενέργειας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών διέπεται από τις διατάξεις τής GATT και του WTO (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Μολονότι υπάρχει η αρχή τής κυριαρχίας επί των ενεργειακών πόρων, τα συμβαλλόμενα μέρη υπέχουν δέσμευση ότι θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε αυτούς και ότι, συνεπώς, θα τηρούν τους κανόνες περί εξερεύνησης, ανάπτυξης και απόκτησης των ενεργειακών πόρων μέσα σε πνεύμα διαφάνειας και μη εισαγωγής διακρίσεων. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ενεργειακό δόγμα Πούτιν, όπως εκτέθηκε παραπάνω. Ακόμη και σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, η στάση τού Κρεμλίνου εντυπωσιάζει. Μέχρι πρότινος, λ.χ., η ρωσική κυβέρνηση θεωρούσε επτασφράγιστο μυστικό τις εκτιμήσεις για το μέγεθος των αποθεμάτων της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, παρά το γεγονός ότι αποτελούν απολύτως αναγκαία δεδομένα για τους ξένους επενδυτές. Η δημόσια ανακοίνωση των εκτιμήσεων τον Ιούλιο του 2013 αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη! Σε εταιρικό επίπεδο, ακόμη και ανώτατα στελέχη τής κοινοπραξίας ΤΝΚ-ΒΡ -όσα δεν είχαν ρωσική υπηκοότητα- δεν διέθεταν πρόσβαση σε ουσιώδη δεδομένα (data) τού ενεργειακού κλάδου [13].

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (2012-)

Ας μην ξεχνάμε ότι ο μακρινός πρόδρομος της ΕΕ ήταν η ΕΚΑΧ του 1952, μια Κοινότητα που περιλάμβανε μόνο τον Άνθρακα και τον Χάλυβα [14]. Καθώς επρόκειτο γα την κατεξοχήν βαριά βιομηχανία τής εποχής, ένας βασικός στόχος των ιδρυτών της ήδη από τότε ήταν η εξάρθρωση των μεγάλων μονοπωλίων του κλάδου, γνωστών ως Konzerns. Η παράδοση συνεχίστηκε με την Συνθήκη τής Ρώμης το 1957. Το άρθρο 82 (νυν 102) της Συνθήκης ΕΚ, ένα από τα σημαντικότερα ως προς την πολιτική σε θέματα ελεύθερου ανταγωνισμού, απαγορεύει την επονομαζόμενη «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης». Επομένως, από μόνη της η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μέσα σε μια συγκεκριμένη αγορά -π.χ. του φυσικού αερίου- δεν είναι αθέμιτη, είναι, όμως, αθέμιτη και τιμωρείται η κατάχρησή της. Το πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ένα δύσκολο ερμηνευτικό ζήτημα.

Καταρχήν, όπως διευκρινίζει η ίδια η Συνθήκη, η κατάχρηση μπορεί να συνίσταται σε πρακτικές όπως λ.χ. οι εξής: (α) άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής· (β) περιορισμός τής παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, με ζημία των καταναλωτών (γ) εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση και (δ) εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες, όμως, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Στην πλούσια σχετική νομολογία του τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως από το 1971 και εξής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) έχει αναπτύξει πολύ περισσότερο την έννοια της κατάχρησης.

Ως θεματοφύλακας των Συνθηκών τής ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή νομιμοποιείται να διεξάγει έρευνες, μετά από καταγγελία ή ακόμη και αυτεπαγγέλτως, σε περίπτωση που υποπέσει στην αντίληψή της καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από συγκεκριμένη επιχείρηση (ή ένωση επιχειρήσεων). Εφόσον επιβεβαιωθεί η κατάχρηση, η Επιτροπή δικαιούται να επιβάλει στην επιχείρηση πρόστιμο, που μπορεί να φθάσει μέχρι και το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών, δηλαδή εκείνου που είχε πραγματοποιηθεί κατά την διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αμερικανικοί τιτάνες τού επιχειρείν όπως η GE, η Intel και η Microsoft βρέθηκαν στην δίνη υποθέσεων νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισμού και αισθάνθηκαν όλοι το «βαρύ χέρι» τής Επιτροπής [15].

Στις 4/9/2012, λοιπόν, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι στοιχειοθετείται η διεξαγωγή έρευνας εναντίον τής Gazprom (υπόθεση αρ. 39816) με την κατηγορία τής καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης. Τρεις είναι οι βασικές επιμέρους κατηγορίες: Πρώτον, ο κατακερματισμός τής αγοράς ο οποίος προκύπτει από την επιβολή -μέσω των σχετικών συμβολαίων- στους πελάτες τής Gazprom απαγόρευσης να μεταπωλήσουν το αέριο σε τρίτους (αθέμιτες ρήτρες γνωστές ως “destination clauses”). Πάντως, η Gazprom δεν είναι ο μόνος παραγωγός και προμηθευτής τής ΕΕ που εισάγει στα συμβόλαιά της τέτοια απαγόρευση. Δεύτερον, η παρεμπόδιση του δικαιώματος πρόσβασης τρίτων (ΤΡΑ-Third Party Access) στους αγωγούς της, παρά τις σχετικές κοινοτικές ρυθμίσεις, που έχουν εισαχθεί ήδη από την εποχή τής -κομβικής σημασίας- Οδηγίας 1998/30/ΕΚ της 22/6/1998. Τρίτον, η λίαν επαχθής τιμολογιακή πολιτική, η οποία όχι μόνο συνδέει την τιμή τού αερίου με εκείνη του αργού πετρελαίου (oil-linked contracts), αλλά και που επιβάλλει να της πληρωθεί το σύνολο της συμβολαιοποιημένης ποσότητας, είτε αυτή καταναλωθεί είτε όχι (“take or pay” clause).

Η διαμάχη θα μπορούσε να είχε παραμείνει στο αμιγώς νομικό-τεχνικό επίπεδο, εάν η Gazprom και ο ίδιος ο Πούτιν προσωπικά δεν έσπευδαν να την «πολιτικοποιήσουν», ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2012. Ο μεν εκπρόσωπος Τύπου τής εταιρείας, Σεργκέι Κυπριάνωφ, έκανε λόγο για «προσπάθεια να πιεσθεί η Gazprom και να επηρεαστούν οι τιμές και οι εμπορικές διαπραγματεύσεις, κατά παράβαση των νόμων της αγοράς», ο δε Πούτιν έσπευσε να θέσει υπό την προστασία του την εταιρεία: στις 11/9/2012 υπέγραψε Διάταγμα με το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ ...απαγορεύει την συνεργασία των στελεχών τής Gazprom (ή οποιασδήποτε άλλης στρατηγικού χαρακτήρα ρωσικής εταιρείας) με τις αρμόδιες Αρχές Ανταγωνισμού τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς την προηγούμενη άδεια ενός ειδικού σώματος στο Κρεμλίνο [16]. Πέραν του γεγονότος ότι η αιφνίδια αυτή αντίδραση εκ μέρους τού προέδρου Πούτιν θα μπορούσε να εκληφθεί από οποιονδήποτε ως έμμεση αποδοχή, εκ μέρους της Gazprom, των αιτιάσεων (αφού «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται», άρα προς τι η απόκρυψη στοιχείων;), φαίνεται πως ήταν λάθος και από μια άλλη πλευρά: Ουσιαστικά, με το να επικαλεστούν πολιτικούς λόγους πίσω από την όλη διαδικασία (κάτι το οποίο διέψευσε αμέσως και κατηγορηματικά ο Επίτροπος Ανταγωνισμού κ. Χοακίν Αλμούνια), οι Ρώσοι όξυναν, χωρίς ουσιαστικό λόγο, μια διαφορά που βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο.

Βεβαίως, όποιος επιμένει να βλέπει την ενέργεια με όρους αμιγώς ή πρωτίστως γεωπολιτικούς (βλ. παραπάνω), λογικό ίσως «να κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια» και να αντιμετωπίζει και μια νομική διαφορά για την ενέργεια -μεγάλης σημασίας φυσικά - ως γεωπολιτική σύγκρουση. Το θέμα είναι, εάν η κλιμάκωση της υπόθεσης αρ. 39816 στο γεωπολιτικό επίπεδο συμφέρει περισσότερο τις Βρυξέλλες ή τη Μόσχα. Τέλος, η αντίφαση ανάμεσα στον εκπρόσωπο της Gazprom και στο Διάταγμα του κ. Πούτιν ήταν προφανής: ο μεν πρώτος είδαμε πως προέταξε -σωστά- τους «νόμους τής αγοράς» (τους οποίους, όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μόνο αυτή είναι αρμόδια να κρίνει εάν και κατά πόσον τηρούνται), ο δε Πρόεδρος θέλησε να διαχωρίσει εκείνους τους κλάδους με «στρατηγικό χαρακτήρα» από τους υπόλοιπους, εισάγοντας στην λειτουργία των πρώτων ορισμένα κριτήρια και προϋποθέσεις που σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούνται από την αγορά [17]. Το πόσο μεγάλη ζημιά μπορεί να προκαλέσει αυτό στην εικόνα των ρωσικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό -και ιδίως εντός της ΕΕ- είναι κάτι που έχει επισημανθεί ακόμη και από ρωσικά ΜΜΕ [18].

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΓΟΥ «ΝΟΤΙΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ» (2013-)

Στις αρχές του 2007, ο Α. Μεντβέντεφ τής Gazprom δήλωσε ότι στόχος τής εταιρείας είναι να αναδειχθεί σε μια ολοκληρωμένη (καθετοποιημένη) εταιρεία η οποία θα παράγει, θα πωλεί και θα διανέμει φυσικό αέριο στην Ευρώπη [19]. Ο υπερ-αγωγός τής Gazprom «Νότιο Ρεύμα» (South Stream), ο οποίος ανακοινώθηκε ως σχέδιο από τον Πούτιν την ίδια χρονιά, ξεκίνησε να κατασκευάζεται στο τέλος τού 2012 και αναμένεται να ολοκληρωθεί σε τέσσερις φάσεις από το τέλος τού 2015 ως το 2018, εξυπηρετούσε ένα διττό σκοπό: αφενός μεν να παρακάμψει εντελώς την «προβληματική» Ουκρανία, η οποία εξακολουθεί να είναι σημαντική οδός διαμετακόμισης του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη διαμέσου ενός πλέγματος τεσσάρων συνολικά αγωγών (σοβιετικής προέλευσης), αφετέρου, δε, να «σκοτώσει» τον 100% ανταγωνιστικό αγωγό Nabucco από την Κασπία προς την Αυστρία, όπερ και εγένετο.

Βεβαίως, ο γεωπολιτικός θρίαμβος του προέδρου Πούτιν θα ήταν μεγαλύτερος αν είχε καταφέρει να εξουδετερώσει εντελώς όχι μόνο το φιλόδοξο -λόγω μεγέθους- Nabucco, αλλά ολόκληρη την ιδέα του «Νότιου Διαδρόμου», δηλαδή μια εντελώς νέα πηγή αερίου προς την Ευρώπη [20]. Κάτι τέτοιο τελικά δεν συνέβη, καθώς στη θέση τού Nabucco θα αναπτυχθεί τουλάχιστον ο πολύ μικρότερος σε χωρητικότητα αγωγός ΤΑΡ: ενώ ο Nabucco θα μετέφερε 31 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, ο ΤΑΡ θα ξεκινήσει περί το 2020 με 10 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως και ίσως στο μέλλον φθάσει τα 20 δισ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εταιρικό σχήμα τού South Stream συμμετέχουν επίσης, πλην της Gazprom, η οποία διαθέτει ποσοστό 51%, και οι δυτικοευρωπαϊκές εταιρείες EΝΙ (Ιταλία), Électricité de France (Γαλλία) και Wintershall (Γερμανία). Επομένως, μεγάλες ενεργειακές εταιρείες από τις τρεις ισχυρότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης έχουν αποφασίσει να συνεργαστούν με το Κρεμλίνο σε αυτό το κολοσσιαίο οικονομικό και γεωπολιτικό σχέδιο, προς μεγάλη απογοήτευση, βεβαίως, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και όχι μόνο: Όπως έχει εύστοχα επισημάνει ένα -πολύ ενδιαφέρον- πρόσφατο βιβλίο [21], οι μεν πρώην κομμουνιστικές χώρες τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εμμένουν να θεωρούν τις συνεργασίες αυτές με τη Μόσχα ως «εγκλήματα εναντίον της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», ενώ οι τρεις ισχυρές χώρες τής Δύσης τούς προσάπτουν «σύνδρομο ενεργειακής ανασφάλειας», καθώς και «αντιρωσική παράνοια».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πάντως, διαβλέποντας ότι δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με τίποτα η διαφαινόμενη «επέλαση» στη ΝΑ Ευρώπη τού South Stream (ο οποίος, όταν τελικά κατασκευαστεί, θα ενισχύσει κι άλλο την ούτως ή άλλως ισχυρή ρωσική θέση στην Ευρώπη), αποφάσισε να αντιδράσει χρησιμοποιώντας τα νομικά της μέσα. Το αποτέλεσμα της νομοθετικής της πρωτοβουλίας υπήρξε η Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τής 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες στην εσωτερική αγορά φυσικού αερίου. Εντασσόμενη στο ευρύτερο «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο», η ρύθμιση αυτή συνοψίζεται στο περίφημο Άρθρο 9, το οποίο επιβάλλει διαχωρισμό (unbundling) στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τής αλυσίδας εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου και, ιδίως, μεταξύ της παραγωγής-προμήθειας και της μεταφοράς του. Ο μεταφορέας, λοιπόν, δηλαδή βασικά ο ιδιοκτήτης ενός αγωγού φυσικού αερίου, δεν μπορεί να είναι ούτε παραγωγός ούτε προμηθευτής.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το άρθρο 62 του νόμου 4001 (ΦΕΚ 22/8/2011), ο οποίος ενσωματώνει στην Ελλάδα την επίμαχη διάταξη της ευρωπαϊκής Οδηγίας, το ίδιο πρόσωπο -φυσικό ή νομικό- δεν δικαιούται: α) να ασκεί έλεγχο επί επιχείρησης που εκτελεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας Αερίου και, συγχρόνως, να ασκεί έλεγχο ή άλλο δικαίωμα σε Σύστημα Μεταφοράς Αερίου, ούτε δικαιούται: β) να ασκεί έλεγχο επί Συστήματος Μεταφοράς Αερίου και, συγχρόνως, να ασκεί έλεγχο ή άλλο δικαίωμα σε επιχείρηση που εκτελεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας αερίου. Επίσης, το ίδιο πρόσωπο δεν δικαιούται να διορίζει μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε Σύστημα Μεταφοράς Αερίου και, συγχρόνως, να ασκεί έλεγχο ή άλλο δικαίωμα σε επιχείρηση η οποία εκτελεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας αερίου. Τέλος, το ίδιο πρόσωπο δεν δικαιούται να είναι μέλος τού διοικητικού συμβουλίου τόσο σε επιχείρηση που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας αερίου, όσο και σε Σύστημα Μεταφοράς Αερίου.

Με πλήρη γνώση των διατάξεων αυτών, η Gazprom ξεκίνησε, όπως αναφέρθηκε, την κατασκευή τού South Stream στο τέλος τού 2012 από το ρωσικό λιμάνι τής Ανάπα, στη Μαύρη Θάλασσα. Παρών στην τελετή θεμελίωσης ήταν, φυσικά, και ο ίδιος ο ηγέτης της χώρας. Και ενώ επί ένα έτος περίπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σιωπούσε, όταν το Νοέμβριο του 2013 η Ουκρανία τού -τότε- προέδρου Γιανουκόβιτς στράφηκε προς την Ρωσία και «γύρισε την πλάτη» στην Ευρώπη, ανακίνησε θέμα νομικής συμβατότητας των διμερών διακρατικών συμφωνιών (οι οποίες είχαν ήδη υπογραφεί για τον South Stream τα προηγούμενα χρόνια) με το «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο»: το 2015 που θα λειτουργήσει ο πρώτος από τους τέσσερις συνολικά σωλήνες τού South Stream, η Gazprom θα είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης τού αγωγού μεταφοράς και παραγωγός, άρα υπάρχει πρόβλημα. Υπενθυμίζεται ότι τα επτά κράτη-μέλη τής ΕΕ που έχουν υπογράψει με την Ρωσία σχετικές διακρατικές συμφωνίες είναι η Ιταλία, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, η Κροατία αλλά και η Ελλάδα (Απρίλιος 2008), μολονότι η υφιστάμενη όδευση του South Stream -δηλαδή εκείνη που θα ολοκληρωθεί εντός τής τρέχουσας δεκαετίας- δεν πρόκειται να διέλθει από τη χώρα μας.

Πιο συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 2013 ο Επίτροπος Ενέργειας, κ. Γκύντερ Έττινγκερ, ζήτησε γραπτώς από τον Ρώσο Υπουργό Ενέργειας, Α. Νόβακ, να επαναδιαπραγματευθούν όλες τις διακρατικές συμφωνίες για τον South Stream. Μάλιστα, ο Έττινγκερ φρόντισε να λάβει από τα κράτη-μέλη που τις υπέγραψαν διαπραγματευτική εντολή, ούτως ώστε τις σχετικές συνομιλίες με την Ρωσία να τις διεξαγάγει, στη θέση αυτών, η ίδια η Ευρ. Επιτροπή ως «ενιαία φωνή». Μετά από μια αρχική αντίδραση η οποία μόνο ευχάριστη δεν ήταν, η Ρωσία τελικά αποδέχτηκε την πρόταση. Ήξερε, άλλωστε, ότι ο ισχυρισμός τού πρωθυπουργού Ντ. Μεντβέντεφ -για επικοινωνιακούς, προφανώς, λόγους- πως το δημόσιο διεθνές δίκαιο (οι διακρατικές συμφωνίες) κατισχύει του κοινοτικού δικαίου δεν θα γινόταν ποτέ δεκτός από το ΔΕΚ. Τα ίδια ακριβώς επανέλαβε και ο κ. Νόβακ σε κατοπινή συνέντευξή του (19/2/2014), χαρακτηρίζοντας την απαίτηση Έττινγκερ ως «απαράδεκτη».

Η ουσία είναι πως η Gazprom γνωρίζει καλά ότι, ακόμη κι αν η ΕΕ δεν μπορεί να σταματήσει την κατασκευή τού ίδιου τού αγωγού, μπορεί όμως να «μπλοκάρει» την άδεια μεταφοράς τού φυσικού αερίου, προκαλώντας τεράστια ζημία σε ένα επενδυτικό σχέδιο κόστους 45 δισ. δολαρίων (σύμφωνα με ανεπίσημες εκτιμήσεις). Το μοναδικό σημείο όπου η αντίδραση της Gazprom είχε ασφαλώς νόημα είναι η χρονική συγκυρία (timing) της ευρωπαϊκής αντίδρασης, δηλαδή έναν ολόκληρο χρόνο μετά την έναρξη κατασκευής τού South Stream και τέσσερα ολόκληρα έτη μετά το «Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο» στο επίπεδο της ανωτέρω Οδηγίας (όχι κατ’ ανάγκην της ενσωμάτωσής της από τα κράτη). Εκτίμηση του υπογράφοντος είναι πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρατούσε την αντίδραση αυτή ως «όπλο πάνω στο τραπέζι», το οποίο θα χρησιμοποιούσε με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία. Η αιφνίδια μεταστροφή Γιανουκόβιτς προς Ανατολάς στο τέλος του 2013 ήταν ακριβώς τέτοια, αν και στη συνέχεια ξεπεράστηκε από τις εξελίξεις.

Τον Ιανουάριο του 2014 ο Έττινγκερ, συνοδευόμενος από τον Έλληνα υπουργό ΠΕΚΑ κ. Γ. Μανιάτη, λόγω της τρέχουσας ελληνικής Προεδρίας τού Συμβουλίου, μετέβη στη Μόσχα και συνάντησε τον Νόβακ (17/1). Εκεί συμφωνήθηκε η δημιουργία μιας Κοινής Ομάδας Εργασίας αποτελούμενης από ειδικούς (experts) για την ενδελεχή εξέταση των νομικών πτυχών τού θέματος. Οι δύο πρώτες συναντήσεις τής Ομάδας Εργασίας επρόκειτο να λάβουν χώρα στη Μόσχα εντός τού Μαρτίου, μόνο που στις 10/3 ο Έττινγκερ ανακοίνωσε την επ’ αόριστον αναβολή τους, λόγω των γεγονότων στην Ουκρανία. Την επομένη, η Gazprom προέβη στην εξής ανακοίνωση: «Ο South Stream προχωρά προς τα εμπρός. Οι συμφωνίες [εννοεί με τις κατασκευαστικές εταιρείες] για την κατασκευή τού πρώτου τμήματος του αγωγού θα υπογραφούν πριν από τα τέλη του μηνός, όπως επίσης και οι συμφωνίες για την προμήθεια των σωλήνων για το δεύτερο σκέλος του». [22]

Αν υποθέσουμε ότι το έργο South Stream θα συνεχιστεί μέχρι τέλους, όπως είναι και το πιο πιθανό, μπορεί άραγε να ξεφύγει η Gazprom από τον σφικτό εναγκαλισμό τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Μάλλον όχι. Το βέλτιστο σενάριο για τον κ. Πούτιν χωρίς να θιγεί η Gazprom θα ήταν να χορηγηθεί από την Επιτροπή ειδικά στον South Stream εξαίρεση από τις πρόνοιες του «Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου», καθώς αυτός είναι έργο μείζονος σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ και, επίσης, «ώριμο» έργο, το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει να κατασκευάζεται. Τέλος, ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της χορήγησης εξαίρεσης είναι πως πρόκειται για έναν αγωγό που απλώς καταλήγει στην ΕΕ και όχι για αγωγό που βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας (ενώ και μια από τις χώρες διέλευσης, η Σερβία, δεν ανήκει στην ΕΕ). Τα επτά κράτη-μέλη τής ΕΕ που στηρίζουν τον αγωγό, καθώς και η Γαλλία με τη Γερμανία (λόγω των εμπλεκόμενων εταιρειών τους οι οποίες προαναφέρθηκαν), ασφαλώς δεν θα είχαν καμία αντίρρηση σε αυτό το ενδεχόμενο. Από την άλλη, εάν τελικά δεν χορηγηθεί αυτή η εξαίρεση, μια πλήρης συμμόρφωση με το «Τρίτο Πακέτο» θα συνεπάγεται -μοιραία- την διάσπαση της Gazprom σε μικρότερες εταιρείες, άλλη για την παραγωγή (upstream) και άλλη για τη μεταφορά μέσω των αγωγών της. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μεν για τον πρόεδρο Πούτιν η απόλυτη καταστροφή, για λόγους γοήτρου, όμως, θα επιθυμούσε να το αντιμετωπίζει ως τελευταίο καταφύγιο. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η Gazprom άνοιξε γραφεία (τον Δεκέμβριο του 2013) στις Βρυξέλλες, έδρα τής Επιτροπής, δεν είναι τυχαίο: η νομική διαμάχη προβλέπεται μακρά...

Η Ε.Ε. ΕΧΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ

Συμπερασματικά, το μέγα ερώτημα για την Ρωσία και ως προς τα δύο κύρια σκέλη τής νομικής διαφοράς είναι, κατά την άποψη του υπογράφοντος, το εξής απλό: από την στιγμή που δίνει έμφαση στην ΕΕ ως αγορά, αποδέχεται «τους κανόνες τού παιχνιδιού» που ισχύουν από το 1952 (ΕΚΑΧ) ή όχι; Ακόμη κι αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβάλει άδικα, όπως τουλάχιστον θα πιστεύουν οι Ρώσοι, πρόστιμο-μαμούθ στην Gazprom της τάξης των 15 δισ. δολαρίων για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, και πάλι η τελευταία θα δικαιούται να προσβάλει την απόφαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) με «ακυρωτική προσφυγή» προκειμένου να υπερασπιστεί τις πρακτικές της. Πρόκειται για ένα όργανο αμερόληπτο έναντι των πάντων, με δικαστές κορυφαίου κύρους.

Εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα, λοιπόν, οι κοινοί ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν λειτουργήσει υποδειγματικά ως εγγυήσεις δικαιωμάτων, διαφάνειας και, προπαντός, δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, επομένως, η εκούσια αποδοχή τού πλαισίου λειτουργίας τής ΕΕ -προτού αυτή της επιβληθεί με πολύ οδυνηρό για τα οικονομικά της τρόπο- μόνο καλό θα κάνει στη Gazprom, αλλά και στην Ρωσία, γενικότερα. Θα συντελέσει στην δημιουργία ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και καλύτερης συνεργασίας, ένα γεγονός που θα αποβεί σε βάθος χρόνου προς το συμφέρον και των δύο πλευρών (win-win game). Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ήδη από τον Οκτώβριο του 2000, στη συνάντηση κορυφής των Παρισίων, ο Ρομάνο Πρόντι δρομολόγησε και θεσμικά (σε υψηλό επίπεδο) τον «Ενεργειακό Διάλογο» μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, με πενιχρά μεν αποτελέσματα μέχρι σήμερα, αλλά σαφέστατη συμβολική αξία. Δύο τεράστιοι «παίκτες» με μακρά σχέση συνεργασίας -που ανάγεται στο 1968, όταν η αυστριακή εταιρεία OMV υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιο με την τότε ΕΣΣΔ- πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν. Τουναντίον, μια στείρα προσέγγιση του θέματος με γεωπολιτικούς όρους μηδενικού αθροίσματος (zero-sum game) ή, ακόμη χειρότερα, με όρους «Ψυχρού Πολέμου», όπως φαίνεται να αρέσει στον πρόεδρο Πούτιν, δεν θα είναι, μακροπρόθεσμα, προς το συμφέρον τής Μόσχας. Η ΕΕ των «28» ως σύνολο παραμένει, με μεγάλη διαφορά, ο καλύτερος πελάτης των ρωσικών υδρογονανθράκων. Με άλλα λόγια, η Gazprom εξαρτάται τελικά πολύ περισσότερο από την ΕΕ (ως αγορά) από ό,τι η ΕΕ από τη Gazprom (ως πάροχο) [23]. Όταν, δε, ξεκινήσουν και οι αμερικανικές εξαγωγές shale gas, περί το 2016 ή 2017, οι κασπιακές εξαγωγές μέσω του αγωγού ΤΑΡ περί το 2020 και, πιθανότατα, οι εξαγωγές Κύπρου-Ισραήλ, περίπου την ίδια εποχή, τότε η Gazprom θα αποκτήσει επικίνδυνους ανταγωνιστές (για να μη μιλήσουμε για το ιρανικό αέριο) [24]. Καλό, λοιπόν, είναι ο βασικός της πελάτης να είναι ευχαριστημένος.

Η εμπειρία των προηγούμενων ρωσο-ουκρανικών κρίσεων (ασχέτως του ποιος έφταιγε) έπληξε την αξιοπιστία τής Gazprom και ανάγκασε τους Ευρωπαίους να αναζητήσουν άλλες πηγές εφοδιασμού. Όσο ισχυρή κι αν μοιάζει η Gazprom, είναι γίγαντας με πήλινα πόδια: τα χρέη της αυξάνονται σε δυσθεώρητα επίπεδα, η μετοχή της συνεχώς διολισθαίνει, έχοντας ήδη χάσει τα 2/3 της αξίας της, και οι επενδύσεις τις οποίες πρέπει να κάνει σε νέα πεδία (ώστε να μη μειωθεί η σημερινή παραγωγή) μέχρι και το τέλος τής δεκαετίας τού 2030 πλησιάζουν το 1 τρισ. δολάρια! Επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια «να ανοίγει μέτωπα» εκεί που δεν πρέπει. Το πρόβλημα είναι ότι οι όποιες ελπίδες συμβιβασμού διαφαίνονταν στην ενεργειακή διαμάχη εξανεμίστηκαν τελείως με την τρέχουσα ρωσο-ουκρανική κρίση. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα κρατήσει πολύ...

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Βλ. ενδεικτικά Alexander Motyl, Το παιχνίδι τού Πούτιν, www.foreignaffairs.gr, 3/3/2014
[2] Θαυμάσια είναι η μελέτη του Nicolò Sartori, The European Commission vs. Gazprom: An Issue of Fair Competition or a Foreign Policy Quarrel?, Istituto Affari Internazionali, 2013, www.iai.it
[3] Ιδίως δε την Οδηγία 2009/73/ΕΚ (βλ. παρακάτω).
[4] The sources of Soviet Conduct, summer 1947. Καθώς ο Κένναν ήταν διπλωμάτης εν ενεργεία των ΗΠΑ, το εν λόγω άρθρο δημοσιεύθηκε ανώνυμα.
[5] Βλ. ενδεικτικά Martha Olcott, Vladimir Putin and the Geopolitics of Oil, Baker Institute 10/2004 και επίσης Marshall I. Goldman, Petrostate: Putin, Power, and the New Russia, 2η έκδοση, Oxford 2010. Το δεύτερο, αν και εξαιρετικά ενδιαφέρον ως προς τις πολλές πληροφορίες που εμπεριέχει, είναι εμφανώς αντιρωσικό, με χαρακτηρισμούς οι οποίοι -ενίοτε- εκφεύγουν μιας νηφάλιας συζήτησης. Πάντως, ο υπογράφων δεν διαφωνεί με την ουσία τού επιχειρήματος.
[6] B.Shaffer, Energy Politics, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 2009, σελ. 116.
[7] Βλ. λεπτομέρειες για το πολύ σημαντικό εκείνο άρθρο Martha Olcott, στο ίδιο, σελ. 16-21.
[8] Κράτος και πετρελαϊκές εταιρείες, τεύχος 22.
[9] Διαθέσιμο (στη ρωσική) στο www.minprom.gov.ru
[10] B.Nemtsov-V.Milov, Putin and Gazprom, Moscow 2008, διαθέσιμο και στο Διαδίκτυο
[11] Οι σχετικές περιπτώσεις είναι αρκετές και δεν χρήζουν υπενθύμισης, ξεκινώντας από την αυθαίρετη ανάκληση των αδειών (παραχωρήσεων) της αμερικανικής ExxonMobil στα τρία «οικόπεδα» Sakhalin III, γεγονός που συνέβη στις αρχές τού 2004.
[12] Η ρωσική δικαιολογία είναι ότι τυχόν υιοθέτηση του «Ενεργειακού Χάρτη» και, ιδίως, του Πρωτοκόλλου Διαμετακόμισης, θα θέσει εν αμφιβολία την κυριότητα των σοβιετικής προέλευσης αγωγών της Gazprom (μήκους 168.000 χιλ.).
[13] Μετά από μια δύσκολη δεκαετία επιβίωσης μέσα σε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον (από το 2003 ως το 2012), η κοινοπραξία αυτή εξαγοράστηκε από την κρατική Rosneft, πραγματώνοντας έναν ακόμη στρατηγικό στόχο τού Πούτιν.
[14] Η σχετική Συνθήκη υπεγράφη στο Παρίσι στις 18/4/1951.
[15] Nicolò Sartori, στο ίδιο, σελ. 3.
[16] Kremlin Shield from EU Probe, FT, 11/9/2012.
[17] Nicolò Sartori, στο ίδιο, σελ. 11.
[18] RIA Novosti, 14/9/2012.
[19] International Herald Tribune, 11/1/2007.
[20] Robert D.Kaplan, Pipelines of Empire, Forbes, 13/11/2013
[21] Jan H. Kalicki & David L. Goldwyn (ed.), Energy and Security: Strategies for a World in Transition, Β έκδοση, Woodrow Wilson Center, Οκτώβριος 2013, σελ. 171.
[22] Ο South Stream θα περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη (παράλληλους αγωγούς), το καθένα με δυναμικότητα 15,75 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα προβλέπει την ολοκλήρωση ενός σκέλους ανά έτος, από το τέλος του 2015 ως το τέλος του 2018.
[23] Γενικότερα, υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων τής Ρωσίας που προέρχεται από εξαγωγές ενεργειακών αγαθών (πετρελαίου, αερίου και λοιπών υποπροϊόντων) φθάνει το 50% (για το 2013).
[24] Μια κάπως διαφορετική εκτίμηση ως προς την δυνητική σημασία τού shale gas των ΗΠΑ για την ΕΕ εκφράζει η B.Shaffer, Προβλήματα αγωγών, www.foreignaffairs.gr, 13/3/2014

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr